Anonymous

προμανθάνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "εῑν" to "εῖν"
m (Text replacement - "<b class="b2">Fr.anon</b>" to "Fr.anon")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μαθαίνω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>2.</b> (στον αόρ.) <i>προέμαθον</i><br />[[γνωρίζω]] εκ τών προτέρων, από προηγούμενη [[μάθηση]] («ἄγνωμον τὸ μὴ προμαθεῑν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> (με αιτ.) α) προδιδάσκομαι ή [[συνηθίζω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων<br />β) [[μαθαίνω]] [[κάτι]] σταδιακά ή μηχανικά («ἄθλους προμαθεῑν», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μαθαίνω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>2.</b> (στον αόρ.) <i>προέμαθον</i><br />[[γνωρίζω]] εκ τών προτέρων, από προηγούμενη [[μάθηση]] («ἄγνωμον τὸ μὴ προμαθεῖν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> (με αιτ.) α) προδιδάσκομαι ή [[συνηθίζω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων<br />β) [[μαθαίνω]] [[κάτι]] σταδιακά ή μηχανικά («ἄθλους προμαθεῖν», <b>Ευρ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm