3,277,649
edits
(21) |
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑM κοπιῶ, -άω) [[κόπος]]<br /><b>1.</b> καταλαμβάνομαι από [[κόπωση]], υποβάλλομαι σε κόπο, κουράζομαι («καὶ ἔκοψέ σου τὴν οὐραγίαν τοὺς κοπιῶντας [[ὀπίσω]] σου, σὺ δὲ ἐκείνας καὶ ἐκοπίας», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[εργάζομαι]] σκληρά, [[μοχθώ]], [[κοπιάζω]] (α. «κι όποιος κοπιά κι εις το καλό σπουδάζει», Ερωφ.<br />β. «καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι | |mltxt=(ΑM κοπιῶ, -άω) [[κόπος]]<br /><b>1.</b> καταλαμβάνομαι από [[κόπωση]], υποβάλλομαι σε κόπο, κουράζομαι («καὶ ἔκοψέ σου τὴν οὐραγίαν τοὺς κοπιῶντας [[ὀπίσω]] σου, σὺ δὲ ἐκείνας καὶ ἐκοπίας», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[εργάζομαι]] σκληρά, [[μοχθώ]], [[κοπιάζω]] (α. «κι όποιος κοπιά κι εις το καλό σπουδάζει», Ερωφ.<br />β. «καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κουράζω]] («[[πλιο]] δεν κοπιά το λογισμό [[μηδέ]] το νου παιδεύγει», <b>Ερωτόκρ.</b>). | ||
}} | }} |