Anonymous

κοπιώ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς "
(21)
 
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM κοπιῶ, -άω) [[κόπος]]<br /><b>1.</b> καταλαμβάνομαι από [[κόπωση]], υποβάλλομαι σε κόπο, κουράζομαι («καὶ ἔκοψέ σου τὴν οὐραγίαν τοὺς κοπιῶντας [[ὀπίσω]] σου, σὺ δὲ ἐκείνας καὶ ἐκοπίας», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[εργάζομαι]] σκληρά, [[μοχθώ]], [[κοπιάζω]] (α. «κι όποιος κοπιά κι εις το καλό σπουδάζει», Ερωφ.<br />β. «καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῑς ἰδίαις χερσί», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κουράζω]] («[[πλιο]] δεν κοπιά το λογισμό [[μηδέ]] το νου παιδεύγει», <b>Ερωτόκρ.</b>).
|mltxt=(ΑM κοπιῶ, -άω) [[κόπος]]<br /><b>1.</b> καταλαμβάνομαι από [[κόπωση]], υποβάλλομαι σε κόπο, κουράζομαι («καὶ ἔκοψέ σου τὴν οὐραγίαν τοὺς κοπιῶντας [[ὀπίσω]] σου, σὺ δὲ ἐκείνας καὶ ἐκοπίας», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[εργάζομαι]] σκληρά, [[μοχθώ]], [[κοπιάζω]] (α. «κι όποιος κοπιά κι εις το καλό σπουδάζει», Ερωφ.<br />β. «καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κουράζω]] («[[πλιο]] δεν κοπιά το λογισμό [[μηδέ]] το νου παιδεύγει», <b>Ερωτόκρ.</b>).
}}
}}