κοπιώ

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

(ΑM κοπιῶ, -άω) κόπος
1. καταλαμβάνομαι από κόπωση, υποβάλλομαι σε κόπο, κουράζομαι («καὶ ἔκοψέ σου τὴν οὐραγίαν τοὺς κοπιῶντας ὀπίσω σου, σὺ δὲ ἐκείνας καὶ ἐκοπίας», ΠΔ)
2. εργάζομαι σκληρά, μοχθώ, κοπιάζω (α. «κι όποιος κοπιά κι εις το καλό σπουδάζει», Ερωφ.
β. «καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί», ΚΔ)
3. (μτβ.) κουράζωπλιο δεν κοπιά το λογισμό μηδέ το νου παιδεύγει», Ερωτόκρ.).