3,270,558
edits
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]], [[παραμένω]] [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («πότερα κατ' οἴκους ἢ προσεδρεύων πυρᾱ;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] αφοσιωμένος σε κάποιον, τον [[προσέχω]] («τῇ θεραπείᾳ τοῦ θεοῡ προσεδρεύειν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> βρίσκομαι στο [[πλευρό]] κάποιου, τον [[φροντίζω]]<br /><b>4.</b> [[μένω]] [[σταθερός]] σε ιδέες και απόψεις, [[εμμένω]] («αὐτοὺς τοὺς Λάκωνας ἴσμεν, ἕως μὲν αὐτοὶ προσήδρευον | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]], [[παραμένω]] [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («πότερα κατ' οἴκους ἢ προσεδρεύων πυρᾱ;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] αφοσιωμένος σε κάποιον, τον [[προσέχω]] («τῇ θεραπείᾳ τοῦ θεοῡ προσεδρεύειν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> βρίσκομαι στο [[πλευρό]] κάποιου, τον [[φροντίζω]]<br /><b>4.</b> [[μένω]] [[σταθερός]] σε ιδέες και απόψεις, [[εμμένω]] («αὐτοὺς τοὺς Λάκωνας ἴσμεν, ἕως μὲν αὐτοὶ προσήδρευον ταῖς φιλοπονίαις, ὑπερέχοντας τῶν ἄλλων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παρατηρώ]] με [[υπομονή]] και [[προσοχή]]<br /><b>6.</b> επιδίδομαι σε [[κάτι]] με ζήλο και [[θέρμη]], [[είμαι]] [[επιμελής]], [[φίλεργος]] («προσεδρεύειν εἰς τὰ μαθήματα», πάπ.)<br /><b>7.</b> [[γίνομαι]] [[πιεστικός]], [[επίμονος]]<br /><b>8.</b> (σχετικά με [[πόλη]]) [[στέκομαι]] [[κοντά]] και [[αποκλείω]], [[πολιορκώ]] («προσεδρεύουσι ταῖς Συρακούσαις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>9.</b> [[αναμένω]], [[περιμένω]] («προσήδρευσα ἐφ' ἡμέρας δύο ἐκδεχόμενός σε», πάπ.)<br /><b>10.</b> [[φοιτώ]], [[συχνάζω]] κανονικά σε δικαστήριο<br /><b>11.</b> [[παρευρίσκομαι]] σε δικαστήριο («παρεῖναι καὶ προσεδρεύειν τῷ βήματι», πάπ.)<br /><b>12.</b> [[υπηρετώ]] ως γραφέας σε δικαστήριο<br /><b>13.</b> (για βοηθό ή υπηρέτη) [[είμαι]] σε [[υπηρεσία]], [[υπηρετώ]] («τῷ πατρὶ τῷ διδασκαλείῳ προσεδρεύων, τὸ [[μέλαν]] [[τρίβων]] καὶ τὰ [[βάθρα]] σπογγίζων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>14.</b> (για μαθητευόμενο) [[ακολουθώ]], [[συχνάζω]] («προσεδρεύειν τῷ διδασκάλῳ», πάπ.)<br /><b>15.</b> [[είμαι]] ενοχλημένος<br /><b>16.</b> <b>μτφ.</b> [[στέκω]] [[κοντά]] και παραφυλάγω, [[στήνω]] [[καρτέρι]], [[ενεδρεύω]] («προσεδρεύσων τοῖς καιροῑς» — για να παραφυλάξει τις ευκαιρίες, <b>Πολ.</b>)<br /><b>17.</b> (σχετικά με τα ύδατα του Νείλου) [[παρακολουθώ]] την [[ανύψωση]] της στάθμης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[εδρεύω]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>εδρος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἕδρα]]), <b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-[[εδρεύω]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |