Anonymous

προφαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "νῡν " to "νῦν "
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[φαίνω]]<br />[[φέρνω]] στο φως, [[φανερώνω]] (α. «προφαίνων, θεοφάντορ, τὸ ἄφυκτον», Μηναί.<br />β. «τοῑσι... θεοὶ τέραα προύφαινον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιδεικνύω]] («οἱ πλουτοῦντες αὐτοὶ καὶ τὰς πορφυρίδας προφαίνοντες», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναδεικνύω]], [[καθιστώ]] κάποιον επιφανή («Αἴγιναν προφαίνεν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[βραβεία]]) [[παρουσιάζω]] ενώπιον του κοινού, [[προσφέρω]] («ἆθλα προύφαινε τοῖς ταξιάρχοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> (για χρησμούς και αποκαλύψεις) προδηλώνω, [[αποκαλύπτω]] από [[πριν]] (α. «μοῑρα προφαίνει δολίαν καὶ μεγάλην ἄταν», <b>Σοφ.</b>, β. «ὁ θεὸς προφαίνει πολλὰ κἀγαθά», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[εκπέμπω]] φως, [[φωτίζω]] («οὐδὲ [[σελήνη]] [[οὐρανόθεν]] προύφαινε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> (για λύχνο ή για δαδούχο) [[φέγγω]], [[φωτίζω]] τον δρόμο κάποιου (α. «λύχνου προφαίνοντος», <b>Πλούτ.</b><br />θ. «ὁ προφαίνων ἐπιστὰς τῷ Δομιτίῳ πληγείς... ἀπέθανε», Κάτ. Νεώτ.)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>προφαίνομαι</i><br />α) φανερώνομαι, αποκαλύπτομαι στην [[ψυχή]] («πολλὰ γέ μοι προφαίνεται τοιαῡτα πρὸ τῆς ψυχῆς», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (για ήχο) ακούγομαι [[καθαρά]] («προυφάνη [[κτύπος]]», <b>Σοφ.</b>)<br />γ) [[διακηρύσσω]], [[φανερώνω]] [[προηγουμένως]] («ὁ νῡν προφαινόμενος [[λόγος]]», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=ΜΑ [[φαίνω]]<br />[[φέρνω]] στο φως, [[φανερώνω]] (α. «προφαίνων, θεοφάντορ, τὸ ἄφυκτον», Μηναί.<br />β. «τοῑσι... θεοὶ τέραα προύφαινον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιδεικνύω]] («οἱ πλουτοῦντες αὐτοὶ καὶ τὰς πορφυρίδας προφαίνοντες», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναδεικνύω]], [[καθιστώ]] κάποιον επιφανή («Αἴγιναν προφαίνεν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[βραβεία]]) [[παρουσιάζω]] ενώπιον του κοινού, [[προσφέρω]] («ἆθλα προύφαινε τοῖς ταξιάρχοις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> (για χρησμούς και αποκαλύψεις) προδηλώνω, [[αποκαλύπτω]] από [[πριν]] (α. «μοῑρα προφαίνει δολίαν καὶ μεγάλην ἄταν», <b>Σοφ.</b>, β. «ὁ θεὸς προφαίνει πολλὰ κἀγαθά», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[εκπέμπω]] φως, [[φωτίζω]] («οὐδὲ [[σελήνη]] [[οὐρανόθεν]] προύφαινε», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> (για λύχνο ή για δαδούχο) [[φέγγω]], [[φωτίζω]] τον δρόμο κάποιου (α. «λύχνου προφαίνοντος», <b>Πλούτ.</b><br />θ. «ὁ προφαίνων ἐπιστὰς τῷ Δομιτίῳ πληγείς... ἀπέθανε», Κάτ. Νεώτ.)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>προφαίνομαι</i><br />α) φανερώνομαι, αποκαλύπτομαι στην [[ψυχή]] («πολλὰ γέ μοι προφαίνεται τοιαῡτα πρὸ τῆς ψυχῆς», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (για ήχο) ακούγομαι [[καθαρά]] («προυφάνη [[κτύπος]]», <b>Σοφ.</b>)<br />γ) [[διακηρύσσω]], [[φανερώνω]] [[προηγουμένως]] («ὁ νῦν προφαινόμενος [[λόγος]]», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm