Anonymous

σφύζω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. [[σφύττω]] και δωρ. τ. [[σφύσδω]] Α<br />(για το [[αίμα]] ή για τις αρτηρίες) πάλλομαι ρυθμικά, [[χτυπώ]] κανονικά (α. [[πλην]] σφύζ' η [[καρδιά]] του νέου στερρά», Βιζυην.<br />β. «σφύζει δὲ τὸ [[αἷμα]] ἐν ταῑς φλεψίν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[γεμάτος]] [[σφρίγος]], έχω καλή [[υγεία]] και ακμαίες σωματικές δυνάμεις («[[σφύζω]] από ζωή»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> διακατέχομαι από [[οργή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> κινούμαι ορμητικά («σφύζοντος καὶ σφαδάζοντος καὶ πηδῶντος», Λογγίν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τινάζομαι με [[ορμή]], [[χτυπώ]] [[δυνατά]] («φασώ τάν κεφαλὰν καὶ τὼς [[πόδας]] [[ἀμφοτέρως]] μεν σφύσδειν», (<b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σφύζειν ἐπὶ τι»<br /><b>μτφ.</b> το να έχει [[κανείς]] σφοδρή [[επιθυμία]] για [[κάτι]]» (Λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός και [[τεχνικός]] όρος, άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις της λ. με τα ρ. [[σφαδάζω]] και [[σπεύδω]] (<b>πρβλ.</b> <i>σφυδῶ</i>) παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].
|mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. [[σφύττω]] και δωρ. τ. [[σφύσδω]] Α<br />(για το [[αίμα]] ή για τις αρτηρίες) πάλλομαι ρυθμικά, [[χτυπώ]] κανονικά (α. [[πλην]] σφύζ' η [[καρδιά]] του νέου στερρά», Βιζυην.<br />β. «σφύζει δὲ τὸ [[αἷμα]] ἐν ταῖς φλεψίν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[γεμάτος]] [[σφρίγος]], έχω καλή [[υγεία]] και ακμαίες σωματικές δυνάμεις («[[σφύζω]] από ζωή»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> διακατέχομαι από [[οργή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> κινούμαι ορμητικά («σφύζοντος καὶ σφαδάζοντος καὶ πηδῶντος», Λογγίν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τινάζομαι με [[ορμή]], [[χτυπώ]] [[δυνατά]] («φασώ τάν κεφαλὰν καὶ τὼς [[πόδας]] [[ἀμφοτέρως]] μεν σφύσδειν», (<b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σφύζειν ἐπὶ τι»<br /><b>μτφ.</b> το να έχει [[κανείς]] σφοδρή [[επιθυμία]] για [[κάτι]]» (Λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός και [[τεχνικός]] όρος, άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις της λ. με τα ρ. [[σφαδάζω]] και [[σπεύδω]] (<b>πρβλ.</b> <i>σφυδῶ</i>) παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].
}}
}}
{{lsm
{{lsm