3,277,191
edits
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
m (Text replacement - "νοῡς " to "νοῦς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κρεμάζω]] και [[κρεμνώ]], μέσ. παθ. κρεμώμαι και [[κρέμομαι]] και κρέμο(υ)μαι και [[κρεμ]](ν)ιέμαι (AM [[κρεμῶ]], -άω και κρεμνῶ, -άω και [[κρεμάζω]], μέσ. παθ. [[κρέμομαι]], Α και [[κρεμάννυμι]] και κρεμαννύω, επικ. τ. [[κρεμόω]], Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. [[κρέμομαι]] και κρέμουμαι και κρεμοῦμαι)<br /><b>1.</b> [[αναρτώ]], [[εξαρτώ]], [[στηρίζω]] [[κάτι]] από ψηλό [[σημείο]] (α. «κρέμασα τα ρούχα στην [[κρεμάστρα]]» β. «το πολύφωτο [[είναι]] κρεμασμένο στραβά» γ. «[[τόξον]] ἐκ πίτυος κρεμάσαι», <b>Αισχύλ.</b><br />δ. «oἱ μὲν γὰρ ἐφ' ἵππων κρέμονται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[απαγχονίζω]], [[θανατώνω]] με απαγχονισμό (α. «τον Κίτσο τονε πιάσανε και παν να τον κρεμάσουν», Πολίτ.<br />β. «κρεμνᾱν τὴν κόρην [[ἤθελον]]», <b>Ξεν.</b> γ. «[[παρά]] σοι κρεμήσετ' [[ἐγγὺς]] ἐπὶ τοῦ παττάλου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διακόπτω]] οριστικά ή [[σταματώ]] κάποια [[δραστηριότητα]] για μακρό [[χρονικό]] [[διάστημα]] (α. «τά κρέμασα πια τα εργαλεία μου» — σταμάτησα [[πλέον]] να [[δουλεύω]]<br />β. [για κληρικό] «το κρέμασα το [[πετραχήλι]] μου» — έχω τιμωρηθεί με [[αργία]]<br />γ. «[[κρεμώ]] τ' άρματα» — [[σταματώ]] τον πόλεμο, [[διακόπτω]] τις εχθροπραξίες<br />δ. «σπονδὰς ποιῆσαι καὶ κρεμάσαι τὰς ἀσπίδας» — να κάνουν σπονδές και να σταματήσουν τον πόλεμο, <b>Αριστοφ.</b><br />ε. «[[πηδάλιον]] κρεμάσασθαι» — να σταματήσω πια να [[ταξιδεύω]], να [[ξεμπαρκάρω]])<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κρέμομαι]] ή κρεμιέμαι από τον...» ή «[[κρέμομαι]] στον...», «[[κρέμαμαι]] <i>ἔκ</i> τινος» — εξαρτώμαι εντελώς από κάποιον ή αφιερώνομαι [[ολόψυχα]] σε κάποιον<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> επικρέμαμαι, [[αιωρούμαι]] απειλητικά [[πάνω]] από κάποιον (α. «ο [[κίνδυνος]] κρέμεται [[πάνω]] απ' το [[κεφάλι]] του» β. «[[δόλιος]] γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>κρεμιέμαι</i><br />παντρεύομαι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κρεμάει το [[ζωνάρι]] του για καβγά» — [[είναι]] πολύ [[εριστικός]] και [[φιλόνικος]] [[άνθρωπος]]<br />β) «[[κρέμομαι]] [ή κρεμιέμαι] στον λαιμό κάποιου» — [[εναποθέτω]] τις ελπίδες μου σε κάποιον<br />γ) «[[κρέμομαι]] από το [[στόμα]] [ή από τα χείλη] κάποιου» — [[παρακολουθώ]] με πολύ [[ενδιαφέρον]] τα [[λόγια]] κάποιου<br />δ) «η ζωή του κρέμεται από μια [[κλωστή]]» — διατρέχει μεγάλο κίνδυνο να πεθάνει<br />ε) «[[κρεμώ]] [[κάτι]] σε μια μπαμπακερή [[κλωστή]]» — [[θέτω]] σε κίνδυνο<br />στ) «να το κρεμάσεις [[σκουλαρίκι]]» — να το 'χεις στο [[μυαλό]] σου<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α. «στού κρεμασμένου το [[σπίτι]] δεν μιλάνε για [[σχοινί]]» — δεν [[πρέπει]] να θυμίζει [[κανείς]] ενοχές ή επώδυνες εμπειρίες<br />β. «[[κάθε]] [[αρνί]] απ' το [[ποδάρι]] του θα κρεμαστεί» — ο [[καθένας]] με την [[τύχη]] του<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> βρίσκομαι [[πάνω]] από [[κάπου]]<br /><b>2.</b> (ο τ. [[κρεμάζω]]) [[επιθυμώ]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κρέμεται ὁ | |mltxt=και [[κρεμάζω]] και [[κρεμνώ]], μέσ. παθ. κρεμώμαι και [[κρέμομαι]] και κρέμο(υ)μαι και [[κρεμ]](ν)ιέμαι (AM [[κρεμῶ]], -άω και κρεμνῶ, -άω και [[κρεμάζω]], μέσ. παθ. [[κρέμομαι]], Α και [[κρεμάννυμι]] και κρεμαννύω, επικ. τ. [[κρεμόω]], Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. [[κρέμομαι]] και κρέμουμαι και κρεμοῦμαι)<br /><b>1.</b> [[αναρτώ]], [[εξαρτώ]], [[στηρίζω]] [[κάτι]] από ψηλό [[σημείο]] (α. «κρέμασα τα ρούχα στην [[κρεμάστρα]]» β. «το πολύφωτο [[είναι]] κρεμασμένο στραβά» γ. «[[τόξον]] ἐκ πίτυος κρεμάσαι», <b>Αισχύλ.</b><br />δ. «oἱ μὲν γὰρ ἐφ' ἵππων κρέμονται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[απαγχονίζω]], [[θανατώνω]] με απαγχονισμό (α. «τον Κίτσο τονε πιάσανε και παν να τον κρεμάσουν», Πολίτ.<br />β. «κρεμνᾱν τὴν κόρην [[ἤθελον]]», <b>Ξεν.</b> γ. «[[παρά]] σοι κρεμήσετ' [[ἐγγὺς]] ἐπὶ τοῦ παττάλου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διακόπτω]] οριστικά ή [[σταματώ]] κάποια [[δραστηριότητα]] για μακρό [[χρονικό]] [[διάστημα]] (α. «τά κρέμασα πια τα εργαλεία μου» — σταμάτησα [[πλέον]] να [[δουλεύω]]<br />β. [για κληρικό] «το κρέμασα το [[πετραχήλι]] μου» — έχω τιμωρηθεί με [[αργία]]<br />γ. «[[κρεμώ]] τ' άρματα» — [[σταματώ]] τον πόλεμο, [[διακόπτω]] τις εχθροπραξίες<br />δ. «σπονδὰς ποιῆσαι καὶ κρεμάσαι τὰς ἀσπίδας» — να κάνουν σπονδές και να σταματήσουν τον πόλεμο, <b>Αριστοφ.</b><br />ε. «[[πηδάλιον]] κρεμάσασθαι» — να σταματήσω πια να [[ταξιδεύω]], να [[ξεμπαρκάρω]])<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[κρέμομαι]] ή κρεμιέμαι από τον...» ή «[[κρέμομαι]] στον...», «[[κρέμαμαι]] <i>ἔκ</i> τινος» — εξαρτώμαι εντελώς από κάποιον ή αφιερώνομαι [[ολόψυχα]] σε κάποιον<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> επικρέμαμαι, [[αιωρούμαι]] απειλητικά [[πάνω]] από κάποιον (α. «ο [[κίνδυνος]] κρέμεται [[πάνω]] απ' το [[κεφάλι]] του» β. «[[δόλιος]] γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>κρεμιέμαι</i><br />παντρεύομαι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «κρεμάει το [[ζωνάρι]] του για καβγά» — [[είναι]] πολύ [[εριστικός]] και [[φιλόνικος]] [[άνθρωπος]]<br />β) «[[κρέμομαι]] [ή κρεμιέμαι] στον λαιμό κάποιου» — [[εναποθέτω]] τις ελπίδες μου σε κάποιον<br />γ) «[[κρέμομαι]] από το [[στόμα]] [ή από τα χείλη] κάποιου» — [[παρακολουθώ]] με πολύ [[ενδιαφέρον]] τα [[λόγια]] κάποιου<br />δ) «η ζωή του κρέμεται από μια [[κλωστή]]» — διατρέχει μεγάλο κίνδυνο να πεθάνει<br />ε) «[[κρεμώ]] [[κάτι]] σε μια μπαμπακερή [[κλωστή]]» — [[θέτω]] σε κίνδυνο<br />στ) «να το κρεμάσεις [[σκουλαρίκι]]» — να το 'χεις στο [[μυαλό]] σου<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α. «στού κρεμασμένου το [[σπίτι]] δεν μιλάνε για [[σχοινί]]» — δεν [[πρέπει]] να θυμίζει [[κανείς]] ενοχές ή επώδυνες εμπειρίες<br />β. «[[κάθε]] [[αρνί]] απ' το [[ποδάρι]] του θα κρεμαστεί» — ο [[καθένας]] με την [[τύχη]] του<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> βρίσκομαι [[πάνω]] από [[κάπου]]<br /><b>2.</b> (ο τ. [[κρεμάζω]]) [[επιθυμώ]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κρέμεται ὁ νοῦς μου εἰς ἔννοιαν» — [[νοιάζομαι]]<br />γ) «κρεμάμενος [[λίθος]]» — ο [[μετεωρίτης]] [[λίθος]] τών μωαμεθανών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[αναποφάσιστος]] («ἵνα προείδωσι περὶ οὗ ὁ [[λόγος]], καὶ μὴ κρέμηται ἡ [[διάνοια]]», Αριστ.)<br /><b>2.</b> [[σταυρώνω]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του τ. [[κρεμάννυμι]], [[κρέμαμαι]] κ.λπ. με λιθουαν. <i>kariu</i>, <i>kάrti</i> «[[κρέμομαι]], [[αναρτώ]]» και με αρχ. ινδ. <i>śr</i><i>ā</i><i>myati</i> «[[κουράζω]]» παραμένει αβέβαιη, λόγω της μορφολογικής διαφοράς στο πρώτο και της σημασιολογικής στο δεύτερο. Ο [[ενεστωτικός]] τ. [[κρεμάννυμι]], [[μολονότι]] ο πιο [[εύχρηστος]], σχηματίστηκε [[υστερογενώς]] από τον αόρ. <i>ἐ</i>-[[κρέμα]]-<i>σα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κεράννυμι]]), ο [[ίδιος]] δε μεταπλάστηκε αργότερα (όπως όλα τα ρ. σε -<i>νυμι</i>) σε -<i>νύω</i> (<i>κρεμαννύω</i>). Ως αρχικοί ενεστωτικοί τ. θεωρούνται ο μεσοπαθ. [[κρέμαμαι]] και ο [[αθέματος]] [[κρίμνημι]], του οποίου το -<i>ι</i>- ερμηνεύεται ως [[συνοδίτης]] [[φθόγγος]] που αναπτύχθηκε στο παρεκτεταμένο με έρρινο [[ένθημα]] [[θέμα]] <i>κρι</i>-<i>μ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[κίρνημι]])<br />απαντά και με τη [[μορφή]] [[κρήμνημι]], του οποίου το -<i>η</i>- οφείλεται σε [[επίδραση]] της λ. [[κρημνός]]). Ο ενεστ. τ. [[κρέμομαι]] μεταπλάστηκε [[κατά]] τα βαρύτονα, ενώ ο τ. [[κρεμώ]] [[κατά]] τα συνηρημένα (περισπώμενα)<br />[[τέλος]], ο τ. [[κρεμάζω]] <span style="color: red;"><</span> αόρ. <i>ἐκρέμασα</i> λόγω της ταύτισης του αοριστικού τ. με εκείνον τών ρ. σε -<i>άζω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κρεμάθρα]], [[κρέμαση]], [[κρεμαστήρ]](<i>ας</i>), [[κρεμασμός]], [[κρεμαστός]], [[κρεμάστρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρεμάς]], [[κρεμασία]], [[κρέμαστρον]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κρέμασμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρεμάδα]], [[κρεμάλα]], <i>κρεμαστηριος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ανακρεμάννυμι]], [[αποκρεμάννυμι]], [[αποκρεμώ]], <i>εισκρεμάννυμι</i>, [[εκκρεμάννυμι]], [[επικρεμάννυμι]], <i>επικρεμαννύω</i>, [[κατακρεμάννυμι]], [[παρακρεμάννυμι]], [[περικρεμάννυμι]], <i>προκρεμάννύω</i>, [[προσκρεμάννυμι]], <i>υπερεκκρεμάννυμι</i>, [[υπερκρεμάννυμι]], [[υποκρεμάννυμι]]]. | ||
}} | }} |