Anonymous

μάλα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "νῡν " to "νῦν "
m (Text replacement - "γ" to "γ")
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[μάλα]])<br /><b>επίρρ.</b> <b>νεοελλ.</b> (ενάρθρως) τα [[μάλα]]<br />[[πάρα]] πολύ, σε πολύ μεγάλο βαθμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σε μεγάλο βαθμό, πολύ (α. «ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῡσα, πολύτροπον, ὃς [[μάλα]] πολλὰ πλάγχθη», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «μάλ' εὖ ἄμουσοι», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «θώματα δὲ γῆ ἡ Λυδίη ἐς συγγραφὴν οὐ [[μάλα]] ἔχει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> πολλές φορές χρησιμοποιείται για [[επίταση]] ισχυρισμού ο [[οποίος]] εκφράζεται από μια [[πρόταση]] («Γλαῡκε πέπον, πολεμιστὰ μετ' ἀνδράσι, νῡν σε [[μάλα]] χρὴ αἰχμητήν τ' ἔμεναι καὶ θαρσαλέον πολεμιστήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> στην [[αρχή]] πρότασης χρησιμοποιείται και ως βεβαιωτικό για να δώσει [[έμφαση]] («ἦ [[μάλα]] δή τινα [[Κύπρις]] Ἀχαιϊάδων ἀνιεῑσα Τρωσὶν ἅμ' ἑσπέσθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μάλα]] γε» ή «[[μάλα]] τοι» ή «καὶ [[μάλα]]» ή «καὶ [[μάλα]] γε» ή «καὶ [[μάλα]] δή» — βεβαίως, [[μάλιστα]]<br />β) «[[μάλα]] [[πάντα]]» — όλα ανεξαιρέτως<br />γ) «[[μάλα]] [[μόλις]]» — [[μόλις]] και [[μετά]] βίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[μάλα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δίχα]], [[κρύφα]], [[λάθρα]]) ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>ml</i>- της ΙΕ ρίζας <i>mel</i>- «[[μεγάλος]], [[δυνατός]], [[πολύς]], [[ωραίος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>multus</i> «[[πολύς]]», λεττον. <i>milus</i> «πολύ»). Ο [[συγκριτικός]] [[βαθμός]] του επιρρ., [[μᾶλλον]], σχηματισμένος όπως το συγκριτικό του επιρρ. [[τάχα]], <i>θᾱσσον</i>, εμφανίζει μακρό -<i>ᾱ</i>- [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ᾰ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>melius</i>, [[συγκριτικός]] του επιθ. <i>bonus</i> «[[ωραίος]]»). Ο τ. συνδέεται πιθ. με το επίθ. [[μαλερός]] «[[ορμητικός]], [[βίαιος]]»].
|mltxt=(Α [[μάλα]])<br /><b>επίρρ.</b> <b>νεοελλ.</b> (ενάρθρως) τα [[μάλα]]<br />[[πάρα]] πολύ, σε πολύ μεγάλο βαθμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σε μεγάλο βαθμό, πολύ (α. «ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῡσα, πολύτροπον, ὃς [[μάλα]] πολλὰ πλάγχθη», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «μάλ' εὖ ἄμουσοι», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «θώματα δὲ γῆ ἡ Λυδίη ἐς συγγραφὴν οὐ [[μάλα]] ἔχει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> πολλές φορές χρησιμοποιείται για [[επίταση]] ισχυρισμού ο [[οποίος]] εκφράζεται από μια [[πρόταση]] («Γλαῡκε πέπον, πολεμιστὰ μετ' ἀνδράσι, νῦν σε [[μάλα]] χρὴ αἰχμητήν τ' ἔμεναι καὶ θαρσαλέον πολεμιστήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> στην [[αρχή]] πρότασης χρησιμοποιείται και ως βεβαιωτικό για να δώσει [[έμφαση]] («ἦ [[μάλα]] δή τινα [[Κύπρις]] Ἀχαιϊάδων ἀνιεῑσα Τρωσὶν ἅμ' ἑσπέσθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μάλα]] γε» ή «[[μάλα]] τοι» ή «καὶ [[μάλα]]» ή «καὶ [[μάλα]] γε» ή «καὶ [[μάλα]] δή» — βεβαίως, [[μάλιστα]]<br />β) «[[μάλα]] [[πάντα]]» — όλα ανεξαιρέτως<br />γ) «[[μάλα]] [[μόλις]]» — [[μόλις]] και [[μετά]] βίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[μάλα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δίχα]], [[κρύφα]], [[λάθρα]]) ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>ml</i>- της ΙΕ ρίζας <i>mel</i>- «[[μεγάλος]], [[δυνατός]], [[πολύς]], [[ωραίος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>multus</i> «[[πολύς]]», λεττον. <i>milus</i> «πολύ»). Ο [[συγκριτικός]] [[βαθμός]] του επιρρ., [[μᾶλλον]], σχηματισμένος όπως το συγκριτικό του επιρρ. [[τάχα]], <i>θᾱσσον</i>, εμφανίζει μακρό -<i>ᾱ</i>- [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ᾰ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>melius</i>, [[συγκριτικός]] του επιθ. <i>bonus</i> «[[ωραίος]]»). Ο τ. συνδέεται πιθ. με το επίθ. [[μαλερός]] «[[ορμητικός]], [[βίαιος]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm