Anonymous

λατρεία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[λατρεία]]) [[λατρεύω]]<br />η [[μεγάλη]] [[αγάπη]] και [[αφοσίωση]] στον θεό και η τυπική [[έκφραση]] του συναισθήματος [[αυτού]], η [[θεία]] [[λατρεία]], η [[ευσέβεια]] [[προς]] τον θεό που εκδηλώνεται με λόγους ή πράξεις («καταφυγοῡσα πρὸς θεῶν εὐχάς τε καὶ λατρείας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[αγάπη]], [[σχεδόν]] θρησκευτική [[αφοσίωση]] [[προς]] ένα [[πρόσωπο]] («έχει [[λατρεία]] στη [[γυναίκα]] του»)<br /><b>2.</b> σφοδρό ερωτικό [[πάθος]], ερωτική [[λατρεία]]<br /><b>3.</b> [[προσφώνηση]] στο [[πρόσωπο]] που αγαπάται πολύ<br /><b>4.</b> το [[σύνολο]] τών θρησκευτικών θεσμών μιας κοινωνίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κατάσταση]] του μισθωτού, η έμμισθη [[υπηρεσία]] ή [[εργασία]] («ἐπίπονον ἔχοι θανὼν λατρείαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> η [[ασχολία]] με τη ζωή και τα σχετικά με αυτήν καθήκοντα («οὐκ εὐδαιμονίζειν μᾱλλον προσήκει τοὺς ἀπολυθέντας τῆς ἐν αὐτῷ λατρείας», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=η (AM [[λατρεία]]) [[λατρεύω]]<br />η [[μεγάλη]] [[αγάπη]] και [[αφοσίωση]] στον θεό και η τυπική [[έκφραση]] του συναισθήματος [[αυτού]], η [[θεία]] [[λατρεία]], η [[ευσέβεια]] [[προς]] τον θεό που εκδηλώνεται με λόγους ή πράξεις («καταφυγοῡσα πρὸς θεῶν εὐχάς τε καὶ λατρείας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[αγάπη]], [[σχεδόν]] θρησκευτική [[αφοσίωση]] [[προς]] ένα [[πρόσωπο]] («έχει [[λατρεία]] στη [[γυναίκα]] του»)<br /><b>2.</b> σφοδρό ερωτικό [[πάθος]], ερωτική [[λατρεία]]<br /><b>3.</b> [[προσφώνηση]] στο [[πρόσωπο]] που αγαπάται πολύ<br /><b>4.</b> το [[σύνολο]] τών θρησκευτικών θεσμών μιας κοινωνίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κατάσταση]] του μισθωτού, η έμμισθη [[υπηρεσία]] ή [[εργασία]] («ἐπίπονον ἔχοι θανὼν λατρείαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> η [[ασχολία]] με τη ζωή και τα σχετικά με αυτήν καθήκοντα («οὐκ εὐδαιμονίζειν μᾶλλον προσήκει τοὺς ἀπολυθέντας τῆς ἐν αὐτῷ λατρείας», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm