Anonymous

υπέρβαση: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον"
(43)
 
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, / [[ὑπέρβασις]], -άσεως, ΝΜΑ [[υπερβαίνω]]<br /><b>1.</b> [[πέρασμα]], [[διάβαση]] [[πάνω]] από [[κάτι]] (α. «[[υπέρβαση]] όρους» β. «τέτταρας δὲ ὑπερβάσεις ὀνομάζει μόνον», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[πράξη]] [[πέρα]], έξω από τα κανονικά ή επιτρεπόμενα όρια (α. «[[υπέρβαση]] δαπανών»)<br />β) [[ξεπέρασμα]], [[προσπέρασμα]], [[τοποθέτηση]] [[πάνω]] και [[πέρα]] από ορισμένες καταστάσεις (α. «[[υπέρβαση]] τών αντιθέσεων» β. «[[υπέρβαση]] τών παλαιών πολιτικών σχημάτων και θεσμών» γ. «εἰδωλοποιῶν... τι τῶν μὴ ὄντων εἰς ὑπέρβασιν, μᾱλλον δὲ ἔκβασιν γνώσεως», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> [[παράβαση]] τών ορίων επιτρεπτής ή επιβαλλόμενης από τον νόμο δράσης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υπέρβαση]] αμύνης»<br /><b>(νομ.)</b> υπερακοντιση τών αναγκαίων και ικανών μέσων που χρησιμοποιεί [[κανείς]] για [[υπεράσπιση]] του [[εαυτού]] του ή άλλου από άδικη και παρούσα [[επίθεση]]<br />β) «[[υπέρβαση]] δικαιοδοσίας» ή «[[υπέρβαση]] αρμοδιότητας» ή «[[υπέρβαση]] εξουσίας» ή «[[υπέρβαση]] καθηκόντων»<br /><b>(νομ.)</b> [[υπέρβαση]] δικαιοδοτικής εξουσίας του δικαστηρίου, λ.χ. [[κρίση]] διοικητικής υπόθεσης από πολιτικό δικαστήριο<br />γ) «[[υπέρβαση]] πειθαρχικής εξουσίας»<br />(νομ.-στρ.) [[επιβολή]] ποινών που δεν προβλέπονται από τους νόμους και τους στρατιωτικούς κανονισμούς<br />δ) «καθ' ὑπέρβασιν»<br />(λόγ. τ.) με [[υπερβολή]], με [[πέρα]] από τα επιτρεπτά ή τα καθορισμένα όρια [[ενέργεια]]<br /><b>μσν.</b><br />(σχετικά με [[παρένθεση]]) [[παράλειψη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ως [[απόδοση]] της λ. [[πάσχα]]) [[προσπέρασμα]] («[[ὑπέρβασις]] μὲν γὰρ ἐστι... τὸ [[πάσχα]], ὅτι ὑπερέβη τοὺς Ἑβραίων οἴκους ὁ τὰ πρωτότοκα παίδων [[ὀλοθρευτής]]», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πέρασμα]] [[μέσα]] από έρημο<br /><b>3.</b> [[μετακίνηση]] εξαρθρωμένου οστού [[πάνω]] από [[άλλο]]<br /><b>4.</b> [[υπερπήδηση]]<br /><b>5.</b> [[προστασία]], [[υπεράσπιση]]<br /><b>6.</b> [[μετάθεση]], [[μετατόπιση]]<br /><b>7.</b> (για [[πλοίο]]) [[ὑπερβίβασις]], [[πέρασμα]] [[πάνω]] από ισθμό<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «καθ' ὑπέρβασιν» — [[τοποθέτηση]] επιδέσμων σε [[σχήμα]] πτερυγίων.
|mltxt=η, / [[ὑπέρβασις]], -άσεως, ΝΜΑ [[υπερβαίνω]]<br /><b>1.</b> [[πέρασμα]], [[διάβαση]] [[πάνω]] από [[κάτι]] (α. «[[υπέρβαση]] όρους» β. «τέτταρας δὲ ὑπερβάσεις ὀνομάζει μόνον», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[πράξη]] [[πέρα]], έξω από τα κανονικά ή επιτρεπόμενα όρια (α. «[[υπέρβαση]] δαπανών»)<br />β) [[ξεπέρασμα]], [[προσπέρασμα]], [[τοποθέτηση]] [[πάνω]] και [[πέρα]] από ορισμένες καταστάσεις (α. «[[υπέρβαση]] τών αντιθέσεων» β. «[[υπέρβαση]] τών παλαιών πολιτικών σχημάτων και θεσμών» γ. «εἰδωλοποιῶν... τι τῶν μὴ ὄντων εἰς ὑπέρβασιν, μᾶλλον δὲ ἔκβασιν γνώσεως», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> [[παράβαση]] τών ορίων επιτρεπτής ή επιβαλλόμενης από τον νόμο δράσης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υπέρβαση]] αμύνης»<br /><b>(νομ.)</b> υπερακοντιση τών αναγκαίων και ικανών μέσων που χρησιμοποιεί [[κανείς]] για [[υπεράσπιση]] του [[εαυτού]] του ή άλλου από άδικη και παρούσα [[επίθεση]]<br />β) «[[υπέρβαση]] δικαιοδοσίας» ή «[[υπέρβαση]] αρμοδιότητας» ή «[[υπέρβαση]] εξουσίας» ή «[[υπέρβαση]] καθηκόντων»<br /><b>(νομ.)</b> [[υπέρβαση]] δικαιοδοτικής εξουσίας του δικαστηρίου, λ.χ. [[κρίση]] διοικητικής υπόθεσης από πολιτικό δικαστήριο<br />γ) «[[υπέρβαση]] πειθαρχικής εξουσίας»<br />(νομ.-στρ.) [[επιβολή]] ποινών που δεν προβλέπονται από τους νόμους και τους στρατιωτικούς κανονισμούς<br />δ) «καθ' ὑπέρβασιν»<br />(λόγ. τ.) με [[υπερβολή]], με [[πέρα]] από τα επιτρεπτά ή τα καθορισμένα όρια [[ενέργεια]]<br /><b>μσν.</b><br />(σχετικά με [[παρένθεση]]) [[παράλειψη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(ως [[απόδοση]] της λ. [[πάσχα]]) [[προσπέρασμα]] («[[ὑπέρβασις]] μὲν γὰρ ἐστι... τὸ [[πάσχα]], ὅτι ὑπερέβη τοὺς Ἑβραίων οἴκους ὁ τὰ πρωτότοκα παίδων [[ὀλοθρευτής]]», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πέρασμα]] [[μέσα]] από έρημο<br /><b>3.</b> [[μετακίνηση]] εξαρθρωμένου οστού [[πάνω]] από [[άλλο]]<br /><b>4.</b> [[υπερπήδηση]]<br /><b>5.</b> [[προστασία]], [[υπεράσπιση]]<br /><b>6.</b> [[μετάθεση]], [[μετατόπιση]]<br /><b>7.</b> (για [[πλοίο]]) [[ὑπερβίβασις]], [[πέρασμα]] [[πάνω]] από ισθμό<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «καθ' ὑπέρβασιν» — [[τοποθέτηση]] επιδέσμων σε [[σχήμα]] πτερυγίων.
}}
}}