Anonymous

λίνο: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡν" to "οῦν "
(23)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[λίνον]])<br /><b>1.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[λινίδες]]<br /><b>2.</b> το πιο σημαντικό [[είδος]] [[αυτού]] του φυτού, το [[λινάρι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κλωστή]] από [[λινάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[πράγμα]] κατασκευασμένο από ίνες του φυτού [[αυτού]], όπως: α) [[σχοινί]]<br />β) αλιευτική [[ορμιά]] («ἰχθὺν ἐκ πόντοιο [[θύραζε]] λίνῳ καὶ ἤνοπι χαλκῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) αλιευτικό ή θηρευτικό [[δίχτυ]] («λίνα κατεσκεύαζον... τὰς θήρας τῶν ὀρτύγων ἐποιοῡντο», <b>Διόδ.</b>)<br />δ) λινό ύφασμα («[[λίνον]] τε [[νηός]]». <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />ε) λινό [[ένδυμα]] («ἐνδεδυμένοι [[λίνον]] καθαρὸν λαμπρόν», ΚΔ)<br />στ) ύφασμα ιστίου, [[καραβόπανο]] («ἀσκώματα καὶ λίνα καὶ πίτταν διαπέμπων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[κλωστή]] που κλώθεται στην [[ηλακάτη]], τη [[ρόκα]]<br /><b>3.</b> η [[κλωστή]] της τύχης την οποία κλώθουν οι Μοίρες («τά γε μὰν λίνα [[πάντα]] λελοίπει ἐκ Μοιρᾱν», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> το [[φυτό]] [[θυμελαία]]<br /><b>5.</b> το [[φυτό]] [[χρυσόγονον]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λίνον]] [[πύρινον]]» — [[είδος]] άγνωστου φυτού<br />β) «[[λίνον]] ἀπὸ τῶν δένδρων» — το [[βαμβάκι]]<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «[[λίνον]] λίνω συνάπτειν» — το να συνάπτει [[κάποιος]] ομοιογενή πράγματα, το να πραγματεύεται για όμοια πράγματα («οὐ [[λίνον]] λίνῳ συνάπτει» — δεν πραγματεύεται [[περί]] ομοίων πραγμάτων, <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λίνον]] ανάγεται πιθ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>li</i>-<i>no</i>-πιθ. «[[λινάρι]]» και συνδέεται με λιθουαν. <i>linai</i> «[[λινάρι]]», αρχ. σλαβ. <i>linu</i>, ρωσ. <i>len</i>, γεν. <i>lina</i> (όλοι οι τ. με βραχύ -<i>ι</i>-), [[καθώς]] και με λατ. <i>linum</i> (με μακρό -<i>ι</i>-, από όπου τα ιρλδ. <i>l</i><i>ī</i><i>n</i> «μικρό [[νήμα]], [[δίχτυ]]», γοτθ. <i>lein</i>, αλβ. <i>li</i>-<i>ri</i>, <i>lini</i> «[[λινάρι]]»). Είναι πιθ. οι τ. [[λίνον]] και <i>linum</i> να προήλθαν από λ. μεσογειακής γλώσσας και να αποτέλεσαν τη [[βάση]] για τον σχηματισμό τών αντίστοιχων ονομάτων στις άλλες γλώσσες, όταν εξαπλώθηκε η [[χρήση]] του λιναριού στη βόρεια και ανατολική [[Ευρώπη]]. Ο τ. [[λίνον]], [[τέλος]], απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>ri</i>-<i>no</i><br />απαντά [[επίσης]] και το παρ. <i>ri</i>-<i>ne</i>-<i>ja</i> = <i>λίνειαι</i> «γυναίκες που κατεργάζονται το [[λινάρι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λινάρι]](-<i>ον</i>), [[λινούς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιναίος]], [[λίνειος]], [[λινεύω]], [[λινίδιον]], [[λινικός]], [[λίνινος]], [[λινούδιον]] <b>μσν.</b> [[λινίσκος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λινός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λινέλαιο]], [[λινόδετος]], [[λινοειδής]], [[λινόζωστος]], [[λινοκαλάμι]](-<i>η</i>), [[λινουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιναγερτουμένη]], [[λιναγρέτης]], [[λινάρμενον]], [[λινέμπορος]], [[λινεργής]], [[λινεψός]], [[λινογενής]], [[λινόδεσμος]], [[λινόδρυς]], [[λινοερκής]], [[λινόζευκτος]], [[λινόζωστις]], [[λινοθήρας]], [[λινοθώραξ]], [[λινοκάρυκες]], [[λινόκλωστος]], [[λινόκοκκος]], <i>λινοκριθής</i>, [[λινόκροκος]], [[λινοξός]], [[λινόπεπλος]], [[λινόπλεκτος]], [[λινόπληκτος]], [[λινοπλόκος]], [[λινοπλύνας]], [[λινοπλυτής]], [[λινοποιός]], [[λινοπόρος]], [[λινόπτερος]], [[λινοπτέρυξ]], [[λινόπτης]], [[λινόπυρος]], [[λινοπώλης]], [[λινορραφής]], [[λινόσαρκος]], [[λινόσπαρτον]], [[λινοσπέρμινος]], [[λινοστατώ]], [[λινόστημα]], [[λινόστολος]], [[λινόστροφος]], <i>λινοτειχώ</i>, [[λινοτόμος]], [[λινουλκός]], [[λινοϋφής]], [[λινούχος]], [[λινοφακός]], [[λινοφθόρος]], [[λινοφόρος]], [[λινοχίτων]], [[λινόχλαινος]], [[λινόχορτος]], [[λινυφάντης]], [[λίνυφος]], [[λινωνία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λινόσπερμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λινοπράσινος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λινοβάμβακος]], [[λινόσπορος]] <b>νεοελλ.</b> [[λινάλευρο]], [[λινογραφία]], [[λινόξυλα]], [[λινοτύπης]], [[λινόφαντος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αινόλινος]], [[ακρόλινος]], [[εννεάλινος]], [[εύλινος]], [[λευκόλινον]], [[μονόλινον]], [[χρυσόλινον]], [[ωμόλινος]]].
|mltxt=το (AM [[λίνον]])<br /><b>1.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[λινίδες]]<br /><b>2.</b> το πιο σημαντικό [[είδος]] [[αυτού]] του φυτού, το [[λινάρι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κλωστή]] από [[λινάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[πράγμα]] κατασκευασμένο από ίνες του φυτού [[αυτού]], όπως: α) [[σχοινί]]<br />β) αλιευτική [[ορμιά]] («ἰχθὺν ἐκ πόντοιο [[θύραζε]] λίνῳ καὶ ἤνοπι χαλκῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) αλιευτικό ή θηρευτικό [[δίχτυ]] («λίνα κατεσκεύαζον... τὰς θήρας τῶν ὀρτύγων ἐποιοῦν
το», <b>Διόδ.</b>)<br />δ) λινό ύφασμα («[[λίνον]] τε [[νηός]]». <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />ε) λινό [[ένδυμα]] («ἐνδεδυμένοι [[λίνον]] καθαρὸν λαμπρόν», ΚΔ)<br />στ) ύφασμα ιστίου, [[καραβόπανο]] («ἀσκώματα καὶ λίνα καὶ πίτταν διαπέμπων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[κλωστή]] που κλώθεται στην [[ηλακάτη]], τη [[ρόκα]]<br /><b>3.</b> η [[κλωστή]] της τύχης την οποία κλώθουν οι Μοίρες («τά γε μὰν λίνα [[πάντα]] λελοίπει ἐκ Μοιρᾱν», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> το [[φυτό]] [[θυμελαία]]<br /><b>5.</b> το [[φυτό]] [[χρυσόγονον]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[λίνον]] [[πύρινον]]» — [[είδος]] άγνωστου φυτού<br />β) «[[λίνον]] ἀπὸ τῶν δένδρων» — το [[βαμβάκι]]<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «[[λίνον]] λίνω συνάπτειν» — το να συνάπτει [[κάποιος]] ομοιογενή πράγματα, το να πραγματεύεται για όμοια πράγματα («οὐ [[λίνον]] λίνῳ συνάπτει» — δεν πραγματεύεται [[περί]] ομοίων πραγμάτων, <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λίνον]] ανάγεται πιθ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>li</i>-<i>no</i>-πιθ. «[[λινάρι]]» και συνδέεται με λιθουαν. <i>linai</i> «[[λινάρι]]», αρχ. σλαβ. <i>linu</i>, ρωσ. <i>len</i>, γεν. <i>lina</i> (όλοι οι τ. με βραχύ -<i>ι</i>-), [[καθώς]] και με λατ. <i>linum</i> (με μακρό -<i>ι</i>-, από όπου τα ιρλδ. <i>l</i><i>ī</i><i>n</i> «μικρό [[νήμα]], [[δίχτυ]]», γοτθ. <i>lein</i>, αλβ. <i>li</i>-<i>ri</i>, <i>lini</i> «[[λινάρι]]»). Είναι πιθ. οι τ. [[λίνον]] και <i>linum</i> να προήλθαν από λ. μεσογειακής γλώσσας και να αποτέλεσαν τη [[βάση]] για τον σχηματισμό τών αντίστοιχων ονομάτων στις άλλες γλώσσες, όταν εξαπλώθηκε η [[χρήση]] του λιναριού στη βόρεια και ανατολική [[Ευρώπη]]. Ο τ. [[λίνον]], [[τέλος]], απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>ri</i>-<i>no</i><br />απαντά [[επίσης]] και το παρ. <i>ri</i>-<i>ne</i>-<i>ja</i> = <i>λίνειαι</i> «γυναίκες που κατεργάζονται το [[λινάρι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λινάρι]](-<i>ον</i>), [[λινούς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιναίος]], [[λίνειος]], [[λινεύω]], [[λινίδιον]], [[λινικός]], [[λίνινος]], [[λινούδιον]] <b>μσν.</b> [[λινίσκος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λινός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λινέλαιο]], [[λινόδετος]], [[λινοειδής]], [[λινόζωστος]], [[λινοκαλάμι]](-<i>η</i>), [[λινουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιναγερτουμένη]], [[λιναγρέτης]], [[λινάρμενον]], [[λινέμπορος]], [[λινεργής]], [[λινεψός]], [[λινογενής]], [[λινόδεσμος]], [[λινόδρυς]], [[λινοερκής]], [[λινόζευκτος]], [[λινόζωστις]], [[λινοθήρας]], [[λινοθώραξ]], [[λινοκάρυκες]], [[λινόκλωστος]], [[λινόκοκκος]], <i>λινοκριθής</i>, [[λινόκροκος]], [[λινοξός]], [[λινόπεπλος]], [[λινόπλεκτος]], [[λινόπληκτος]], [[λινοπλόκος]], [[λινοπλύνας]], [[λινοπλυτής]], [[λινοποιός]], [[λινοπόρος]], [[λινόπτερος]], [[λινοπτέρυξ]], [[λινόπτης]], [[λινόπυρος]], [[λινοπώλης]], [[λινορραφής]], [[λινόσαρκος]], [[λινόσπαρτον]], [[λινοσπέρμινος]], [[λινοστατώ]], [[λινόστημα]], [[λινόστολος]], [[λινόστροφος]], <i>λινοτειχώ</i>, [[λινοτόμος]], [[λινουλκός]], [[λινοϋφής]], [[λινούχος]], [[λινοφακός]], [[λινοφθόρος]], [[λινοφόρος]], [[λινοχίτων]], [[λινόχλαινος]], [[λινόχορτος]], [[λινυφάντης]], [[λίνυφος]], [[λινωνία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λινόσπερμα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λινοπράσινος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λινοβάμβακος]], [[λινόσπορος]] <b>νεοελλ.</b> [[λινάλευρο]], [[λινογραφία]], [[λινόξυλα]], [[λινοτύπης]], [[λινόφαντος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αινόλινος]], [[ακρόλινος]], [[εννεάλινος]], [[εύλινος]], [[λευκόλινον]], [[μονόλινον]], [[χρυσόλινον]], [[ωμόλινος]]].
}}
}}