Anonymous

κράνος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡν" to "οῦν "
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (AM [[κράνος]])<br />στρογγυλό προστατευτικό [[κάλυμμα]] του κεφαλιού κατασκευασμένο από [[μέταλλο]] ή [[άλλο]] ανθεκτικό υλικό (α. «[[κράνος]] μοτοσυκλετιστή» β. «[[κράνος]] πυροσβέστη» γ. «θώρακα ἐποιήσατο και χρυσοῡν [[κράνος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ελαφρό [[καπέλο]] από φελό και ύφασμα που χρησιμοποιείται στις θερμές χώρες<br /><b>2.</b> το ορειχάλκινο [[επικάλυμμα]] της πυξιδοθήκης<br /><b>3.</b> <b>(ψυχιατρ.)</b> «νευρασθενικό [[κράνος]]» — το [[αίσθημα]] περίσφιγξης της κεφαλής, που αποτελεί ένα από τα συμπτώματα νευρασθένειας<br /><b>4.</b> <b>ζωολ.</b> [[ζυγό]] και ανεξάρτητο [[τμήμα]] της μασητικής συσκευής τών εντόμων, αλλ. [[γαλέα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]]<br /><b>2.</b> [[κριός]] στην [[πρώρα]] πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στην παρεκτεταμένη [[μορφή]] <i>kr</i>-<i>n</i>- της συνεσταλμένης βαθμίδας της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>-<i>ә</i>- τών [[κάρα]], [[κέρας]], όπως ακριβώς το λατ. <i>cornu</i> «[[κέρας]]». Αβάσιμες θεωρούνται οι συνδέσεις με τα [[κάρυον]], [[κραναός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[κρανικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κρανοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρανοποιία]], [[κρανοποιώ]], [[κρανουργία]], [[κρανουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρανοειδής]], [[κρανοφόρος]]].<br /><b>(II)</b><br />[[κράνος]], ἡ (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το [[κράνο]].<br /><b>αρχ.</b><br />[[ράβδος]] από [[ξύλο]] κρανιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[κράνον]] [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ος</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (AM [[κράνος]])<br />στρογγυλό προστατευτικό [[κάλυμμα]] του κεφαλιού κατασκευασμένο από [[μέταλλο]] ή [[άλλο]] ανθεκτικό υλικό (α. «[[κράνος]] μοτοσυκλετιστή» β. «[[κράνος]] πυροσβέστη» γ. «θώρακα ἐποιήσατο και χρυσοῦν
[[κράνος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ελαφρό [[καπέλο]] από φελό και ύφασμα που χρησιμοποιείται στις θερμές χώρες<br /><b>2.</b> το ορειχάλκινο [[επικάλυμμα]] της πυξιδοθήκης<br /><b>3.</b> <b>(ψυχιατρ.)</b> «νευρασθενικό [[κράνος]]» — το [[αίσθημα]] περίσφιγξης της κεφαλής, που αποτελεί ένα από τα συμπτώματα νευρασθένειας<br /><b>4.</b> <b>ζωολ.</b> [[ζυγό]] και ανεξάρτητο [[τμήμα]] της μασητικής συσκευής τών εντόμων, αλλ. [[γαλέα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]]<br /><b>2.</b> [[κριός]] στην [[πρώρα]] πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στην παρεκτεταμένη [[μορφή]] <i>kr</i>-<i>n</i>- της συνεσταλμένης βαθμίδας της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>-<i>ә</i>- τών [[κάρα]], [[κέρας]], όπως ακριβώς το λατ. <i>cornu</i> «[[κέρας]]». Αβάσιμες θεωρούνται οι συνδέσεις με τα [[κάρυον]], [[κραναός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[κρανικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κρανοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρανοποιία]], [[κρανοποιώ]], [[κρανουργία]], [[κρανουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρανοειδής]], [[κρανοφόρος]]].<br /><b>(II)</b><br />[[κράνος]], ἡ (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το [[κράνο]].<br /><b>αρχ.</b><br />[[ράβδος]] από [[ξύλο]] κρανιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[κράνον]] [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm