3,270,682
edits
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. , )") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ά, -ούν / | |mltxt=-ά, -ούν / σιδηροῦς, -ᾶ, -οῦν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. [[σιδήρειος]] Μ, και δωρ. τ. [[σιδάρεος]], -α, -ον, και ποιητ. τ. [[σιδηρήεις]], -εσσα, -εν, και ιων. και επικ. τ. [[σιδήρεος]], -α, -ον, και [[σιδήρειος]], -είη, -ον, Α<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από σίδηρο ή από χάλυβα, [[σιδερένιος]] (α. «σιδηρούν [[στέμμα]]» β. «σιδηρέῳ ἄξονι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για έμψυχα και άψυχα) [[ισχυρός]], [[σκληρός]], [[γενναίος]] ή και [[άκαμπτος]], [[ακαταπόνητος]], όπως ο [[σίδηρος]] (α. «[[σιδηρούς]] [[κυβερνήτης]]» β. «σιδηρά [[κυρία]]» γ. «πυρὸς [[μένος]] σιδήρεον» — η ακατάσχετη [[ορμή]] της φωτιάς, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />δ. «[[κραδίη]]... σιδερέη», <b>Ομ. Οδ.</b><br />ε. «σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σιδηρές κατασκευές»<br /><b>τεχνολ.</b> δομικά έργα με σιδερένιο ή, ορθότερα, με χαλύβδινο φέροντα οργανισμό, εφαρμογές τών οποίων απαντούν στη [[γεφυροποιία]], την οικοδομική, [[κυρίως]] σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις, εργοστάσια, υπόστεγα αεροδρομίων, αποθήκες κ.ά., και στα υδραυλικά έργα<br />β) «σιδηρούν [[κάλυμμα]]»<br /><b>γεωλ.</b> [[γεωλογικός]] [[σχηματισμός]] που αποτελείται από διάφορα σκωριόχρωμα ορυκτά οξείδια, [[συνήθως]] λειμωνίτη, τα οποία καλύπτουν ένα μεταλλοφόρο [[κοίτασμα]] και μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως ενδείξεις για την ύπαρξη υποεπιφανειακών μεταλλοφόρων κοιτασμάτων, αλλ. γκόσαν ή γκόζαν<br />γ) «σιδηρά [[οδός]]» — η σιδηροδρομική [[γραμμή]]<br />δ) «σιδηρούν [[απόθεμα]]»<br /><b>(οικον.)</b> η ελάχιστη [[ποσότητα]] περιουσιακών αποθεμάτων, λ.χ. πρώτων υλών, εμπορευμάτων κ.ά. στοιχείων, τα οποία [[είναι]] απαραίτητα για τη [[συνέχιση]] της κανονικής λειτουργίας μιας οικονομικής μονάδας<br />ε) «σιδηρούν [[παραπέτασμα]]» — όρος που χρησιμοποιήθηκε [[κατά]] την περίοδο του ψυχρού πολέμου προκειμένου να δηλωθεί το πολιτικό, στρατιωτικό και ιδεολογικό [[φράγμα]] που χώριζε την Σοβιετική Ένωση και, γενικότερα, τον ανατολικό σοσιαλιστικό κόσμο της Ευρώπης από την υπόλοιπη ήπειρο<br />στ) «Σιδηρά Φρουρά» — φασιστική ναζιστική [[οργάνωση]] στην [[πριν]] από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο Ρουμανία<br />ζ) «Σιδηρές Πύλες»<br /><b>γεωγρ.</b> [[φαράγγι]] του Δούναβη, το οποίο χωρίζει τα Καρπάθια από τα όρη του Αίμου, αποτελεί [[τμήμα]] της συνοριακής γραμμής Ρουμανίας - Σερβίας, έχει [[μήκος]] 3 χιλιόμετρα, [[πλάτος]] 162 [[μέτρα]] και κατακόρυφα τοιχώματα διά μέσου τών οποίων ρέει ο Δούναβης, δημιουργώντας ένα από τα πιο εντυπωσιακά τοπία της Ευρώπης<br />η) «[[σιδηρούς]] [[σταυρός]]» — στρατιωτικό [[παράσημο]] που θεσπίστηκε το 1813 από τον Φρειδερίκο Γουλιέλμο Γ' της Πρωσίας, χρησιμοποιήθηκε [[κατά]] τον Γαλλο-Πρωσικό Πόλεμο του 1870 και [[κατά]] τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και επανήλθε σε ισχύ από τον Χίτλερ την 1η Σεπτεμβρίου 1939, [[ημέρα]] εισβολής τών γερμανικών στρατευμάτων στην Πολωνία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το αρσ. πληθ. του τ. [[σιδάρεος]] ως ουσ.) <i>οἱ σιδάρεοι</i><br />σιδερένιο [[νόμισμα]] του Βυζαντίου, πόλης της ΝΑ Θράκης στον Βόσπορο, την οποία ίδρυσε ο Βύζας το 657 π.Χ.<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σιδήρειος]] [[ὀρυμαγδός]]» — ο [[κρότος]] τών σιδερένιων όπλων<br />β) «[[σιδήρεος]] [[οὐρανός]]» — το [[ουράνιο]] [[στερέωμα]], το οποίο [[κατά]] την αρχαία [[παράδοση]] ήταν μεταλλικό<br />γ) «σιδήρεον [[γένος]]»<br />(στον <b>Ησίοδ.</b>) η τελευταία [[γενιά]] και η χειρότερη από όλες<br />δ) «χεὶρ σιδηρᾱ» — [[εργαλείο]] με [[σχήμα]] χεριού, κατάλληλο για την [[αρπαγή]] και [[συγκράτηση]] αντικειμένων, [[αρπάγη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίδηρος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εος</i> / -<i>ειος</i> ([[πρβλ]]. [[πορφύρεος]], [[χρύσεος]]). Ο τ. [[σιδηροῦς]] <span style="color: red;"><</span> [[σιδήρεος]] με [[συναίρεση]] (<b>πρβλ.</b> [[κυανοῦς]]: [[κυάνεος]])]. | ||
, ΝΜΑ, και τ. θηλ. [[σιδήρειος]] Μ, και δωρ. τ. [[σιδάρεος]], -α, -ον, και ποιητ. τ. [[σιδηρήεις]], -εσσα, -εν, και ιων. και επικ. τ. [[σιδήρεος]], -α, -ον, και [[σιδήρειος]], -είη, -ον, Α<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από σίδηρο ή από χάλυβα, [[σιδερένιος]] (α. «σιδηρούν [[στέμμα]]» β. «σιδηρέῳ ἄξονι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για έμψυχα και άψυχα) [[ισχυρός]], [[σκληρός]], [[γενναίος]] ή και [[άκαμπτος]], [[ακαταπόνητος]], όπως ο [[σίδηρος]] (α. «[[σιδηρούς]] [[κυβερνήτης]]» β. «σιδηρά [[κυρία]]» γ. «πυρὸς [[μένος]] σιδήρεον» — η ακατάσχετη [[ορμή]] της φωτιάς, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />δ. «[[κραδίη]]... σιδερέη», <b>Ομ. Οδ.</b><br />ε. | |||
}} | }} |