Anonymous

ῥοῦς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡν" to "οῦν "
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο / ῥοῡς, ΝΜΑ, και ιων. και ποιητ. τ. [[ῥόος]] και κυπρ. τ. ῥόFος, Α<br /><b>1.</b> η ροή, η [[κίνηση]], το [[ρεύμα]] του νερού (α. «ο [[ρους]] του Αράχθου», β. «Βόσπορον [[ῥόον]] θεοῡ», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «ἱερὸν [[ῥόον]] Ἀλφειοῑο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φορά]], [[κατεύθυνση]], [[πορεία]] (α. «ο [[ρους]] της ιστορίας» β. «παιδείαν... φερομένην κατὰ ῥοῡν, ᾗ ἄν [[οὗτος]] φέρῃ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κατὰ [[ῥόον]]» ή «κατὰ ῥοῡν»<br />i) [[κατά]] την [[κατεύθυνση]] του ρεύματος, όπως [[πάει]] το [[ρεύμα]] («[[εἰκῇ]] κατὰ ῥοῡν πλέοντας», Φιλόδ.<br />ii) [[γρήγορα]], απότομα («τὰ πράγματα κατὰ [[ῥόον]] ἐφέρετο [[ὥσπερ]] ἐν κατακλυσμῷ», Κωνστάντιος)<br />iii) σύμφωνα με... («ἔστ' ἄν ἴοι κατὰ ῥοῡν τὰ πνευματικὰ καὶ τῆς ἀληθείας οἱ χαρα κτῆρες... ἐκφαίνοιντο», Κύριλλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> θαλάσσιο [[ρεύμα]] («ἐξενεχθέντων ὑπό τε τοῦ ῥοῡ καὶ τοῦ ἀνέμου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ρεύμα]] ανέμου<br /><b>3.</b> [[ρύση]], [[έκκριση]] νοσηρών υγρών από το [[σώμα]] («νενοσηκὸς δὲ τοῡτο τὸ [[αἷμα]] καλεῑται ῥοῡς», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥοF</i>- του <i>ῥέω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i>].<br /><b>(II)</b><br />ο / ῥοῡς, ΝΜΑ<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], που ανήκει στην [[οικογένεια]] ανακαρδιίδες της τάξης [[ρουτώδη]], με 150 [[περίπου]] είδη φυλλοβόλων δένδρων, θάμνων και λιανών, από τα οποία στην [[Ελλάδα]] απαντούν αυτοφυή το [[είδος]] Rhus cotinus και το [[είδος]] Rhus coriaria, γνωστά [[σήμερα]] με τις κοινές ονομασίες [[κότινος]] ή σουμάκια, [[καθώς]] και ως [[χρυσόξυλο]] ή [[μπογιά]] το πρώτο και [[ρούδι]] το δεύτερο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[καρπός]] του φυτού [[αυτού]]<br /><b>2.</b> το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[αἶρα]] πολυετές [[φυτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το όνομα του φυτού έχει συνδεθεί με το ρ. <i>ῥέω</i> (<b>πρβλ.</b> [[ρους]] [Ι]), πιθ. λόγω του πλούσιου χυμού του].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο / ῥοῡς, ΝΜΑ, και ιων. και ποιητ. τ. [[ῥόος]] και κυπρ. τ. ῥόFος, Α<br /><b>1.</b> η ροή, η [[κίνηση]], το [[ρεύμα]] του νερού (α. «ο [[ρους]] του Αράχθου», β. «Βόσπορον [[ῥόον]] θεοῡ», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «ἱερὸν [[ῥόον]] Ἀλφειοῑο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φορά]], [[κατεύθυνση]], [[πορεία]] (α. «ο [[ρους]] της ιστορίας» β. «παιδείαν... φερομένην κατὰ ῥοῦν
, ᾗ ἄν [[οὗτος]] φέρῃ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κατὰ [[ῥόον]]» ή «κατὰ ῥοῦν
»<br />i) [[κατά]] την [[κατεύθυνση]] του ρεύματος, όπως [[πάει]] το [[ρεύμα]] («[[εἰκῇ]] κατὰ ῥοῦν
πλέοντας», Φιλόδ.<br />ii) [[γρήγορα]], απότομα («τὰ πράγματα κατὰ [[ῥόον]] ἐφέρετο [[ὥσπερ]] ἐν κατακλυσμῷ», Κωνστάντιος)<br />iii) σύμφωνα με... («ἔστ' ἄν ἴοι κατὰ ῥοῦν
τὰ πνευματικὰ καὶ τῆς ἀληθείας οἱ χαρα κτῆρες... ἐκφαίνοιντο», Κύριλλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> θαλάσσιο [[ρεύμα]] («ἐξενεχθέντων ὑπό τε τοῦ ῥοῡ καὶ τοῦ ἀνέμου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ρεύμα]] ανέμου<br /><b>3.</b> [[ρύση]], [[έκκριση]] νοσηρών υγρών από το [[σώμα]] («νενοσηκὸς δὲ τοῡτο τὸ [[αἷμα]] καλεῑται ῥοῡς», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥοF</i>- του <i>ῥέω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i>].<br /><b>(II)</b><br />ο / ῥοῡς, ΝΜΑ<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], που ανήκει στην [[οικογένεια]] ανακαρδιίδες της τάξης [[ρουτώδη]], με 150 [[περίπου]] είδη φυλλοβόλων δένδρων, θάμνων και λιανών, από τα οποία στην [[Ελλάδα]] απαντούν αυτοφυή το [[είδος]] Rhus cotinus και το [[είδος]] Rhus coriaria, γνωστά [[σήμερα]] με τις κοινές ονομασίες [[κότινος]] ή σουμάκια, [[καθώς]] και ως [[χρυσόξυλο]] ή [[μπογιά]] το πρώτο και [[ρούδι]] το δεύτερο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[καρπός]] του φυτού [[αυτού]]<br /><b>2.</b> το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[αἶρα]] πολυετές [[φυτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το όνομα του φυτού έχει συνδεθεί με το ρ. <i>ῥέω</i> (<b>πρβλ.</b> [[ρους]] [Ι]), πιθ. λόγω του πλούσιου χυμού του].
}}
}}
{{lsm
{{lsm