3,277,719
edits
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἀκρίβεια]]) [[ἀκριβής]]<br /><b>1.</b> λεπτολόγα και σχολαστική [[προσοχή]] σε πράξεις ή σε λόγους, ακροβολογία, [[πιστότητα]], [[καθαρότητα]], [[σαφήνεια]]<br /><b>2.</b> [[προσοχή]] στις λεπτομέρειες, λεπτολόγηση, [[επιμέλεια]]<br /><b>3.</b> [[οικονομία]], τσιγκουνιά<br />«απ' την [[ακρίβεια]] του απέθανε»<br />(<b>[[πρβλ]].</b>) «χαλεπῶς ἔφερε τὴν τοῦ πατρὸς ἀκρίβειαν γλίσχρως καὶ κατὰ μικρὸν αὐτῷ | |mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἀκρίβεια]]) [[ἀκριβής]]<br /><b>1.</b> λεπτολόγα και σχολαστική [[προσοχή]] σε πράξεις ή σε λόγους, ακροβολογία, [[πιστότητα]], [[καθαρότητα]], [[σαφήνεια]]<br /><b>2.</b> [[προσοχή]] στις λεπτομέρειες, λεπτολόγηση, [[επιμέλεια]]<br /><b>3.</b> [[οικονομία]], τσιγκουνιά<br />«απ' την [[ακρίβεια]] του απέθανε»<br />(<b>[[πρβλ]].</b>) «χαλεπῶς ἔφερε τὴν τοῦ πατρὸς ἀκρίβειαν γλίσχρως καὶ κατὰ μικρὸν αὐτῷ χορηγοῦν | ||
τος» (<b>Πλούτ.</b> Περ. 36)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τέλεια [[απόδοση]] οργάνων, μηχανικών μέσων ή λειτουργιών που συντελούνται με αυτά, [[τελειότητα]]<br /><b>2.</b> (για φιλοσοφήματα) η [[ιδιότητα]] [[κάθε]] γνωστικού περιεχομένου που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της λογικής<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «για την [[ακρίβεια]]», [[χάριν]] ακριβείας, για να μιλήσουμε [[καθαρά]], με [[σαφήνεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>πληθ.</b> οι λεπτομέρειες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δι' ἀκριβείας» ή «πρὸς τὴν ἀκρίβειαν» — ακριβώς, με λεπτομέρειες, με [[ορθότητα]], με [[αυστηρότητα]]<br />«[[ακρίβεια]] νόμων», η [[δικαιοσύνη]], η [[αυστηρότητα]] τών νόμων<br />«η [[ακρίβεια]] του ναυτικού», η αυστηρή [[πειθαρχία]] του ναυτικού<br />«ἔστι τι δι' ἀκριβείας τινί», [[είναι]] [[κάτι]] σπάνιο, σπανίζει.<br /><b>(II)</b><br />η<br /><b>1.</b> υψηλή [[τιμή]] πώλησης ενός πράγματος, ύψωση, [[άνοδος]] τών τιμών<br /><b>2.</b> [[εποχή]] ακρίβειας<br /><b>3.</b> η [[έλλειψη]] δημητριακών, η [[σιτοδεία]] ή γενικότερα η [[έλλειψη]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «ο [[καιρός]] πουλεί τα λάχανα κι η [[ακρίβεια]] τ' αγοράζει» (για [[κάτι]] που [[είναι]] [[συνήθως]] φτηνό, [[αλλά]] γίνεται δαπανηρό λόγω της έλλειψης).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἀκρίβεια]]. Η σημασιολ. [[διαφοροποίηση]] της λ. έκαμε ώστε να συνδεθεί εκ των υστέρων η λ. [[ακρίβεια]] στο [[αίσθημα]] τών ομιλητών της Ν. Ελληνικής με το επίθ. [[ακριβός]], που προήλθε [[επίσης]] με σημασιολογική (και μορφολογική, κατάλ. -<i>ὸς</i>) [[διαφοροποίηση]] από το αρχικό επίθ. [[ἀκριβής]]. Η σημασιολ. [[διαφορά]] της λ. οδήγησε και στη φωνολογική (στην [[προφορά]]) διαφοροποίησή της με συνιζημένη [[προφορά]] του <i>ει</i> ([[ακρίβεια]]), που τήν διακρίνει από τον τ. [[ακρίβεια]] (Ι) «[[ακριβολογία]], [[πιστότητα]]»]. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |