Anonymous

χωνεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡν" to "οῦν "
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και στον <b>Ερωτόκρ.</b> [[χωνεύγω]] Ν, και ασυναίρ. τ. [[χοανεύω]] Α [[χοάνη]]/[[χώνη]]<br /><b>1.</b> [[τήκω]] [[μέταλλο]] σε [[χοάνη]] ή σε κάμινο<br /><b>2.</b> (σχετικά με τροφές) [[πέπτω]], [[ολοκληρώνω]] τη [[λειτουργία]] πέψης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χώνω]], [[ενσωματώνω]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) (για ξύλα κ.ά. ύλες) [[γίνομαι]] [[στάχτη]], αποτεφρώνομαι<br />β) (για νερά) i) απορροφούμαι<br />ii) κατεβαίνει η [[στάθμη]] της επιφάνειάς μου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[ανέχομαι]], [[υποφέρω]] κάποιον («[[νομίζω]] ότι ο [[δάσκαλος]] δεν μέ χωνεύει [[καθόλου]]»)<br />β) [[κατανοώ]], [[συνειδητοποιώ]] [[κάτι]] (α. «το χώνεψες ή θέλεις να σού το επαναλάβω;» β. «δεν μπορεί [[ακόμη]] να χωνέψει την [[προσβολή]] που της έκανε»)<br />γ) (στην [[ποίηση]]) [[εντάσσω]], [[προσαρμόζω]] («χωνεύουν τα ανώμαλα σχήματά τους [[μέσα]] σε μία γενικήν αρμονίαν», Παπαντ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν θα το χωνέψεις»<br />(ως [[απειλή]]) δεν θα περάσει [[έτσι]], [[χωρίς]] να τιμωρηθείς<br />β) «χωνεμένη [[κοπριά]]» — [[κοπριά]] που έχει αποσυντεθεί και [[είναι]] κατάλληλη για [[λίπασμα]]<br />γ) «χωνεμένο [[τυρί]]» — [[τυρί]] που έχει υποστεί [[ζύμωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χύνω]] [[μέταλλο]] στη [[μήτρα]], [[χυτεύω]] («τὸν χαλκοῡν ἵππον χωνεύσας», <b>Αλέξ. Αφρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιχρίω]] αγγεία με [[πίσσα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με χρήματα) [[συγκεντρώνω]], [[μαζεύω]].
|mltxt=ΝΜΑ, και στον <b>Ερωτόκρ.</b> [[χωνεύγω]] Ν, και ασυναίρ. τ. [[χοανεύω]] Α [[χοάνη]]/[[χώνη]]<br /><b>1.</b> [[τήκω]] [[μέταλλο]] σε [[χοάνη]] ή σε κάμινο<br /><b>2.</b> (σχετικά με τροφές) [[πέπτω]], [[ολοκληρώνω]] τη [[λειτουργία]] πέψης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χώνω]], [[ενσωματώνω]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) (για ξύλα κ.ά. ύλες) [[γίνομαι]] [[στάχτη]], αποτεφρώνομαι<br />β) (για νερά) i) απορροφούμαι<br />ii) κατεβαίνει η [[στάθμη]] της επιφάνειάς μου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[ανέχομαι]], [[υποφέρω]] κάποιον («[[νομίζω]] ότι ο [[δάσκαλος]] δεν μέ χωνεύει [[καθόλου]]»)<br />β) [[κατανοώ]], [[συνειδητοποιώ]] [[κάτι]] (α. «το χώνεψες ή θέλεις να σού το επαναλάβω;» β. «δεν μπορεί [[ακόμη]] να χωνέψει την [[προσβολή]] που της έκανε»)<br />γ) (στην [[ποίηση]]) [[εντάσσω]], [[προσαρμόζω]] («χωνεύουν τα ανώμαλα σχήματά τους [[μέσα]] σε μία γενικήν αρμονίαν», Παπαντ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «δεν θα το χωνέψεις»<br />(ως [[απειλή]]) δεν θα περάσει [[έτσι]], [[χωρίς]] να τιμωρηθείς<br />β) «χωνεμένη [[κοπριά]]» — [[κοπριά]] που έχει αποσυντεθεί και [[είναι]] κατάλληλη για [[λίπασμα]]<br />γ) «χωνεμένο [[τυρί]]» — [[τυρί]] που έχει υποστεί [[ζύμωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χύνω]] [[μέταλλο]] στη [[μήτρα]], [[χυτεύω]] («τὸν χαλκοῦν
ἵππον χωνεύσας», <b>Αλέξ. Αφρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιχρίω]] αγγεία με [[πίσσα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με χρήματα) [[συγκεντρώνω]], [[μαζεύω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm