3,277,301
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(II)</b><br />[[κῶος]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, [[κόος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (συν. τον πληθ.) <i>οἱ κῶοι</i><br />σπήλαια («[[ἔνιοι]] δὲ κώους | |mltxt=<b>(II)</b><br />[[κῶος]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, [[κόος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (συν. τον πληθ.) <i>οἱ κῶοι</i><br />σπήλαια («[[ἔνιοι]] δὲ κώους μᾶλλον τὰ τοιαῡτα κοιλώματα λέγεσθαί φασιν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην Κόρινθο) [[δημόσια]] [[φυλακή]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κοίλωμα]] γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κῶος]] <span style="color: red;"><</span> <i>κῶF</i>-<i>ος</i> ανάγεται στην εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>k</i><i>ō</i><i>u</i>- της ΙΕ ρίζας <i>keu</i>- «[[οίδημα]], [[θόλος]], [[κοίλωμα]]» και συνδέεται με τον τ. [[κοίλος]]. Ο τ. <i>κόοι</i> («κοιλώματα της γης», <b>Ησύχ.</b>) ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>kou</i>-της ίδιας ρίζας]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο (AM Κῶος -ῴα -ον, αρσ. και [[Κώϊος]]) [[Κως]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Κω ή προέρχεται από την Κω<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.</b>) ο [[Κώος]], <i>η Κώα</i><br />ο [[κάτοικος]] της Κω ή αυτός που κατάγεται από την Κω<br /><b>αρχ.</b><br />(ως προσηγορικό ουσ.)<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ.</b>) ὁ [[κώος]]<br />α) η καλύτερη ρίξη στο [[παιχνίδι]] τών αστραγάλων, που αντιστοιχούσε με 6, σε [[αντιδιαστολή]] με τον <i>χῑο</i>, που αντιστοιχούσε με 1<br />β) [[μέτρο]] οίνου<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τὸ κῷον</i><br />ελαφρό ημιδιαφανές [[ένδυμα]] που κατασκευαζόταν στην Κω<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) <i>τὰ κῷα</i><br />τα εσώτερα μέρη τών αστραγάλων του ποδιού, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα έξω, τα <i>χῑα</i><br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> στον τ. [[κώϊον]]) [[ενέχυρο]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-α, -ο (AM Κῶος -ῴα -ον, αρσ. και [[Κώϊος]]) [[Κως]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Κω ή προέρχεται από την Κω<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.</b>) ο [[Κώος]], <i>η Κώα</i><br />ο [[κάτοικος]] της Κω ή αυτός που κατάγεται από την Κω<br /><b>αρχ.</b><br />(ως προσηγορικό ουσ.)<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ.</b>) ὁ [[κώος]]<br />α) η καλύτερη ρίξη στο [[παιχνίδι]] τών αστραγάλων, που αντιστοιχούσε με 6, σε [[αντιδιαστολή]] με τον <i>χῑο</i>, που αντιστοιχούσε με 1<br />β) [[μέτρο]] οίνου<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τὸ κῷον</i><br />ελαφρό ημιδιαφανές [[ένδυμα]] που κατασκευαζόταν στην Κω<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) <i>τὰ κῷα</i><br />τα εσώτερα μέρη τών αστραγάλων του ποδιού, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα έξω, τα <i>χῑα</i><br /><b>4.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> στον τ. [[κώϊον]]) [[ενέχυρο]]. | ||
}} | }} |