κῷος

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

German (Pape)

[Seite 1546] koisch, s. nom. pr.; ὁ Κῷος, auch Κῶος geschrieben, sc. βόλος, der höchste Wurf mit den ἀστραγάλοις, der sechs galt, dem niedrigsten, Χῖος, entgegengesetzt, der eins galt; daher von sehr ungleichen Dingen sprichwörtlich ὁ Κῷος πρὸς Χῖον, Zenob. 4, 74 Diogen. 5, 70, vgl. Schol. Plat. zu Lys. p. 320. Nach Arist. H. A. 2, 1 sind an dem Knochen ἀστράγαλος τὰ μὲν κῷα ἐντος ἐστραμμένα προς ἄλληλα, τὰ δὲ χῖα καλούμενα ἔξω.

Greek Monolingual

(II)
κῶος και, κατά τον Ησύχ., κόος, ὁ (Α)
1. (συν. τον πληθ.) οἱ κῶοι
σπήλαια («ἔνιοι δὲ κώους μᾶλλον τὰ τοιαῡτα κοιλώματα λέγεσθαί φασιν», Στράβ.)
2. (στην Κόρινθο) δημόσια φυλακή
3. (κατά τον Ησύχ.) κοίλωμα γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κῶος < κῶF-ος ανάγεται στην εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα kōu- της ΙΕ ρίζας keu- «οίδημα, θόλος, κοίλωμα» και συνδέεται με τον τ. κοίλος. Ο τ. κόοι («κοιλώματα της γης», Ησύχ.) ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα kou-της ίδιας ρίζας].

Greek Monolingual

(I)
-α, -ο (AM Κῶος -ῴα -ον, αρσ. και Κώϊος) Κως
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Κω ή προέρχεται από την Κω
νεοελλ.
(το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κώος, η Κώα
ο κάτοικος της Κω ή αυτός που κατάγεται από την Κω
αρχ.
(ως προσηγορικό ουσ.)
1. (το αρσ.) ὁ κώος
α) η καλύτερη ρίξη στο παιχνίδι τών αστραγάλων, που αντιστοιχούσε με 6, σε αντιδιαστολή με τον χῑο, που αντιστοιχούσε με 1
β) μέτρο οίνου
2. (το ουδ.) τὸ κῷον
ελαφρό ημιδιαφανές ένδυμα που κατασκευαζόταν στην Κω
3. (το ουδ. πληθ.) τὰ κῷα
τα εσώτερα μέρη τών αστραγάλων του ποδιού, σε αντιδιαστολή προς τα έξω, τα χῖα
4. (κατά τον Ησύχ. στον τ. κώϊον) ενέχυρο.