3,276,932
edits
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
m (Text replacement - " »" to "»") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[ἐφίστημι]], Α ιων. τ. ἐπίστημι)<br />[[διορίζω]], [[τοποθετώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αόρ.)</b> <i>επέστην</i><br />πλησίασα, έφθασα («επέστη η ώρα της εκδικήσεως»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εφιστώ]] την [[προσοχή]] κάποιου» [[σταματώ]] ή [[κατευθύνω]] την [[προσοχή]] κάποιου σε [[κάτι]], τον [[κάνω]] να προσέξει<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσέχω]]<br /><b>2.</b> [[αντιλαμβάνομαι]], [[συναισθάνομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]], [[στήνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[βάζω]] [[επάνω]]<br /><b>2.</b> [[ορίζω]], [[διατάσσω]]<br /><b>3.</b> [[επάγω]]<br /><b>4.</b> [[εισάγω]]<br /><b>5.</b> [[προξενώ]]<br /><b>6.</b> [[εγκαθιδρύω]], [[εγκαθιστώ]] («ἐφιστάναι ἀγῶνα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[τοποθετώ]] [[κοντά]]<br /><b>8.</b> (για στρατό) [[τοποθετώ]] στο [[πίσω]] [[μέρος]]<br /><b>9.</b> [[σταματώ]] κάποιον, [[κάνω]] κάποιον να σταθεί<br /><b>10.</b> [[σταματώ]] την [[πορεία]]<br /><b>11.</b> [[εμποδίζω]], [[αναχαιτίζω]]<br /><b>12.</b> [[διακόπτω]] («ἐφιστάναι τὴν διήγησιν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>13.</b> (για [[έμμηνα]]) [[σταματώ]], [[ανακόπτω]]<br /><b>14.</b> [[προσέχω]], [[προσηλώνω]] τον νου μου, [[φροντίζω]] για [[κάτι]]<br /><b>15.</b> [[σταματώ]] την [[προσοχή]] κάποιου, [[κάνω]] κάποιον να προσέξει<br /><b>16.</b> [[προκαλώ]] την [[προσοχή]] κάποιου<br /><b>17.</b> [[φέρνω]] [[αντίρρηση]]<br /><b>18.</b> [[απαγγέλλω]] [[κατηγορία]]<br /><b>19.</b> (μέσ. και παθ.) <i>ἐφίσταμαι</i><br />α) αναστέλλομαι<br />β) επιβάλλομαι σε κάποιον («μόχθων τῶν ἐφεστώτων [[ἐμοί]]», <b>Σοφ.</b>)<br />γ) [[επιπολάζω]], [[στέκομαι]] στην [[επιφάνεια]] («τὸ ἐπιστάμενον τοῦ γάλακτος», <b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) (για ατμούς) σχηματίζομαι<br />ε) [[προΐσταμαι]], [[επιστατώ]] («ἐφίσταμαι πύλαις», <b>Αισχύλ.</b>)<br />στ) [[στέκομαι]] [[κοντά]]<br />ζ) (για όνειρα ή οράματα) εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]]<br />η) παρίσταμαι, [[στέκω]] παραπλεύρως<br />θ) (με εχθρική [[σημασία]]) [[στέκομαι]] [[απέναντι]] σε κάποιον<br />ι) (για [[στράτευμα]]) εμφανίζομαι ενώπιον κάποιου<br />ια) εμφανίζομαι [[ξαφνικά]]<br />ιβ) (για δυσάρεστα συμβάντα ή καταστάσεις) επικρέμαμαι, [[επέρχομαι]], [[είμαι]] [[κοντά]]<br />ιγ) [[επίκειμαι]], αναμένομαι<br />ιδ) [[σταματώ]], [[παύω]]<br />ιε) [[δίνω]] [[προσοχή]] σε [[κάτι]], [[προσέχω]]<br />ιστ) [[σταματώ]], [[μπαίνω]] [[μπροστά]], [[αναχαιτίζω]] («τοῦ με τήνδ' ἐφίστασαι βάσιν;» — για ποιό λόγο μπαίνεις [[μπροστά]] στον δρόμο μου; <b>Σοφ.</b>)<br /><b>20.</b> (μέσ. αόρ. α') <i>ἐπεστησάμην</i><br />α) τοποθέτησα<br />β) διόρισα, έταξα<br />γ) (για νόμους) θέσπισα, έθεσα<br />ε) (η μτχ. μέσ. αορ. α') <i>ἐπιστησάμενος</i><br />αυτός που χρημάτισε [[επιστάτης]]<br /><b>21.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐφίστημι]] τὴν διάνοιαν» ή «τὸν | |mltxt=(ΑΜ [[ἐφίστημι]], Α ιων. τ. ἐπίστημι)<br />[[διορίζω]], [[τοποθετώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αόρ.)</b> <i>επέστην</i><br />πλησίασα, έφθασα («επέστη η ώρα της εκδικήσεως»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εφιστώ]] την [[προσοχή]] κάποιου» [[σταματώ]] ή [[κατευθύνω]] την [[προσοχή]] κάποιου σε [[κάτι]], τον [[κάνω]] να προσέξει<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσέχω]]<br /><b>2.</b> [[αντιλαμβάνομαι]], [[συναισθάνομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]], [[στήνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[βάζω]] [[επάνω]]<br /><b>2.</b> [[ορίζω]], [[διατάσσω]]<br /><b>3.</b> [[επάγω]]<br /><b>4.</b> [[εισάγω]]<br /><b>5.</b> [[προξενώ]]<br /><b>6.</b> [[εγκαθιδρύω]], [[εγκαθιστώ]] («ἐφιστάναι ἀγῶνα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[τοποθετώ]] [[κοντά]]<br /><b>8.</b> (για στρατό) [[τοποθετώ]] στο [[πίσω]] [[μέρος]]<br /><b>9.</b> [[σταματώ]] κάποιον, [[κάνω]] κάποιον να σταθεί<br /><b>10.</b> [[σταματώ]] την [[πορεία]]<br /><b>11.</b> [[εμποδίζω]], [[αναχαιτίζω]]<br /><b>12.</b> [[διακόπτω]] («ἐφιστάναι τὴν διήγησιν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>13.</b> (για [[έμμηνα]]) [[σταματώ]], [[ανακόπτω]]<br /><b>14.</b> [[προσέχω]], [[προσηλώνω]] τον νου μου, [[φροντίζω]] για [[κάτι]]<br /><b>15.</b> [[σταματώ]] την [[προσοχή]] κάποιου, [[κάνω]] κάποιον να προσέξει<br /><b>16.</b> [[προκαλώ]] την [[προσοχή]] κάποιου<br /><b>17.</b> [[φέρνω]] [[αντίρρηση]]<br /><b>18.</b> [[απαγγέλλω]] [[κατηγορία]]<br /><b>19.</b> (μέσ. και παθ.) <i>ἐφίσταμαι</i><br />α) αναστέλλομαι<br />β) επιβάλλομαι σε κάποιον («μόχθων τῶν ἐφεστώτων [[ἐμοί]]», <b>Σοφ.</b>)<br />γ) [[επιπολάζω]], [[στέκομαι]] στην [[επιφάνεια]] («τὸ ἐπιστάμενον τοῦ γάλακτος», <b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) (για ατμούς) σχηματίζομαι<br />ε) [[προΐσταμαι]], [[επιστατώ]] («ἐφίσταμαι πύλαις», <b>Αισχύλ.</b>)<br />στ) [[στέκομαι]] [[κοντά]]<br />ζ) (για όνειρα ή οράματα) εμφανίζομαι, [[παρουσιάζομαι]]<br />η) παρίσταμαι, [[στέκω]] παραπλεύρως<br />θ) (με εχθρική [[σημασία]]) [[στέκομαι]] [[απέναντι]] σε κάποιον<br />ι) (για [[στράτευμα]]) εμφανίζομαι ενώπιον κάποιου<br />ια) εμφανίζομαι [[ξαφνικά]]<br />ιβ) (για δυσάρεστα συμβάντα ή καταστάσεις) επικρέμαμαι, [[επέρχομαι]], [[είμαι]] [[κοντά]]<br />ιγ) [[επίκειμαι]], αναμένομαι<br />ιδ) [[σταματώ]], [[παύω]]<br />ιε) [[δίνω]] [[προσοχή]] σε [[κάτι]], [[προσέχω]]<br />ιστ) [[σταματώ]], [[μπαίνω]] [[μπροστά]], [[αναχαιτίζω]] («τοῦ με τήνδ' ἐφίστασαι βάσιν;» — για ποιό λόγο μπαίνεις [[μπροστά]] στον δρόμο μου; <b>Σοφ.</b>)<br /><b>20.</b> (μέσ. αόρ. α') <i>ἐπεστησάμην</i><br />α) τοποθέτησα<br />β) διόρισα, έταξα<br />γ) (για νόμους) θέσπισα, έθεσα<br />ε) (η μτχ. μέσ. αορ. α') <i>ἐπιστησάμενος</i><br />αυτός που χρημάτισε [[επιστάτης]]<br /><b>21.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐφίστημι]] τὴν διάνοιαν» ή «τὸν νοῦν» ή «τήν σκέψιν» — [[προσηλώνω]] τον νου ή τη [[σκέψη]]<br /><b>22.</b> (η μτχ. παρακμ.) α) (<b>στον εν.</b>) <i>ο ἐφεστηκώς</i><br />ο [[εξουσιαστής]]<br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>οι ἐφεστῶτες</i> και ιων. <i>ἐπεστεῶτες</i><br />οι παριστάμενοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἵστημι]]. | ||
}} | }} |