εφίστημι

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

(ΑΜ ἐφίστημι, Α ιων. τ. ἐπίστημι)
διορίζω, τοποθετώ
νεοελλ.
1. (αόρ.) επέστην
πλησίασα, έφθασα («επέστη η ώρα της εκδικήσεως»)
2. φρ. «εφιστώ την προσοχή κάποιου» σταματώ ή κατευθύνω την προσοχή κάποιου σε κάτι, τον κάνω να προσέξει
μσν.-αρχ.
1. προσέχω
2. αντιλαμβάνομαι, συναισθάνομαι
αρχ.
1. τοποθετώ, στήνω κάτι πάνω σε κάτι, βάζω επάνω
2. ορίζω, διατάσσω
3. επάγω
4. εισάγω
5. προξενώ
6. εγκαθιδρύω, εγκαθιστώ («ἐφιστάναι ἀγῶνα», Ηρόδ.)
7. τοποθετώ κοντά
8. (για στρατό) τοποθετώ στο πίσω μέρος
9. σταματώ κάποιον, κάνω κάποιον να σταθεί
10. σταματώ την πορεία
11. εμποδίζω, αναχαιτίζω
12. διακόπτω («ἐφιστάναι τὴν διήγησιν», Πολ.)
13. (για έμμηνα) σταματώ, ανακόπτω
14. προσέχω, προσηλώνω τον νου μου, φροντίζω για κάτι
15. σταματώ την προσοχή κάποιου, κάνω κάποιον να προσέξει
16. προκαλώ την προσοχή κάποιου
17. φέρνω αντίρρηση
18. απαγγέλλω κατηγορία
19. (μέσ. και παθ.) ἐφίσταμαι
α) αναστέλλομαι
β) επιβάλλομαι σε κάποιον («μόχθων τῶν ἐφεστώτων ἐμοί», Σοφ.)
γ) επιπολάζω, στέκομαι στην επιφάνεια («τὸ ἐπιστάμενον τοῦ γάλακτος», Ηρόδ.)
δ) (για ατμούς) σχηματίζομαι
ε) προΐσταμαι, επιστατώ («ἐφίσταμαι πύλαις», Αισχύλ.)
στ) στέκομαι κοντά
ζ) (για όνειρα ή οράματα) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι
η) παρίσταμαι, στέκω παραπλεύρως
θ) (με εχθρική σημασία) στέκομαι απέναντι σε κάποιον
ι) (για στράτευμα) εμφανίζομαι ενώπιον κάποιου
ια) εμφανίζομαι ξαφνικά
ιβ) (για δυσάρεστα συμβάντα ή καταστάσεις) επικρέμαμαι, επέρχομαι, είμαι κοντά
ιγ) επίκειμαι, αναμένομαι
ιδ) σταματώ, παύω
ιε) δίνω προσοχή σε κάτι, προσέχω
ιστ) σταματώ, μπαίνω μπροστά, αναχαιτίζω («τοῦ με τήνδ' ἐφίστασαι βάσιν;» — για ποιό λόγο μπαίνεις μπροστά στον δρόμο μου; Σοφ.)
20. (μέσ. αόρ. α') ἐπεστησάμην
α) τοποθέτησα
β) διόρισα, έταξα
γ) (για νόμους) θέσπισα, έθεσα
ε) (η μτχ. μέσ. αορ. α') ἐπιστησάμενος
αυτός που χρημάτισε επιστάτης
21. φρ. «ἐφίστημι τὴν διάνοιαν» ή «τὸν νοῦν» ή «τήν σκέψιν» — προσηλώνω τον νου ή τη σκέψη
22. (η μτχ. παρακμ.) α) (στον εν.) ο ἐφεστηκώς
ο εξουσιαστής
β) στον πληθ. οι ἐφεστῶτες και ιων. ἐπεστεῶτες
οι παριστάμενοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵστημι.