Anonymous

επιτρέπω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν"
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπιτρέπω]] και ιων. τ. [[ἐπιτράπω]]) [[τρέπω]]<br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον την [[άδεια]] να κάνει [[κάτι]], [[ανέχομαι]] (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῦτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῖν», <b>Αριστοφ.</b><br />γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στο γ’ πρόσ.) <i>επιτρέπεται</i><br />δίνεται η [[άδεια]] («επιτρέπεται η [[είσοδος]], το [[κάπνισμα]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[παραχωρώ]], [[εμπιστεύομαι]], [[αναθέτω]] («καὶ oἱ ἰὼν ἐν νηυσὶν ἐπέτρεπεν οἶκον ἅπαντα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποχωρώ]], [[ενδίδω]] («οὐ μὲν ἐπέτρεπε γήραϊ λυγρῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διατάζω]] («τὴν μὲν [τάξιν] ἐπὶ τὸ δεξιὸν ἐπέτρεψεν ἐφέπεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[δίνω]] την [[εξουσία]], έχω [[εμπιστοσύνη]] σε κάποιον («τοῑσιν γὰρ ἐπετράπομέν γε [[μάλιστα]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[κλίση]], [[ροπή]], στρέφομαι σε [[κάτι]] («σοὶ δ’ ἐμὰ κήδεα θυμὸς ἐπετράπετο στονόεντα εἴρεσθαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανατρέπω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («ὁ [[μέντοι]] [[ἰπνολέβης]] ὑπερπαφλάζων ἐς κεφαλὴν ἡμῑν ἐπέτρεπε τοὺς ἄνθρακας», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[αναθέτω]], [[μεταφέρω]] [[δικαίωμα]] ή [[εντολή]], [[κληροδοτώ]] («τοῑσιν θεοὶ ὄλβια δοῑεν ζωέμεναι, και παισὶν ἐπιτρέψειεν [[ἕκαστος]] κτήματ’ ἐνὶ μεγάροισι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[παραδίνω]] τον γιο μου για [[εκπαίδευση]]<br /><b>5.</b> [[παραχωρώ]] νόμιμη [[έξοδο]] σε κάποιον («οἶς [ἃ] ἂν ἐπιτρέψωσιν, οἱ δὲ τάξωσι, τούτοις ἐμμένειν» — σε όσα παραγγείλουν, Πλατ.)<br /><b>6.</b> [[αφήνω]] στην [[κρίση]] άλλου («κἀπιτρέψαι Λαμάχῳ πότερον ἀκρίδες ἥδιόν ἐστιν, ἢ κίχλαι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[παραχωρώ]], [[χαρίζω]] («Ποσειδάωνι δὲ νίκην πᾱσαν ἐπέτρεψας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> (με αιτ. πράγμ.) μού εμπιστεύονται [[κάτι]] («παρὰ τούτων... ἐπιτραφθέντες [[ἔσχον]] τὴν [[ἀρχήν]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπιτρέπομαι</i><br />[[χρησιμοποιώ]] κάποιον ως διαιτητή («ἐπίστευον μὲν αὐτῷ αἱ πόλεις ἐπιτρεπόμεναι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπιτρέπω]] περὶ τῶν ὅλων» — [[δίνω]] απεριόριστη [[πληρεξουσιότητα]].
|mltxt=(AM [[ἐπιτρέπω]] και ιων. τ. [[ἐπιτράπω]]) [[τρέπω]]<br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον την [[άδεια]] να κάνει [[κάτι]], [[ανέχομαι]] (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῦτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῖν», <b>Αριστοφ.</b><br />γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στο γ’ πρόσ.) <i>επιτρέπεται</i><br />δίνεται η [[άδεια]] («επιτρέπεται η [[είσοδος]], το [[κάπνισμα]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[παραχωρώ]], [[εμπιστεύομαι]], [[αναθέτω]] («καὶ oἱ ἰὼν ἐν νηυσὶν ἐπέτρεπεν οἶκον ἅπαντα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποχωρώ]], [[ενδίδω]] («οὐ μὲν ἐπέτρεπε γήραϊ λυγρῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διατάζω]] («τὴν μὲν [τάξιν] ἐπὶ τὸ δεξιὸν ἐπέτρεψεν ἐφέπεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[δίνω]] την [[εξουσία]], έχω [[εμπιστοσύνη]] σε κάποιον («τοῑσιν γὰρ ἐπετράπομέν γε [[μάλιστα]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[κλίση]], [[ροπή]], στρέφομαι σε [[κάτι]] («σοὶ δ’ ἐμὰ κήδεα θυμὸς ἐπετράπετο στονόεντα εἴρεσθαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανατρέπω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («ὁ [[μέντοι]] [[ἰπνολέβης]] ὑπερπαφλάζων ἐς κεφαλὴν ἡμῖν ἐπέτρεπε τοὺς ἄνθρακας», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[αναθέτω]], [[μεταφέρω]] [[δικαίωμα]] ή [[εντολή]], [[κληροδοτώ]] («τοῑσιν θεοὶ ὄλβια δοῑεν ζωέμεναι, και παισὶν ἐπιτρέψειεν [[ἕκαστος]] κτήματ’ ἐνὶ μεγάροισι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[παραδίνω]] τον γιο μου για [[εκπαίδευση]]<br /><b>5.</b> [[παραχωρώ]] νόμιμη [[έξοδο]] σε κάποιον («οἶς [ἃ] ἂν ἐπιτρέψωσιν, οἱ δὲ τάξωσι, τούτοις ἐμμένειν» — σε όσα παραγγείλουν, Πλατ.)<br /><b>6.</b> [[αφήνω]] στην [[κρίση]] άλλου («κἀπιτρέψαι Λαμάχῳ πότερον ἀκρίδες ἥδιόν ἐστιν, ἢ κίχλαι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[παραχωρώ]], [[χαρίζω]] («Ποσειδάωνι δὲ νίκην πᾱσαν ἐπέτρεψας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> (με αιτ. πράγμ.) μού εμπιστεύονται [[κάτι]] («παρὰ τούτων... ἐπιτραφθέντες [[ἔσχον]] τὴν [[ἀρχήν]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπιτρέπομαι</i><br />[[χρησιμοποιώ]] κάποιον ως διαιτητή («ἐπίστευον μὲν αὐτῷ αἱ πόλεις ἐπιτρεπόμεναι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπιτρέπω]] περὶ τῶν ὅλων» — [[δίνω]] απεριόριστη [[πληρεξουσιότητα]].
}}
}}