Anonymous

σῶμα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  27 March 2021
m
Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν"
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[σῶμα]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών μελών και τών οργάνων που απαρτίζουν έναν ζωντανό οργανισμό (α. «έχει αθλητικό [[σώμα]]» β. «ὁ [[λύχνος]] τοῦ σώματός ἐστιν ὁ [[ὀφθαλμός]]», ΚΔ<br />γ. «...τὸ [[σῶμα]] [[μάλα]] [[εὔρωστος]] καὶ [[ἄλλως]] [[φιλόπονος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> το [[κορμί]], η υλική [[υπόσταση]] του ανθρώπου, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[ψυχή]] ή το [[πνεύμα]] (α. «[[είμαι]] η [[ψυχή]] και ντύθηκα το [[σώμα]] για να σέ βρω», Παλαμ.<br />β. «ἀσθενεῑ τὸ [[σῶμα]], ἀσθενεῑ μου καὶ ἡ [[ψυχή]]», Παρ. Καν.<br />γ. «φοβεῑται μὴ ἡ ψυχὴ [[ὅμως]] καὶ θειότερον καὶ [[κάλλιον]] ὂv τοῦ σώματος προαπολλύηται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[λείψανο]], [[πτώμα]] (α. «η πατρική γη θα δεχθεί σε λίγο το [[σώμα]] του...» β. «Ἰωσὴφ τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾱτον καὶ ᾐτήσατο τὸ [[σῶμα]] τοῦ Ἰησοῡ», ΚΔ<br />γ. «[[σῶμα]] γὰρ... κατελείπομεν ἡμεῑς ἄκλαυτον καὶ ἄθαπτον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> η [[μάζα]], η ύλη από την οποία αποτελείται ένα [[αντικείμενο]] (α. «ο [[νόμος]] της πτώσης τών σωμάτων» β. «ὁ [[λίθος]] σῶμά ἐστι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μαθημ.</b> [[σχήμα]] με [[τρεις]] διαστάσεις, στερεό, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το επίπεδο ή την [[επιφάνεια]] (α. «[[στερεά]] σώματα» β. «σῶμά δέ ἐστι, τὸ τριχῇ διαστατόν, [[ἤγουν]] τὸ ἔχον [[μῆκος]] καὶ [[πλάτος]] καὶ [[βάθος]], [[ἤτοι]] [[πάχος]]», Δαμασκ.)<br /><b>6.</b> το ευχαριστιακό [[σώμα]] του Χριστού, ο [[άρτος]] της Θείας Ευχαριστίας («λάβετε, φάγετε, τοῡτό ἐστι τὸ σῶμά μου», ΚΔ)<br /><b>7.</b> το [[σύνολο]] της χριστιανικής Εκκλησίας, με τον Χριστό ως [[κεφαλή]] και τους αγίους, τον κλήρο και τους πιστούς ως [[μέλη]] (α. «οι αιρετικοί αποκόπτονται από το [[σώμα]] της Εκκλησίας» β. «τοῡ σώματος τοῦ ἐκκλησιαστικοῡ», Ιωάνν. Χρυσ.<br />γ. «[[σῶμα]] τὴν ἐκκλησίαν καὶ οἶκον θεοῡ ἐκ λίθων ζώντων οἰκοδομούμενον», Ωριγ.)<br /><b>8.</b> το ουσιώδες [[μέρος]] βιβλίου (α. «ποια [[άποψη]] υποστηρίζει στο [[σώμα]] της διατριβής;» β. «ὡς ἂν μὴ τὸ [[σῶμα]] τῆς παρούσης ἡμῑν διακόπτοιτο ἱστορίας», Ευσ.<br />γ. «ὡς τὸ [[σῶμα]] καὶ τὸ [[ὕφος]] τῆς προφητείας ὑπαγορεύει», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>9.</b> ανθρώπινη ύπαρξη, [[άτομο]] (α. «για να κλαύσετε τα σώματα / που θε να βρει η [[συμφορά]]», <b>Σολωμ.</b><br />β. «τῶν δ' ὀρθουμένων σῴζει τὰ [[πολλά]] σώμαθ' ἡ [[πειθαρχία]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> το [[σύνολο]] τών κυττάρων που αποτελούν τη [[μάζα]] ενός φυτού ή ενός ζώου με [[εξαίρεση]] τα γεννητικά κύτταρα<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> [[γενικός]] [[χαρακτηρισμός]] για πράγματα αντιληπτά με τις αισθήσεις<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> το [[σύνολο]] τών αριθμών που προκύπτουν από αλγεβρικό αριθμό, όταν αυτός συνδυάζεται [[προς]] τους ρητούς συντελεστές με τις [[τέσσερεις]] στοιχειώδεις πράξεις<br /><b>4.</b> το κύριο [[μέρος]] ενός συνόλου, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα [[άκρα]] ή τα παραρτήματα («το [[σώμα]] της μηχανής»)<br /><b>5.</b> <b>στρ.</b> α) στρατιωτική [[δύναμη]] με δική της [[διοίκηση]] (α. «έφιππο [[σώμα]]» β. «άτακτα σώματα»)<br />β) [[τμήμα]] στρατού, [[ιδίως]] τεχνικών, σε [[αντιδιαστολή]] με το όπλο (α. «το [[σώμα]] του μηχανικού» β. «το υγειονομικό [[σώμα]]»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ψυχή]] τε και σώματι» — [[ολόψυχα]], ολοκληρωτικά<br />β) «[[σώμα]] με [[σώμα]]» ή «[[σώμα]] [[προς]] [[σώμα]]»<br />(για [[μάχη]]) εκ του [[συστάδην]], με άμεση [[συμπλοκή]] με τον εχθρό<br />γ) «εν σώματι» — όλοι [[μαζί]], με όλα τα [[μέλη]] ενός συνόλου<br />δ) «απλό [[σώμα]]»<br /><b>χημ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] του χημικού στοιχείου<br />ε) «αστρικό [[σώμα]]»<br /><b>αστρον.</b> το [[ουράνιο]] [[σώμα]]<br />στ) «ετερόφωτο [[σώμα]]»<br /><b>αστρον.</b> [[ουράνιο]] [[σώμα]], [[χωρίς]] δικό του φως, που ανακλά το φως του Ηλίου το οποίο προσπίπτει [[επάνω]] του<br />ζ) «ακτινωτό [[σώμα]]»<br /><b>ανατ.</b> [[μοίρα]] του αγγειώδους χιτώνα του οφθαλμού με [[πάρα]] πολλές προσεκβολές, από τις οποίες αναρτάται ο [[κρυσταλλοειδής]] [[φακός]]<br />η) «ραβδωτό [[σώμα]]»<br /><b>ανατ.</b> φαιά [[μάζα]] στη [[βάση]] του εγκεφάλου του ανθρώπου<br />θ) «[[ξένο]] [[σώμα]]» ή αλλότριο [[σώμα]]»<br />i) <b>ιατρ.</b> [[σώμα]] που δεν αποτελεί [[μέρος]] του οργανισμού [[αλλά]] έχει εισέλθει από έξω ή έχει σχηματιστεί [[μέσα]] του<br />ii) <b>([[κτην]].)</b> [[αντικείμενο]] που προσλαμβάνεται [[μαζί]] με την [[τροφή]] από μυρηκαστικά και το οποίο, όταν [[είναι]] αιχμηρό, μπορεί να προκαλέσει τραυματική δικτυοπεριτονίτιδα λόγω μετανάστευσης διά μέσου του πεπτικού [[σωλήνα]] [[προς]] το [[διάφραγμα]] και την [[καρδιά]]<br />ι) «κοκκιώδες [[σώμα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[ονομασία]] λευκοκυττάρου μεγάλων διαστάσεων, που [[είναι]] γεμάτο με λιπώδεις κοκκιάσεις και απαντά σε [[αφθονία]] σε περιπτώσεις βλαβών του νευρικού συστήματος, ιδιαίτερα στην εγκεφαλική [[μαλάκυνση]] και σε άλλες εκφυλιστικές διεργασίες<br />ια) «κεντρικό [[σώμα]]»<br /><b>βιολ.</b> κεντρική χρωματινική [[μάζα]] τών κυανοφυκών, η οποία θεωρείται ως [[διάχυτος]] [[πυρήνας]]<br />ιβ) «[[μέλαν]] [[σώμα]]»<br /><b>φυσ.</b> <b>βλ.</b> [[μέλας]]<br />ιγ) «νομοθετικό [[σώμα]]»<br /><b>(νομ.)</b> <b>βλ.</b> [[νομοθετικός]]<br />ιδ) «[[σώμα]] του εγκλήματος»<br /><b>(νομ.)</b> το όργανο που χρησιμοποιήθηκε για την [[τέλεση]] του εγκλήματος<br />ιε) «[[σώμα]] εφοδιασμού και μεταφορών» — οργανωμένο [[σώμα]] του στρατού ξηράς, το οποίο έχει την [[ευθύνη]] για τη [[μεταφορά]] τών στρατευμάτων, όπου απαιτηθεί, και για τον εφοδιασμό και ανεφοδιασμό του στρατού σε καιρό ειρήνης ή πολέμου<br />ιστ) «[[σώμα]] στρατού»<br /><b>στρ.</b> [[μορφή]] σχηματισμού του στρατού ξηράς που αποτελείται από [[σύνολο]] μεραρχιών και συγκροτημάτων διαφόρων όπλων και σωμάτων, υπό την ενιαία [[διοίκηση]] αντιστρατήγου<br />ιζ) «[[σώμα]] υλικού πολέμου»<br /><b>στρ.</b> [[σώμα]] του στρατού ξηράς του οποίου [[αποστολή]] [[είναι]] να αποθηκεύει και να εφοδιάζει τις μονάδες με υλικό πολέμου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σύνολο]] προσώπων που συγκροτούν θρησκευτική [[κοινότητα]], [[οργάνωση]], [[τάξη]], [[ομάδα]] με καθορισμένες αρμοδιότητες (α. «δικαστικό [[σώμα]]» β. «νομοθετικό [[σώμα]]» γ. «τῷ προειρημένῳ σώματι τών Χριστιανῶν», Ευσ.)<br /><b>2.</b> συγκροτημένο [[βιβλίο]], [[τόμος]] [[μετά]] τη [[βιβλιοδεσία]] (α. «έχουν απομείνει [[είκοσι]] σώματα του πρώτου [[τόμου]]» β. «[[βιβλίον]] ἔχον ὅλην τὴν νέαν διαθήκην ἐν σώματι πολὺ καλῷ», Μόσχ. Ι.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ουράνιο]](ν) [[σώμα]]» — [[γενικός]] [[χαρακτηρισμός]] για τους πλανήτες, τους αστέρες και τους γαλαξίες<br /><b>μσν.</b><br />προσωπική [[εργασία]], προσωπική [[αγγαρεία]] («κελεύει δὲ ἐκ τούτων ὀκτακόσια μὲν ἐν σώματι λειτουργεῖν, τὰ δὲ λοιπὰ ἐν ἀπαργυρισμῷ», Αθ. Σχιλ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μορφή]], [[κατά]] λέξιν [[σημασία]] τών γραφών («μή τὸ [[σῶμα]] τῆς ἐπιστολῆς ἀναγινώσκειν μόνον, αλλὰ καὶ τὴν [[κάτω]] κειμένην πρόσρησιν», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αἱ τοῦ σώματος ἡδοναί» ή «αἱ κατὰ τὸ [[σῶμα]] ἡδοναί» — οι σαρκικές απολαύσεις, [[κυρίως]] η σεξουαλική [[ηδονή]] (<b>Πλάτ.</b> Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> υλική ύπαρξη («ἢ μέγεθός ἐστιν ἢ σῶμά ἐστι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ τοῦ σώματος ἔργα» — οι σωματικοί κόποι, η χειρωνακτική [[εργασία]] (<b>Ξεν.</b>)<br />β) «τὰ εἰς τὸ [[σῶμα]] ἀδικήματα» — αδικήματα που στρέφονται [[κατά]] της σωματικής ακεραιότητας <b>πάπ.</b><br />γ) «οἰκετικὰ σώματα» — οι δούλοι <b>(Αισχίν.)</b><br />δ) «[[σῶμα]] παιδοποιόν» — το γεννητικό όργανο <b>(Αιλ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ., άγνωστης ετυμολ., πιθ. αρχαία, η οποία παραμένει δυσερμήνευτη όπως και τ. άλλων ΙΕ γλωσσών με την [[ίδια]] σημ. (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>corpus</i>). Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[σώμα]] έχει προέλθει από έναν τ. <i>tu</i><i>ō</i><i>mn</i> με αρχική σημ. «[[φούσκωμα]], [[πρήξιμο]]» (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>t</i><i>ē</i><i>u</i>- «[[φουσκώνω]]») και συνδέεται, [[επομένως]], με τον τ. <i>σω</i>-<i>ρός</i>, ο [[οποίος]] εμφανίζει διαφορετικό [[επίθημα]] (<b>βλ.</b> και λ. [[σώος]]). Έχουν [[επίσης]] απόψεις για διάφορες άλλες συνδέσεις, όπως π.χ. με το ρ. [[σήπομαι]] (μέσω ενός τ. <i>σῶπ</i>-<i>μα</i>), με το ρ. [[σίνομαι]] «[[βλάπτω]]» ή με το αρχ. ινδ. <i>sty</i><i>ā</i> «[[πήζω]], [[γίνομαι]] [[σκληρός]]», οι οποίες, όμως, παραμένουν ανεπιβεβαίωτες. Η λ. απαντά ως β' συνθετικό πολλών λ. με τις μορφές -<i>σώματος</i> (από το θ. της γεν.) και σπανιότερα -<i>σωμος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[σωματίδιο]](<i>ν</i>), [[σωματικός]], [[σωμάτιο]](<i>ν</i>), [[σωματώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σωματίζω]], [[σωμάτινος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[σωματότης]], [[σωματώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[σωματείο]](<i>ν</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σωματάκι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[σωμασκία]], [[σωματέμπορος]], <i>σωματοφύλακα</i>(-<i>αξ</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[σωματεκμαγείον]], [[σωματεμπορώ]], [[σωματοβλάβεια]], [[σωματοθήκη]], [[σωματοκάπηλος]], [[σωματομαχώ]], [[σωματοπλαστώ]], [[σωματοπλόκος]], [[σωματοποιός]], [[σωματοπρεπής]], [[σωματοτροφείον]], [[σωματοφθορώ]], <i>σωματοφορδός</i>, [[σωματοφυής]], [[σωματοφυλάκιον]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[σωματοειδής]], [[σωματοποιώ]], [[σωματουργός]], [[σωματοφθόρος]], [[σωματοφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σωματέμψυχος]], [[σωματηγός]], [[σωματοβόρος]], [[σωματογραφώ]], <i>σωματοεμψυχωμένως</i>, [[σωματοκτόνος]], [[σωματομιξία]], [[σωματόμορφος]], [[σωματοπράτης]], [[σωματόστρωτος]], [[σωματοτροφώ]], [[σωματοφρουρητήρ]], [[σωματοψύχως]], [[σωμαφορώ]], [[σωμεραστής]], [[σωμόβουβλον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σωματάρχης]], [[σωματογνωσία]], [[σωματογραφία]], [[σωματολογία]], [[σωματομετρία]], [[σωματόπλασμα]], [[σωματοσκοπία]], <i>σωματοτονία</i>, [[σωματοτροπίνη]], [[σωματοτρόπος]]. (Β' συνθετικό) [[ασώματος]] / [[άσωμος]], [[βαρύσωμος]], [[βραχύσωμος]], [[ενσώματος]], [[εύσωμος]] / -<i>σώματος</i>, [[λεπτόσωμος]], [[μεγαλόσωμος]] / -<i>σώματος</i>, [[ολοσώματος]] / [[ολόσωμος]], [[πλατύσωμος]], [[σύσσωμος]] / -<i>σώματος</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[απαλοσώματος]], [[δισώματος]] / [[δίσωμος]], [[επισώματος]] / [[επίσωμος]], [[ηδυσώματος]], <i>θηλυκόσωμος</i>, [[ισοσώματος]] / <i>ισόσωμος</i>, [[ισχυροσώματος]], [[κοιλοσώματος]], [[λευκοσώματος]], [[λιμνοσώματος]], [[μαλακόσωμος]], [[μεγιστόσωμος]], [[μελανοσώματος]], [[μισοσώματος]], [[μονόσωμος]], [[ολιγοσώματος]], [[παντοσώματος]], [[πολυσώματος]], [[πυρισώματος]], [[σκληροσώματος]], [[στερνοσώματος]], [[στερροσώματος]], [[τρισώματος]] / [[τρίσωμος]], [[τρυγοσώματος]], [[φιλοσώματος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γιγαντόσωμος]], [[γυμνόσωμος]], <i>ισχνόσωμος</i>, [[καλλίσωμος]], [[κοντόσωμος]], [[μακρόσωμος]], [[μικρόσωμος]], [[παχύσωμος]], [[υψηλόσωμος]], [[χοντρόσωμος]], <i>ωραιόσωμος</i>].
|mltxt=το / [[σῶμα]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών μελών και τών οργάνων που απαρτίζουν έναν ζωντανό οργανισμό (α. «έχει αθλητικό [[σώμα]]» β. «ὁ [[λύχνος]] τοῦ σώματός ἐστιν ὁ [[ὀφθαλμός]]», ΚΔ<br />γ. «...τὸ [[σῶμα]] [[μάλα]] [[εὔρωστος]] καὶ [[ἄλλως]] [[φιλόπονος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> το [[κορμί]], η υλική [[υπόσταση]] του ανθρώπου, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την [[ψυχή]] ή το [[πνεύμα]] (α. «[[είμαι]] η [[ψυχή]] και ντύθηκα το [[σώμα]] για να σέ βρω», Παλαμ.<br />β. «ἀσθενεῑ τὸ [[σῶμα]], ἀσθενεῑ μου καὶ ἡ [[ψυχή]]», Παρ. Καν.<br />γ. «φοβεῑται μὴ ἡ ψυχὴ [[ὅμως]] καὶ θειότερον καὶ [[κάλλιον]] ὂv τοῦ σώματος προαπολλύηται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[λείψανο]], [[πτώμα]] (α. «η πατρική γη θα δεχθεί σε λίγο το [[σώμα]] του...» β. «Ἰωσὴφ τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾱτον καὶ ᾐτήσατο τὸ [[σῶμα]] τοῦ Ἰησοῡ», ΚΔ<br />γ. «[[σῶμα]] γὰρ... κατελείπομεν ἡμεῑς ἄκλαυτον καὶ ἄθαπτον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> η [[μάζα]], η ύλη από την οποία αποτελείται ένα [[αντικείμενο]] (α. «ο [[νόμος]] της πτώσης τών σωμάτων» β. «ὁ [[λίθος]] σῶμά ἐστι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μαθημ.</b> [[σχήμα]] με [[τρεις]] διαστάσεις, στερεό, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το επίπεδο ή την [[επιφάνεια]] (α. «[[στερεά]] σώματα» β. «σῶμά δέ ἐστι, τὸ τριχῇ διαστατόν, [[ἤγουν]] τὸ ἔχον [[μῆκος]] καὶ [[πλάτος]] καὶ [[βάθος]], [[ἤτοι]] [[πάχος]]», Δαμασκ.)<br /><b>6.</b> το ευχαριστιακό [[σώμα]] του Χριστού, ο [[άρτος]] της Θείας Ευχαριστίας («λάβετε, φάγετε, τοῡτό ἐστι τὸ σῶμά μου», ΚΔ)<br /><b>7.</b> το [[σύνολο]] της χριστιανικής Εκκλησίας, με τον Χριστό ως [[κεφαλή]] και τους αγίους, τον κλήρο και τους πιστούς ως [[μέλη]] (α. «οι αιρετικοί αποκόπτονται από το [[σώμα]] της Εκκλησίας» β. «τοῡ σώματος τοῦ ἐκκλησιαστικοῡ», Ιωάνν. Χρυσ.<br />γ. «[[σῶμα]] τὴν ἐκκλησίαν καὶ οἶκον θεοῡ ἐκ λίθων ζώντων οἰκοδομούμενον», Ωριγ.)<br /><b>8.</b> το ουσιώδες [[μέρος]] βιβλίου (α. «ποια [[άποψη]] υποστηρίζει στο [[σώμα]] της διατριβής;» β. «ὡς ἂν μὴ τὸ [[σῶμα]] τῆς παρούσης ἡμῖν διακόπτοιτο ἱστορίας», Ευσ.<br />γ. «ὡς τὸ [[σῶμα]] καὶ τὸ [[ὕφος]] τῆς προφητείας ὑπαγορεύει», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>9.</b> ανθρώπινη ύπαρξη, [[άτομο]] (α. «για να κλαύσετε τα σώματα / που θε να βρει η [[συμφορά]]», <b>Σολωμ.</b><br />β. «τῶν δ' ὀρθουμένων σῴζει τὰ [[πολλά]] σώμαθ' ἡ [[πειθαρχία]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> το [[σύνολο]] τών κυττάρων που αποτελούν τη [[μάζα]] ενός φυτού ή ενός ζώου με [[εξαίρεση]] τα γεννητικά κύτταρα<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> [[γενικός]] [[χαρακτηρισμός]] για πράγματα αντιληπτά με τις αισθήσεις<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> το [[σύνολο]] τών αριθμών που προκύπτουν από αλγεβρικό αριθμό, όταν αυτός συνδυάζεται [[προς]] τους ρητούς συντελεστές με τις [[τέσσερεις]] στοιχειώδεις πράξεις<br /><b>4.</b> το κύριο [[μέρος]] ενός συνόλου, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα [[άκρα]] ή τα παραρτήματα («το [[σώμα]] της μηχανής»)<br /><b>5.</b> <b>στρ.</b> α) στρατιωτική [[δύναμη]] με δική της [[διοίκηση]] (α. «έφιππο [[σώμα]]» β. «άτακτα σώματα»)<br />β) [[τμήμα]] στρατού, [[ιδίως]] τεχνικών, σε [[αντιδιαστολή]] με το όπλο (α. «το [[σώμα]] του μηχανικού» β. «το υγειονομικό [[σώμα]]»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ψυχή]] τε και σώματι» — [[ολόψυχα]], ολοκληρωτικά<br />β) «[[σώμα]] με [[σώμα]]» ή «[[σώμα]] [[προς]] [[σώμα]]»<br />(για [[μάχη]]) εκ του [[συστάδην]], με άμεση [[συμπλοκή]] με τον εχθρό<br />γ) «εν σώματι» — όλοι [[μαζί]], με όλα τα [[μέλη]] ενός συνόλου<br />δ) «απλό [[σώμα]]»<br /><b>χημ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] του χημικού στοιχείου<br />ε) «αστρικό [[σώμα]]»<br /><b>αστρον.</b> το [[ουράνιο]] [[σώμα]]<br />στ) «ετερόφωτο [[σώμα]]»<br /><b>αστρον.</b> [[ουράνιο]] [[σώμα]], [[χωρίς]] δικό του φως, που ανακλά το φως του Ηλίου το οποίο προσπίπτει [[επάνω]] του<br />ζ) «ακτινωτό [[σώμα]]»<br /><b>ανατ.</b> [[μοίρα]] του αγγειώδους χιτώνα του οφθαλμού με [[πάρα]] πολλές προσεκβολές, από τις οποίες αναρτάται ο [[κρυσταλλοειδής]] [[φακός]]<br />η) «ραβδωτό [[σώμα]]»<br /><b>ανατ.</b> φαιά [[μάζα]] στη [[βάση]] του εγκεφάλου του ανθρώπου<br />θ) «[[ξένο]] [[σώμα]]» ή αλλότριο [[σώμα]]»<br />i) <b>ιατρ.</b> [[σώμα]] που δεν αποτελεί [[μέρος]] του οργανισμού [[αλλά]] έχει εισέλθει από έξω ή έχει σχηματιστεί [[μέσα]] του<br />ii) <b>([[κτην]].)</b> [[αντικείμενο]] που προσλαμβάνεται [[μαζί]] με την [[τροφή]] από μυρηκαστικά και το οποίο, όταν [[είναι]] αιχμηρό, μπορεί να προκαλέσει τραυματική δικτυοπεριτονίτιδα λόγω μετανάστευσης διά μέσου του πεπτικού [[σωλήνα]] [[προς]] το [[διάφραγμα]] και την [[καρδιά]]<br />ι) «κοκκιώδες [[σώμα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[ονομασία]] λευκοκυττάρου μεγάλων διαστάσεων, που [[είναι]] γεμάτο με λιπώδεις κοκκιάσεις και απαντά σε [[αφθονία]] σε περιπτώσεις βλαβών του νευρικού συστήματος, ιδιαίτερα στην εγκεφαλική [[μαλάκυνση]] και σε άλλες εκφυλιστικές διεργασίες<br />ια) «κεντρικό [[σώμα]]»<br /><b>βιολ.</b> κεντρική χρωματινική [[μάζα]] τών κυανοφυκών, η οποία θεωρείται ως [[διάχυτος]] [[πυρήνας]]<br />ιβ) «[[μέλαν]] [[σώμα]]»<br /><b>φυσ.</b> <b>βλ.</b> [[μέλας]]<br />ιγ) «νομοθετικό [[σώμα]]»<br /><b>(νομ.)</b> <b>βλ.</b> [[νομοθετικός]]<br />ιδ) «[[σώμα]] του εγκλήματος»<br /><b>(νομ.)</b> το όργανο που χρησιμοποιήθηκε για την [[τέλεση]] του εγκλήματος<br />ιε) «[[σώμα]] εφοδιασμού και μεταφορών» — οργανωμένο [[σώμα]] του στρατού ξηράς, το οποίο έχει την [[ευθύνη]] για τη [[μεταφορά]] τών στρατευμάτων, όπου απαιτηθεί, και για τον εφοδιασμό και ανεφοδιασμό του στρατού σε καιρό ειρήνης ή πολέμου<br />ιστ) «[[σώμα]] στρατού»<br /><b>στρ.</b> [[μορφή]] σχηματισμού του στρατού ξηράς που αποτελείται από [[σύνολο]] μεραρχιών και συγκροτημάτων διαφόρων όπλων και σωμάτων, υπό την ενιαία [[διοίκηση]] αντιστρατήγου<br />ιζ) «[[σώμα]] υλικού πολέμου»<br /><b>στρ.</b> [[σώμα]] του στρατού ξηράς του οποίου [[αποστολή]] [[είναι]] να αποθηκεύει και να εφοδιάζει τις μονάδες με υλικό πολέμου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σύνολο]] προσώπων που συγκροτούν θρησκευτική [[κοινότητα]], [[οργάνωση]], [[τάξη]], [[ομάδα]] με καθορισμένες αρμοδιότητες (α. «δικαστικό [[σώμα]]» β. «νομοθετικό [[σώμα]]» γ. «τῷ προειρημένῳ σώματι τών Χριστιανῶν», Ευσ.)<br /><b>2.</b> συγκροτημένο [[βιβλίο]], [[τόμος]] [[μετά]] τη [[βιβλιοδεσία]] (α. «έχουν απομείνει [[είκοσι]] σώματα του πρώτου [[τόμου]]» β. «[[βιβλίον]] ἔχον ὅλην τὴν νέαν διαθήκην ἐν σώματι πολὺ καλῷ», Μόσχ. Ι.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ουράνιο]](ν) [[σώμα]]» — [[γενικός]] [[χαρακτηρισμός]] για τους πλανήτες, τους αστέρες και τους γαλαξίες<br /><b>μσν.</b><br />προσωπική [[εργασία]], προσωπική [[αγγαρεία]] («κελεύει δὲ ἐκ τούτων ὀκτακόσια μὲν ἐν σώματι λειτουργεῖν, τὰ δὲ λοιπὰ ἐν ἀπαργυρισμῷ», Αθ. Σχιλ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μορφή]], [[κατά]] λέξιν [[σημασία]] τών γραφών («μή τὸ [[σῶμα]] τῆς ἐπιστολῆς ἀναγινώσκειν μόνον, αλλὰ καὶ τὴν [[κάτω]] κειμένην πρόσρησιν», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αἱ τοῦ σώματος ἡδοναί» ή «αἱ κατὰ τὸ [[σῶμα]] ἡδοναί» — οι σαρκικές απολαύσεις, [[κυρίως]] η σεξουαλική [[ηδονή]] (<b>Πλάτ.</b> Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> υλική ύπαρξη («ἢ μέγεθός ἐστιν ἢ σῶμά ἐστι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ τοῦ σώματος ἔργα» — οι σωματικοί κόποι, η χειρωνακτική [[εργασία]] (<b>Ξεν.</b>)<br />β) «τὰ εἰς τὸ [[σῶμα]] ἀδικήματα» — αδικήματα που στρέφονται [[κατά]] της σωματικής ακεραιότητας <b>πάπ.</b><br />γ) «οἰκετικὰ σώματα» — οι δούλοι <b>(Αισχίν.)</b><br />δ) «[[σῶμα]] παιδοποιόν» — το γεννητικό όργανο <b>(Αιλ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ., άγνωστης ετυμολ., πιθ. αρχαία, η οποία παραμένει δυσερμήνευτη όπως και τ. άλλων ΙΕ γλωσσών με την [[ίδια]] σημ. (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>corpus</i>). Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[σώμα]] έχει προέλθει από έναν τ. <i>tu</i><i>ō</i><i>mn</i> με αρχική σημ. «[[φούσκωμα]], [[πρήξιμο]]» (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>t</i><i>ē</i><i>u</i>- «[[φουσκώνω]]») και συνδέεται, [[επομένως]], με τον τ. <i>σω</i>-<i>ρός</i>, ο [[οποίος]] εμφανίζει διαφορετικό [[επίθημα]] (<b>βλ.</b> και λ. [[σώος]]). Έχουν [[επίσης]] απόψεις για διάφορες άλλες συνδέσεις, όπως π.χ. με το ρ. [[σήπομαι]] (μέσω ενός τ. <i>σῶπ</i>-<i>μα</i>), με το ρ. [[σίνομαι]] «[[βλάπτω]]» ή με το αρχ. ινδ. <i>sty</i><i>ā</i> «[[πήζω]], [[γίνομαι]] [[σκληρός]]», οι οποίες, όμως, παραμένουν ανεπιβεβαίωτες. Η λ. απαντά ως β' συνθετικό πολλών λ. με τις μορφές -<i>σώματος</i> (από το θ. της γεν.) και σπανιότερα -<i>σωμος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[σωματίδιο]](<i>ν</i>), [[σωματικός]], [[σωμάτιο]](<i>ν</i>), [[σωματώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σωματίζω]], [[σωμάτινος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[σωματότης]], [[σωματώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[σωματείο]](<i>ν</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σωματάκι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[σωμασκία]], [[σωματέμπορος]], <i>σωματοφύλακα</i>(-<i>αξ</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[σωματεκμαγείον]], [[σωματεμπορώ]], [[σωματοβλάβεια]], [[σωματοθήκη]], [[σωματοκάπηλος]], [[σωματομαχώ]], [[σωματοπλαστώ]], [[σωματοπλόκος]], [[σωματοποιός]], [[σωματοπρεπής]], [[σωματοτροφείον]], [[σωματοφθορώ]], <i>σωματοφορδός</i>, [[σωματοφυής]], [[σωματοφυλάκιον]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[σωματοειδής]], [[σωματοποιώ]], [[σωματουργός]], [[σωματοφθόρος]], [[σωματοφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σωματέμψυχος]], [[σωματηγός]], [[σωματοβόρος]], [[σωματογραφώ]], <i>σωματοεμψυχωμένως</i>, [[σωματοκτόνος]], [[σωματομιξία]], [[σωματόμορφος]], [[σωματοπράτης]], [[σωματόστρωτος]], [[σωματοτροφώ]], [[σωματοφρουρητήρ]], [[σωματοψύχως]], [[σωμαφορώ]], [[σωμεραστής]], [[σωμόβουβλον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σωματάρχης]], [[σωματογνωσία]], [[σωματογραφία]], [[σωματολογία]], [[σωματομετρία]], [[σωματόπλασμα]], [[σωματοσκοπία]], <i>σωματοτονία</i>, [[σωματοτροπίνη]], [[σωματοτρόπος]]. (Β' συνθετικό) [[ασώματος]] / [[άσωμος]], [[βαρύσωμος]], [[βραχύσωμος]], [[ενσώματος]], [[εύσωμος]] / -<i>σώματος</i>, [[λεπτόσωμος]], [[μεγαλόσωμος]] / -<i>σώματος</i>, [[ολοσώματος]] / [[ολόσωμος]], [[πλατύσωμος]], [[σύσσωμος]] / -<i>σώματος</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[απαλοσώματος]], [[δισώματος]] / [[δίσωμος]], [[επισώματος]] / [[επίσωμος]], [[ηδυσώματος]], <i>θηλυκόσωμος</i>, [[ισοσώματος]] / <i>ισόσωμος</i>, [[ισχυροσώματος]], [[κοιλοσώματος]], [[λευκοσώματος]], [[λιμνοσώματος]], [[μαλακόσωμος]], [[μεγιστόσωμος]], [[μελανοσώματος]], [[μισοσώματος]], [[μονόσωμος]], [[ολιγοσώματος]], [[παντοσώματος]], [[πολυσώματος]], [[πυρισώματος]], [[σκληροσώματος]], [[στερνοσώματος]], [[στερροσώματος]], [[τρισώματος]] / [[τρίσωμος]], [[τρυγοσώματος]], [[φιλοσώματος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γιγαντόσωμος]], [[γυμνόσωμος]], <i>ισχνόσωμος</i>, [[καλλίσωμος]], [[κοντόσωμος]], [[μακρόσωμος]], [[μικρόσωμος]], [[παχύσωμος]], [[υψηλόσωμος]], [[χοντρόσωμος]], <i>ωραιόσωμος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm