Anonymous

τοσοῦτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο"
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>τοσοῡτος</b> n. s. pro adv., correl., [[τοσοῦτο]] [[ὅσον]], <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> as [[far]] as μακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι τοσοῦθ, [[ὅσον]] ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης [[ὑπὲρ]] ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν (I. 2.35)
|sltr=<b>τοσοῦτος</b> n. s. pro adv., correl., [[τοσοῦτο]] [[ὅσον]], <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> as [[far]] as μακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι τοσοῦθ, [[ὅσον]] ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης [[ὑπὲρ]] ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν (I. 2.35)
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τοσαύτη, τοσοῡτο(ν), ΜΑ, και επικ. τ. τοσσοῡτος και αιολ. τ. τεσσοῡτος, Α<br />(δεικτ. αντων.)<br /><b>1.</b> [[τόσος]], τόσο [[μεγάλος]], τόσο [[πολύς]] («χρόνον τοσοῡτον, εἰς ὅσον, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (η αιτ. εν. ή πληθ. του ουδ. ως επίρρ.) <i>τοσοῡτο</i>(<i>ν</i>), <i>τοσοῡτο</i>.<br />τόσο πολύ ή τόσο περισσότερο (α. «τοσαῡτα μάχεσθαι ὅσα ἀναγκάζονται», <b>Θουκ.</b><br />β. «ἤ τοσσοῡτον... ἤ ἔτι μᾱσσον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (η δοτ. εν. του ουδ. με παραθετικό ως επίρρ. επιτατικό) τόσο περισσότερο («τοσούτῳ μοι γίνεται πολεμιωτέρη ὅσῳ ἄν προβαίνῃς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) τόσο [[ψηλός]], τόσο [[μεγαλόσωμος]] («καὶ σε τοσοῡτον ἔθηκα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τοσ</i>(<i>σ</i>)<i>οῡτο</i>(<i>ν</i>)<br />τόσο [[μεγάλη]] [[ποσότητα]], τόσο πολύ («τοσσοῡτον ὀνήσιος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἕτερον τοσοῡτον» — [[άλλο]] τόσο (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) ἕτεροι [ή ἄλλοι] τοσοῡτοι» — άλλοι τόσοι (Ανδοκ.-<b>Ξεν.</b>)<br />γ) «διὰ τοσούτου» — σε τόσο μικρή [[απόσταση]], τόσο [[κοντά]]<br />δ) «ἐκ τοσούτου» — από τόσο [[μακριά]] (<b>Ξεν.</b>)<br />ε) «[[μέχρι]] τοσούτου» — ώς τέτοιο [[σημείο]] (<b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόσος]] / [[τόσσος]], [[κατά]] το <i>οὖτος</i> (<b>πρβλ.</b> [[τοιοῦτος]]: [[τοῖος]])].
|mltxt=τοσαύτη, τοσοῦτο(ν), ΜΑ, και επικ. τ. τοσσοῦτος και αιολ. τ. τεσσοῦτος, Α<br />(δεικτ. αντων.)<br /><b>1.</b> [[τόσος]], τόσο [[μεγάλος]], τόσο [[πολύς]] («χρόνον τοσοῦτον, εἰς ὅσον, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (η αιτ. εν. ή πληθ. του ουδ. ως επίρρ.) <i>τοσοῦτο</i>(<i>ν</i>), <i>τοσοῦτο</i>.<br />τόσο πολύ ή τόσο περισσότερο (α. «τοσαῡτα μάχεσθαι ὅσα ἀναγκάζονται», <b>Θουκ.</b><br />β. «ἤ τοσσοῦτον... ἤ ἔτι μᾱσσον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (η δοτ. εν. του ουδ. με παραθετικό ως επίρρ. επιτατικό) τόσο περισσότερο («τοσούτῳ μοι γίνεται πολεμιωτέρη ὅσῳ ἄν προβαίνῃς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) τόσο [[ψηλός]], τόσο [[μεγαλόσωμος]] («καὶ σε τοσοῦτον ἔθηκα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τοσ</i>(<i>σ</i>)<i>οῦτο</i>(<i>ν</i>)<br />τόσο [[μεγάλη]] [[ποσότητα]], τόσο πολύ («τοσσοῦτον ὀνήσιος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἕτερον τοσοῦτον» — [[άλλο]] τόσο (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) ἕτεροι [ή ἄλλοι] τοσοῦτοι» — άλλοι τόσοι (Ανδοκ.-<b>Ξεν.</b>)<br />γ) «διὰ τοσούτου» — σε τόσο μικρή [[απόσταση]], τόσο [[κοντά]]<br />δ) «ἐκ τοσούτου» — από τόσο [[μακριά]] (<b>Ξεν.</b>)<br />ε) «[[μέχρι]] τοσούτου» — ώς τέτοιο [[σημείο]] (<b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόσος]] / [[τόσσος]], [[κατά]] το <i>οὖτος</i> (<b>πρβλ.</b> [[τοιοῦτος]]: [[τοῖος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm