Anonymous

ποθώ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  28 March 2021
m
Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο"
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ποθώ]] -έω, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ποθήω, Α<br /><b>1.</b> [[επιθυμώ]] έντονα [[κάτι]] που στερήθηκα<br />(α. «ποθούσα να ξαναδώ τη [[μάνα]] μου» β. «ποθείς τὸν οὐ παρόντα καὶ [[μάτην]] καλεῑς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω έντονη ερωτική [[επιθυμία]] («καὶ συνοῡσαν αὐτῷ ποθεῖν αὐτόν», λουκ.)<br /><b>3.</b> [[επιθυμώ]], [[λαχταρώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («τοιοῡτοι ὄντες ἐπόθουν εἰς τὴν Ἑλλάδα σῴζεσθαι»)<br /><b>4.</b> (το ουδ. παθ. μτχ.) <i>τὸ ποθούμενω</i>(<i>ν</i>)<br />ό,τι επιθυμεί πολύ [[κάποιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[απαιτώ]], έχω [[ανάγκη]] από [[κάτι]] («τί γὰρ ποθεῑ [[τράπεζα]]»; <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. εν.) <i>τὸ ποθοῦν
|mltxt=[[ποθώ]] -έω, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ποθήω, Α<br /><b>1.</b> [[επιθυμώ]] έντονα [[κάτι]] που στερήθηκα<br />(α. «ποθούσα να ξαναδώ τη [[μάνα]] μου» β. «ποθείς τὸν οὐ παρόντα καὶ [[μάτην]] καλεῑς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω έντονη ερωτική [[επιθυμία]] («καὶ συνοῡσαν αὐτῷ ποθεῖν αὐτόν», λουκ.)<br /><b>3.</b> [[επιθυμώ]], [[λαχταρώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («τοιοῦτοι ὄντες ἐπόθουν εἰς τὴν Ἑλλάδα σῴζεσθαι»)<br /><b>4.</b> (το ουδ. παθ. μτχ.) <i>τὸ ποθούμενω</i>(<i>ν</i>)<br />ό,τι επιθυμεί πολύ [[κάποιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[απαιτώ]], έχω [[ανάγκη]] από [[κάτι]] («τί γὰρ ποθεῑ [[τράπεζα]]»; <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. εν.) <i>τὸ ποθοῦν
</i><br />ο [[πόθος]], η [[επιθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. <i>ποθῶ</i> και [[πόθος]] ανάγονται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ghwodh</i> της ΙΕ ρίζας <i>gh</i><sup>w</sup><i>edh</i>- «[[παρακαλώ]], [[ποθώ]], [[λαχταρώ]]». Την απαθή [[βαθμίδα]] της ίδιας ρίζας εμφανίζει ο αορ. [[θέσσασθαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θεθ</i>-<i>σασ</i>-<i>θαι</i>), από το θ. του οποίου έχει προέλθει, [[κατά]] το [[σχήμα]] [[λόγος]]: [[λέγω]], η λ. [[πόθος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φόθος</i>, με [[ανομοίωση]] τών δασέων. Για την [[εναλλαγή]] του αρκτικού -<i>φ</i>- και -<i>θ</i>- <b>πρβλ.</b> [[θείνω]]: [[φόνος]], <b>βλ. λ.</b> [[θείνω]]). Το ρ. [[ποθώ]] αποτελεί [[είτε]] ενεστ. επιτατικού-επαναληπτικού τύπου, αντίστοιχο του τ. [[θέσσασθαι]] (<b>πρβλ.</b> [[στροφέω]]: [[στρέφω]]) [[είτε]] μετονοματικό παρ. της λ. [[πόθος]] (<b>πρβλ.</b> και το [[σύστημα]] [[φοβέω]]: [[φόβος]]: [[φέβομαι]])].
</i><br />ο [[πόθος]], η [[επιθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. <i>ποθῶ</i> και [[πόθος]] ανάγονται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ghwodh</i> της ΙΕ ρίζας <i>gh</i><sup>w</sup><i>edh</i>- «[[παρακαλώ]], [[ποθώ]], [[λαχταρώ]]». Την απαθή [[βαθμίδα]] της ίδιας ρίζας εμφανίζει ο αορ. [[θέσσασθαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θεθ</i>-<i>σασ</i>-<i>θαι</i>), από το θ. του οποίου έχει προέλθει, [[κατά]] το [[σχήμα]] [[λόγος]]: [[λέγω]], η λ. [[πόθος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φόθος</i>, με [[ανομοίωση]] τών δασέων. Για την [[εναλλαγή]] του αρκτικού -<i>φ</i>- και -<i>θ</i>- <b>πρβλ.</b> [[θείνω]]: [[φόνος]], <b>βλ. λ.</b> [[θείνω]]). Το ρ. [[ποθώ]] αποτελεί [[είτε]] ενεστ. επιτατικού-επαναληπτικού τύπου, αντίστοιχο του τ. [[θέσσασθαι]] (<b>πρβλ.</b> [[στροφέω]]: [[στρέφω]]) [[είτε]] μετονοματικό παρ. της λ. [[πόθος]] (<b>πρβλ.</b> και το [[σύστημα]] [[φοβέω]]: [[φόβος]]: [[φέβομαι]])].
}}
}}