Anonymous

προκάθημαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ και ιων. τ. [[προκάτημαι]] Α [[κάθημαι]]<br /><b>1.</b> [[στέκω]], [[κάθομαι]] [[μπροστά]] από κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] [[κατά]] [[προτίμηση]] [[μπροστά]] άπο άλλους [[επειδή]] [[κατέχω]] τιμητική [[θέση]] (α. «οι προκαθήμενοι στο [[θέατρο]] [[είναι]] [[συνήθως]] επίσημοι» β. «προκάθηνται καθ' ἡλικίαν καὶ τιμήν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> έχω την πρωτακαθεδρία, [[προεδρεύω]], [[προΐσταμαι]]<br /><b>4.</b> <b>εκκλ.</b> (το αρσ. της μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>ο προκαθήμενος</i><br />α) [[κληρικός]] που κατέχει ανώτερη [[θέση]] [[ανάμεσα]] σε άλλους κληρικούς ως [[ηγέτης]] μιας Εκκλησίας (α. «ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος» — ο [[αρχιεπίσκοπος]] Αθηνών και πάσης Ελλάδος<br />β. «ο προκαθήμενος της Δυτικής Εκκλησίας» — ο [[πάπας]])<br />β) [[πρόεδρος]] τοπικής εκκλησιαστικής συνόδου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βρίσκομαι ή [[κατοικώ]] [[μπροστά]] ή [[μακριά]] από άλλους («προκατημένους τοσοῡτο πρὸ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος» — λεγόταν για τους Θεσσαλούς που βρίσκονταν [[μακριά]] από τις κύριες ελληνικές πόλεις, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] [[μπροστά]] από ένα [[μέρος]] ώστε να το [[υπερασπίζω]] («ὁ δὲ [[πολύπους]] ὁ [[θῆλυς]]... ἐπὶ τῷ στόματι προκάθηται τῆς θαλάμης, τὴν πλεκτάνην ἐπέχων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προφυλάσσω]], [[προστατεύω]] (α. «φὰς αὐτὸς ἱκανὸς [[εἶναι]] τῶν ἑαυτοῦ προκατῆσθαι», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «αἱ προκαθήμενοι θεαὶ τῆς πόλεως», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κάθομαι]] -[[μπροστά]] από τον δήμο, [[προεδρεύω]] σε [[δημόσια]] [[συνεδρίαση]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] πιο [[έντονος]] («γεύσεως [[ὄσφρησις]] προκάθηται», Φίλ.).
|mltxt=ΝΜΑ και ιων. τ. [[προκάτημαι]] Α [[κάθημαι]]<br /><b>1.</b> [[στέκω]], [[κάθομαι]] [[μπροστά]] από κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] [[κατά]] [[προτίμηση]] [[μπροστά]] άπο άλλους [[επειδή]] [[κατέχω]] τιμητική [[θέση]] (α. «οι προκαθήμενοι στο [[θέατρο]] [[είναι]] [[συνήθως]] επίσημοι» β. «προκάθηνται καθ' ἡλικίαν καὶ τιμήν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> έχω την πρωτακαθεδρία, [[προεδρεύω]], [[προΐσταμαι]]<br /><b>4.</b> <b>εκκλ.</b> (το αρσ. της μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>ο προκαθήμενος</i><br />α) [[κληρικός]] που κατέχει ανώτερη [[θέση]] [[ανάμεσα]] σε άλλους κληρικούς ως [[ηγέτης]] μιας Εκκλησίας (α. «ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος» — ο [[αρχιεπίσκοπος]] Αθηνών και πάσης Ελλάδος<br />β. «ο προκαθήμενος της Δυτικής Εκκλησίας» — ο [[πάπας]])<br />β) [[πρόεδρος]] τοπικής εκκλησιαστικής συνόδου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βρίσκομαι ή [[κατοικώ]] [[μπροστά]] ή [[μακριά]] από άλλους («προκατημένους τοσοῦτο πρὸ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος» — λεγόταν για τους Θεσσαλούς που βρίσκονταν [[μακριά]] από τις κύριες ελληνικές πόλεις, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] [[μπροστά]] από ένα [[μέρος]] ώστε να το [[υπερασπίζω]] («ὁ δὲ [[πολύπους]] ὁ [[θῆλυς]]... ἐπὶ τῷ στόματι προκάθηται τῆς θαλάμης, τὴν πλεκτάνην ἐπέχων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προφυλάσσω]], [[προστατεύω]] (α. «φὰς αὐτὸς ἱκανὸς [[εἶναι]] τῶν ἑαυτοῦ προκατῆσθαι», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «αἱ προκαθήμενοι θεαὶ τῆς πόλεως», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κάθομαι]] -[[μπροστά]] από τον δήμο, [[προεδρεύω]] σε [[δημόσια]] [[συνεδρίαση]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[είμαι]] πιο [[έντονος]] («γεύσεως [[ὄσφρησις]] προκάθηται», Φίλ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm