Anonymous

κατακόβω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "αῑοι" to "αῖοι"
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
m (Text replacement - "αῑοι" to "αῖοι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κατακόπτω]] και [[κατακόφτω]] (AM [[κατακόπτω]])<br /><b>1.</b> [[κόβω]] [[κάτι]] σε [[πολλά]] τεμάχια, [[κατακομματιάζω]] («κατακόπτειν τὰ ἀγάλματα», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κόβω]] [[κάτι]] σε μεγάλο [[βάθος]] και [[έκταση]]<br /><b>3.</b> [[σφάζω]], [[πετσοκόβω]] («τοὺς καταφυγόντας ἐκ τῆς μάχης καταγινέων κατέκοπτε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>κατακόβομαι</i> και <i>κατακόπτομαι</i><br />εξαντλούμαι από την [[κούραση]], κουράζομαι [[πάρα]] πολύ («κατακόπηκα στη δουλειά όλη τη [[μέρα]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[καταβάλλω]] μεγάλες προσπάθειες («κατακόπηκε για να μέ βοηθήσει»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[βασανίζω]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κατακομμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />α) πληγωμένος<br />β) [[θλιμμένος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταστρέφω]], [[εξολοθρεύω]] («τὴν μόραν κατέκοψεν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δέρνω]], [[χτυπώ]] («κράζων και κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[θρηνώ]], [[υποφέρω]], βασανίζομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δενδροτομώ]]<br /><b>2.</b> [[καταπονώ]], [[κατακουράζω]] («[[ὅπως]] μὴ κατακόπτωσι τοὺς ἵππους οἱ τελευταῑοι τὸν ἡγεμόνα διώκοντες», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ενοχλώ]] με [[λόγια]]<br /><b>4.</b> [[κόβω]] σε [[νόμισμα]] («ἐπεὰν δὲ δεηθῇ χρημάτων, κατακόπτει τοσοῦτο, ὅσου ἂν [[ἑκάστοτε]] δέηται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[λέξις]] κατακεκομμένη» — [[λόγος]] που αποτελείται από μικρά κώλα ή μικρές προτάσεις.
|mltxt=και [[κατακόπτω]] και [[κατακόφτω]] (AM [[κατακόπτω]])<br /><b>1.</b> [[κόβω]] [[κάτι]] σε [[πολλά]] τεμάχια, [[κατακομματιάζω]] («κατακόπτειν τὰ ἀγάλματα», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κόβω]] [[κάτι]] σε μεγάλο [[βάθος]] και [[έκταση]]<br /><b>3.</b> [[σφάζω]], [[πετσοκόβω]] («τοὺς καταφυγόντας ἐκ τῆς μάχης καταγινέων κατέκοπτε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>κατακόβομαι</i> και <i>κατακόπτομαι</i><br />εξαντλούμαι από την [[κούραση]], κουράζομαι [[πάρα]] πολύ («κατακόπηκα στη δουλειά όλη τη [[μέρα]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[καταβάλλω]] μεγάλες προσπάθειες («κατακόπηκε για να μέ βοηθήσει»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[βασανίζω]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κατακομμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />α) πληγωμένος<br />β) [[θλιμμένος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταστρέφω]], [[εξολοθρεύω]] («τὴν μόραν κατέκοψεν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δέρνω]], [[χτυπώ]] («κράζων και κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[θρηνώ]], [[υποφέρω]], βασανίζομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δενδροτομώ]]<br /><b>2.</b> [[καταπονώ]], [[κατακουράζω]] («[[ὅπως]] μὴ κατακόπτωσι τοὺς ἵππους οἱ τελευταῖοι τὸν ἡγεμόνα διώκοντες», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ενοχλώ]] με [[λόγια]]<br /><b>4.</b> [[κόβω]] σε [[νόμισμα]] («ἐπεὰν δὲ δεηθῇ χρημάτων, κατακόπτει τοσοῦτο, ὅσου ἂν [[ἑκάστοτε]] δέηται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[λέξις]] κατακεκομμένη» — [[λόγος]] που αποτελείται από μικρά κώλα ή μικρές προτάσεις.
}}
}}