Anonymous

διφυής: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  28 March 2021
m
Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[διφυής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο [[φύσεις]], που συνενώνει ανθρώπινα και ζωώδη χαρακτηριστικά (για τους Κενταύρους, τον Πάνα, τη [[Σφίγγα]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διπλός]], [[διμερής]] («διφυεῑς κόραι», «διφυεῑς ὀφρύες», «[[στῆθος]] διφυὲς μαστοῑς»)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[δέντρο]]) εκείνο του οποίου ο [[κορμός]] διακλαδίζεται σε δύο μεγάλα κλαδιά.
|mltxt=-ές (AM [[διφυής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δύο [[φύσεις]], που συνενώνει ανθρώπινα και ζωώδη χαρακτηριστικά (για τους Κενταύρους, τον Πάνα, τη [[Σφίγγα]] <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διπλός]], [[διμερής]] («διφυεῑς κόραι», «διφυεῑς ὀφρύες», «[[στῆθος]] διφυὲς μαστοῖς»)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[δέντρο]]) εκείνο του οποίου ο [[κορμός]] διακλαδίζεται σε δύο μεγάλα κλαδιά.
}}
}}
{{lsm
{{lsm