Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσστέλλω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />(η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>προσεσταλμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />α) αυτός που [[είναι]] πολύ [[κοντά]] σε [[κάτι]], ο προσκολλημένος σε [[κάτι]] («αἱ σάρκες αὐτοῑς ὀστέοις προσεσταλμέναι», <b>Λουκιαν.</b>)<br />(αρχ)<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («τὸν ἱστὸν ἐκ τῶν μεσοκοίλων ἀπάραντες καρχησίῳ τὸ [[κέρας]] προσεστείλαμεν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[συστέλλω]] («[[προσστέλλω]] τοὺς μηρούς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) <i>προσστέλλομαι</i><br />α) (<b>για πρόσ.</b>) [[έρχομαι]] [[κοντά]] σε άλλους και, [[κυρίως]], συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι [[κάπου]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <b>μτφ.</b> [[ανεπιτήδευτος]], [[απλός]] («[[ἐπιστήμη]] προσεσταλμένη και [[κοσμία]]», Πλατ.).
|mltxt=ΜΑ<br />(η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>προσεσταλμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />α) αυτός που [[είναι]] πολύ [[κοντά]] σε [[κάτι]], ο προσκολλημένος σε [[κάτι]] («αἱ σάρκες αὐτοῖς ὀστέοις προσεσταλμέναι», <b>Λουκιαν.</b>)<br />(αρχ)<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («τὸν ἱστὸν ἐκ τῶν μεσοκοίλων ἀπάραντες καρχησίῳ τὸ [[κέρας]] προσεστείλαμεν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[συστέλλω]] («[[προσστέλλω]] τοὺς μηρούς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) <i>προσστέλλομαι</i><br />α) (<b>για πρόσ.</b>) [[έρχομαι]] [[κοντά]] σε άλλους και, [[κυρίως]], συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι [[κάπου]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) <b>μτφ.</b> [[ανεπιτήδευτος]], [[απλός]] («[[ἐπιστήμη]] προσεσταλμένη και [[κοσμία]]», Πλατ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm