Anonymous

ἥλιος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  28 March 2021
m
Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι"
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και γήλιος, ο (AM [[ἥλιος]], Α, επικ. τ. [[ἠέλιος]], δωρ. και αιολ. τ. [[ἀέλιος]], δωρ. τ. και ἄλιος, αρκαδ. τ. [[ἀέλιος]] ή ἁέλιος)<br /><b>1.</b> φωτεινό [[ουράνιο]] [[σώμα]] (το [[κέντρο]] του πλανητικού συστήματος), του οποίου το φως μάς χαρίζει την [[ημέρα]] ενώ η [[απουσία]] του φέρνει τη [[νύχτα]] («ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου», δημ. τραγ.)<br /><b>2.</b> η [[ακτινοβολία]], το φως ή η [[θερμότητα]] που εκπέμπει ο [[ήλιος]] (α. «μ' έκαψε ο [[ήλιος]]» β. «ἥλιον [[εἶναι]] ἐπὶ τοῖς [[ὄρεσι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> φως, [[χαρά]], [[ελπίδα]] («ἡλίους τὰ ἀρσενικά [[τέκνα]] οἱ γονεῑς ὑποκοριζόμενοι καλοῡσι», Αρτεμίδ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «υπό τον ήλιο(ν)» ή «υφ' ήλιον» — στη γη, σε αυτό τον κόσμο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> [[κάθε]] [[ουράνιο]] [[σώμα]] που αποτελεί το [[κέντρο]] του πλανητικού συστήματος<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[ηλίανθος]]<br /><b>3.</b> η [[εικόνα]], η [[απεικόνιση]] του ήλιου<br /><b>4.</b> ο πολύ [[ωραίος]], ο πολύ όμορφος («λάμπει σαν τον ήλιο»)<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> α) «με τον ήλιο τά [[μπάζω]], με τον ήλιο τά [[βγάζω]]<br />τί έχουν τα [[έρμα]] και ψοφούν;» — δεν προκόβουν αυτοί που ξεκινούν [[αργά]] την καθημερινή τους [[εργασία]] και σταματούν [[νωρίς]]<br />β) «βαρεί του ήλιου πετριές» — για μεγάλες, [[αλλά]] μάταιες προσπάθειες<br />γ) «άναψε μου το λύχνο να δω τον ήλιο» — γι' αυτούς που δεν διακρίνουν και τα πιο οφθαλμοφανή πράγματα<br />δ) «[[σπίτι]] που δεν το βλέπει ο [[ήλιος]], το βλέπει ο [[γιατρός]]» — τα ανήλια σπίτια [[είναι]] ανθυγιεινά<br /><b>6.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[ήλιος]] [[ήλιος]] και [[βροχή]] που παντρεύονται οι φτωχοί»<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «μέ πιάνει ο [[ήλιος]]»<br />«[[μαυρίζω]]» από τις ακτίνες του ήλιου<br />β) «[[ήλιος]] με δόντια» — παγερή [[μέρα]] με [[λιακάδα]]<br />γ) «η [[χώρα]] του ανατέλλοντος ηλίου» — η Ιαπωνία<br />δ) «[[μέχρι]] τέρματος ηλίου» — ώς τη [[συντέλεια]] του κόσμου<br />ε) <b>αστρον.</b> «ηλίου [[κύκλος]]» — [[περίοδος]] 28 ετών [[κατά]] την οποία οι ημέρες της εβδομάδας επανέρχονται με την [[ίδια]] [[τάξη]] στο ιουλιανό [[ημερολόγιο]], ενώ στο γρηγοριανό η [[ίδια]] [[τάξη]] ημερών επανέρχεται [[κάθε]] 400 έτη<br />στ) «δεν έχω στον ήλιο [[μοίρα]]» — [[είμαι]] [[απροστάτευτος]] ή δεν έχω [[καθόλου]] χρήματα<br />ζ) «θα πάω [[εκεί]] που ψήνει ο [[ήλιος]] το [[ψωμί]]» — θα φύγω και θα πάω σε πολύ μακρινή [[χώρα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />«κάθεται ο [[ήλιος]]» ή «κλίνει ο [[ήλιος]]» — βασιλεύει ο [[ήλιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἥλιοι</i><br />αγάλματα ή μνημεία αφιερωμένα στον θεό Ήλιο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δίδει ό [[ήλιος]]» — ανατέλλει ο [[ήλιος]]<br />β) «ανατολικά του ηλίου» — ανατολικά<br />γ) «ώρα πρὸς τὸν ήλιον» — [[απόγευμα]]<br />δ) «εἰς ἥλιον καὶ φεγγάριν» — [[μέρα]] [[νύχτα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το φως της ημέρας, η [[ημέρα]] («λέγ' ἡλίους, ἐν οἷσιν ἁγνεύει [[λεχώ]]» — λέγε τις ημέρες την τελευταία από τις οποίες κάνει τον καθαρμό της η [[λεχώ]], <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[έτος]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> α) οι ακτίνες του ήλιου<br />β) οι ηλιόλουστες ημέρες<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἡλίου [[ἀστήρ]]» — ο [[πλανήτης]] [[Κρόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σaFέλıoc</i>. To <i>F</i> διατηρείται στον κρητικό τ. [[ἀβέλιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἁFέλıoς</i>, με [[ψίλωση]] σε ορισμένες διαλέκτους, <b>[[πρβλ]].</b> δωρ., αιολ., αρκ. [[ἀέλιος]], ενώ στη [[γλώσσα]] τών επών [[ἠέλιος]]). Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>s</i><i>ā</i><i>wel</i>-, η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] της οποίας απαντά [[επίσης]] στο γοτθ. <i>sauil</i> «[[ήλιος]]», ενώ η μηδενισμένη της <i>s</i><i>ū</i><i>l</i>- στα αρχ. ινδ. <i>sura</i>, <i>surya</i> «[[ήλιος]]» και το αρχ. ιρλ. <i>s</i><i>ū</i><i>il</i> «[[μάτι]]». Το λατ. <i>s</i><i>ō</i><i>l</i> «[[ήλιος]]» ανάγεται σε μεταπτωτική [[βαθμίδα]] <i>sw</i><i>ō</i><i>l</i>- της <i>s</i><i>ā</i><i>wel</i>- με μηδενισμένη [[βαθμίδα]] ως [[προς]] το πρώτο [[φωνήεν]] και ετεροιωμένη-εκτεταμένη ως [[προς]] το δεύτερο. Το αρχικό ΙΕ θ. [[πρέπει]] να ήταν ετερόκλιτο ουδ. σε -<i>l</i>-/ -<i>n</i>-. Η ετεροκλισία του διαφαίνεται στην αβεστ. ονομ. <i>hvar</i><i>ә</i> και την <i>g</i><i>ā</i><i>th</i><i>ā</i>- αβεστ. γεν. <i>xveng</i> «ηλίου» [[καθώς]] και στις γερμανικές γλώσσες, ορισμένες εκ τών οποίων έχουν παράλληλους τ. και από τα δύο θ. (<b>[[πρβλ]].</b> γοτθ. <i>sauil</i> [[αλλά]] και <i>sunno</i> «[[ήλιος]]», αγγλοσαξ. <i>s</i><i>ō</i><i>l [[αλλά]] και <i>sunne</i> «[[ήλιος]]», από όπου τα σύγχρ. αγγλ. <i>sun</i> και γερμ. <i>Sonne</i>. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], με την ΙΕ [[ρίζα]] <i>swel</i>- «(σιγο)[[καίω]]» [[είναι]] εντελώς αμφίβολη.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> (<i>η</i>)[[λιάζομαι]], (<i>η</i>)[[λιάζω]], [[ηλιακός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>Ηλιάδες</i>, [[ηλιάς]], [[ηλίτης]], [[ηλιώδης]], <i>ηλιάω</i>-<i>ώ</i>, <i>ηλιόω</i>-<i>ώ</i>/<i>ούμαι</i>, [[ηλιώτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ηλιανθές]], [[ηλιαυγής]], [[ηλιωπός]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ηλιωνυμία</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ηλιανθέλαιο]], [[ηλιάνθεμο]], [[ηλιανθίνη]], [[ηλίανθος]], [[ηλιέλαιο]] (<b>βλ.</b> και λ. <i>ηλιο</i>-). (Β' συνθετικό) [[ανήλιος]], [[ανθήλιος]], [[αντήλιος]], [[ευήλιος]], [[παρήλιος]], [[προσήλιος]], [[υφήλιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αυτοήλιος</i>, [[δυσήλιος]], [[μισήλιος]], [[πανήλιος]], [[πολυήλιος]], [[φυξήλιος]].
|mltxt=και γήλιος, ο (AM [[ἥλιος]], Α, επικ. τ. [[ἠέλιος]], δωρ. και αιολ. τ. [[ἀέλιος]], δωρ. τ. και ἄλιος, αρκαδ. τ. [[ἀέλιος]] ή ἁέλιος)<br /><b>1.</b> φωτεινό [[ουράνιο]] [[σώμα]] (το [[κέντρο]] του πλανητικού συστήματος), του οποίου το φως μάς χαρίζει την [[ημέρα]] ενώ η [[απουσία]] του φέρνει τη [[νύχτα]] («ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου», δημ. τραγ.)<br /><b>2.</b> η [[ακτινοβολία]], το φως ή η [[θερμότητα]] που εκπέμπει ο [[ήλιος]] (α. «μ' έκαψε ο [[ήλιος]]» β. «ἥλιον [[εἶναι]] ἐπὶ τοῖς [[ὄρεσι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> φως, [[χαρά]], [[ελπίδα]] («ἡλίους τὰ ἀρσενικά [[τέκνα]] οἱ γονεῑς ὑποκοριζόμενοι καλοῦσι», Αρτεμίδ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «υπό τον ήλιο(ν)» ή «υφ' ήλιον» — στη γη, σε αυτό τον κόσμο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> [[κάθε]] [[ουράνιο]] [[σώμα]] που αποτελεί το [[κέντρο]] του πλανητικού συστήματος<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[ηλίανθος]]<br /><b>3.</b> η [[εικόνα]], η [[απεικόνιση]] του ήλιου<br /><b>4.</b> ο πολύ [[ωραίος]], ο πολύ όμορφος («λάμπει σαν τον ήλιο»)<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> α) «με τον ήλιο τά [[μπάζω]], με τον ήλιο τά [[βγάζω]]<br />τί έχουν τα [[έρμα]] και ψοφούν;» — δεν προκόβουν αυτοί που ξεκινούν [[αργά]] την καθημερινή τους [[εργασία]] και σταματούν [[νωρίς]]<br />β) «βαρεί του ήλιου πετριές» — για μεγάλες, [[αλλά]] μάταιες προσπάθειες<br />γ) «άναψε μου το λύχνο να δω τον ήλιο» — γι' αυτούς που δεν διακρίνουν και τα πιο οφθαλμοφανή πράγματα<br />δ) «[[σπίτι]] που δεν το βλέπει ο [[ήλιος]], το βλέπει ο [[γιατρός]]» — τα ανήλια σπίτια [[είναι]] ανθυγιεινά<br /><b>6.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[ήλιος]] [[ήλιος]] και [[βροχή]] που παντρεύονται οι φτωχοί»<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «μέ πιάνει ο [[ήλιος]]»<br />«[[μαυρίζω]]» από τις ακτίνες του ήλιου<br />β) «[[ήλιος]] με δόντια» — παγερή [[μέρα]] με [[λιακάδα]]<br />γ) «η [[χώρα]] του ανατέλλοντος ηλίου» — η Ιαπωνία<br />δ) «[[μέχρι]] τέρματος ηλίου» — ώς τη [[συντέλεια]] του κόσμου<br />ε) <b>αστρον.</b> «ηλίου [[κύκλος]]» — [[περίοδος]] 28 ετών [[κατά]] την οποία οι ημέρες της εβδομάδας επανέρχονται με την [[ίδια]] [[τάξη]] στο ιουλιανό [[ημερολόγιο]], ενώ στο γρηγοριανό η [[ίδια]] [[τάξη]] ημερών επανέρχεται [[κάθε]] 400 έτη<br />στ) «δεν έχω στον ήλιο [[μοίρα]]» — [[είμαι]] [[απροστάτευτος]] ή δεν έχω [[καθόλου]] χρήματα<br />ζ) «θα πάω [[εκεί]] που ψήνει ο [[ήλιος]] το [[ψωμί]]» — θα φύγω και θα πάω σε πολύ μακρινή [[χώρα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />«κάθεται ο [[ήλιος]]» ή «κλίνει ο [[ήλιος]]» — βασιλεύει ο [[ήλιος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἥλιοι</i><br />αγάλματα ή μνημεία αφιερωμένα στον θεό Ήλιο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δίδει ό [[ήλιος]]» — ανατέλλει ο [[ήλιος]]<br />β) «ανατολικά του ηλίου» — ανατολικά<br />γ) «ώρα πρὸς τὸν ήλιον» — [[απόγευμα]]<br />δ) «εἰς ἥλιον καὶ φεγγάριν» — [[μέρα]] [[νύχτα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το φως της ημέρας, η [[ημέρα]] («λέγ' ἡλίους, ἐν οἷσιν ἁγνεύει [[λεχώ]]» — λέγε τις ημέρες την τελευταία από τις οποίες κάνει τον καθαρμό της η [[λεχώ]], <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[έτος]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> α) οι ακτίνες του ήλιου<br />β) οι ηλιόλουστες ημέρες<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἡλίου [[ἀστήρ]]» — ο [[πλανήτης]] [[Κρόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σaFέλıoc</i>. To <i>F</i> διατηρείται στον κρητικό τ. [[ἀβέλιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἁFέλıoς</i>, με [[ψίλωση]] σε ορισμένες διαλέκτους, <b>[[πρβλ]].</b> δωρ., αιολ., αρκ. [[ἀέλιος]], ενώ στη [[γλώσσα]] τών επών [[ἠέλιος]]). Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>s</i><i>ā</i><i>wel</i>-, η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] της οποίας απαντά [[επίσης]] στο γοτθ. <i>sauil</i> «[[ήλιος]]», ενώ η μηδενισμένη της <i>s</i><i>ū</i><i>l</i>- στα αρχ. ινδ. <i>sura</i>, <i>surya</i> «[[ήλιος]]» και το αρχ. ιρλ. <i>s</i><i>ū</i><i>il</i> «[[μάτι]]». Το λατ. <i>s</i><i>ō</i><i>l</i> «[[ήλιος]]» ανάγεται σε μεταπτωτική [[βαθμίδα]] <i>sw</i><i>ō</i><i>l</i>- της <i>s</i><i>ā</i><i>wel</i>- με μηδενισμένη [[βαθμίδα]] ως [[προς]] το πρώτο [[φωνήεν]] και ετεροιωμένη-εκτεταμένη ως [[προς]] το δεύτερο. Το αρχικό ΙΕ θ. [[πρέπει]] να ήταν ετερόκλιτο ουδ. σε -<i>l</i>-/ -<i>n</i>-. Η ετεροκλισία του διαφαίνεται στην αβεστ. ονομ. <i>hvar</i><i>ә</i> και την <i>g</i><i>ā</i><i>th</i><i>ā</i>- αβεστ. γεν. <i>xveng</i> «ηλίου» [[καθώς]] και στις γερμανικές γλώσσες, ορισμένες εκ τών οποίων έχουν παράλληλους τ. και από τα δύο θ. (<b>[[πρβλ]].</b> γοτθ. <i>sauil</i> [[αλλά]] και <i>sunno</i> «[[ήλιος]]», αγγλοσαξ. <i>s</i><i>ō</i><i>l [[αλλά]] και <i>sunne</i> «[[ήλιος]]», από όπου τα σύγχρ. αγγλ. <i>sun</i> και γερμ. <i>Sonne</i>. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], με την ΙΕ [[ρίζα]] <i>swel</i>- «(σιγο)[[καίω]]» [[είναι]] εντελώς αμφίβολη.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> (<i>η</i>)[[λιάζομαι]], (<i>η</i>)[[λιάζω]], [[ηλιακός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>Ηλιάδες</i>, [[ηλιάς]], [[ηλίτης]], [[ηλιώδης]], <i>ηλιάω</i>-<i>ώ</i>, <i>ηλιόω</i>-<i>ώ</i>/<i>ούμαι</i>, [[ηλιώτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ηλιανθές]], [[ηλιαυγής]], [[ηλιωπός]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ηλιωνυμία</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ηλιανθέλαιο]], [[ηλιάνθεμο]], [[ηλιανθίνη]], [[ηλίανθος]], [[ηλιέλαιο]] (<b>βλ.</b> και λ. <i>ηλιο</i>-). (Β' συνθετικό) [[ανήλιος]], [[ανθήλιος]], [[αντήλιος]], [[ευήλιος]], [[παρήλιος]], [[προσήλιος]], [[υφήλιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αυτοήλιος</i>, [[δυσήλιος]], [[μισήλιος]], [[πανήλιος]], [[πολυήλιος]], [[φυξήλιος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm