Anonymous

ἥλιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἥλιος''': ὁ, Δωρ, [[ἅλιος]] (Σοφ. Τρ. 96, Ἠλ. 824), Ἐπ. [[ἠέλιος]], ὡς ἀείποτε παρ᾿ Ὁμ. ([[πλήν]] ἐν Ὀδ. Θ. 271, [[ἔνθα]] κοινῶς ἐκλαμβάνεται ὡς κυρ. ὄν.) καὶ Ἡσ.· Δωρ. [[ἀέλιος]] παρὰ Πίνδ., Καλλ., καὶ ἐν τοῖς λυρικοῖς χωρίοις τοῦ Σοφ. καὶ Εὐρ., ἴδε [[ἀέλιος]]· (ἴδε ἐν τέλ.)· ― ὁ [[ἥλιος]]. Περὶ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὰ ῥήμ. ἀνιέναι, ἀνορούειν, καὶ (ἐν Ὀδ. Κ. 192) ἀνανέεσθαι· οἱ δὲ [[μετέπειτα]] συγγραφεῖς τὰ ἀνατέλλειν (πρβλ. [[ἀνατολή]], [[τέλλω]]), ἀνίσχειν, κτλ.· περὶ τῆς δύσεως, δῦναι, καταδῦναι, συνήθως κατὰ μετοχ. (πρβλ. [[δύσις]])· ― [[φάος]] ἠελίοιο, ὁρᾶν [[φάος]] ἠελίοιο, ζῆν, Ἰλ. Σ. 61, κτλ.· [[ὡσαύτως]], ὑπ᾿ ἠελίῳ τε καὶ οὐρανῷ ἀστερόεντι ναιετάουσι Ἰλ. Δ. 44· οὕτω, γυνὴ τῶν ὑφ᾿ ἡλίῳ ἀρίστη Εὐρ. Ἀλκ. 151· οὐκέτ᾿ εἰνι ὑφ᾿ ἡλίῳ, δὲν ζῶ πλέον, [[αὐτόθι]] 394· [[ὡσαύτως]], ὑπὸ ἡλίου ἑωρᾶτο Θουκ. 2. 102· ὑπὸ τὸν ἥλιον Δημ. 316. 16, κτλ. Ὁ Ὅμ. παριστάνει τὸν ἥλιον ὡς ἀνατέλλοντα ἐκ τοῦ Ὠκεανοῦ, ἀνερχόμενον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ [[πάλιν]] βυθιζόμενον εἰς τὸν Ὠκεανόν, Ἰλ. Η. 422, Θ, 485, Σ. 239, Ὀδ. Γ. 1, Κ. 191, Τ. 433, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 68· νεώτεροι ποιηταὶ περιγράφουσιν αὐτὸν ὡς φερόμενον ἐκ δυσμῶν εἰς τὴν ἀνατολὴν διὰ μέσου τοῦ Ὠκεανοῦ ἐντὸς χρυσοῦ ποτηρίου, Μίμνερμ. 12, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 6· [[ἐπειδὰν]] ἥλ. τραπῇ, ἐπὶ τῶν τροπῶν τοῦ ἡλίου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 416. ― Ὁ [[ἥλιος]] παρέσχε τὸν ἀρχαιότατον τρόπον προσδιορισμοῦ τῶν σημείων τοῦ ὁρίζοντος· [[ἐντεῦθεν]], πρὸς ἠῶ τ᾿ ἠέλιόν τε, πρὸς ἀνατολάς, ἀντιθ. πρὸς ζόφον, [[διότι]] ὁ Ὅμ. ἐσημείου μόνον δύο σημεῖα, ἀνατολὴν καὶ δύσιν (ἴδε ἐν λ. [[ζόφος]]), εἴτ᾿ ἐπὶ δεξι᾿ ἴωσι πρὸς ἠῶ τ᾿ ἠέλιόν τε, εἴτ ἐπ’ ἀριστερὰ τοίγε [[ποτὶ]] ζόφον ἠερόεντα Ἰλ. Μ. 239, πρβλ. Nitzsch Ὀδ. Ι. 26· ὅσσοι ναίουσι πρὸς ἠῶ τ’ ἠέλιόν τε, ἠδ’ ὅσσοι [[μετόπισθε]] [[ποτὶ]] ζόφον Ὀδ. Ν. 240· ὁ Ἡρόδ. 7. 58 [[ὡσαύτως]] ἀντιτάσσει: πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολὰς πρὸς τὸ πρὸς ἑσπέρην, τὰ πρὸς ἠῶ τε καὶ ἥλιον ἀνατάλλοντα [[αὐτόθι]] 4. 40· οἱ ἀπ’ ἡλίου ἀνατολέων, οἱ ἐξ ἀνατολῶν.., ὁ αὐτ. 7. 70· πρβλ. [[ἀπηλιώτης]], ὁ ἐξ ἀνατολῶν [[ἄνεμος]]. Παρὰ μετγν. συγγραφ., πρὸς ἥλιον, ἦτο ἡ [[μεσημβρία]]· πρβλ. Nitzsch Ὀδ. Κ. 190. 2) [[ἡμέρα]], ὡς τὸ Λατ. sol, Σοφ. Ἠλ. 424, Πίνδ. Ο. 13. 51, Εὐρ. Ἑλ. 652, Ψευδολουκ. Φιλοπάρτ. 4. 26, κτλ.· βραδύτερον = [[ἔτος]], Ἡρῴδης παρὰ Στοβ. 591. 32, πρβλ. Sillig Catull. 5. 4., 8. 3. 8. 3) φῶς τοῦ ἡλίου, [[θερμότης]] [[αὐτοῦ]], [[ἥλιος]] πολὺς Λουκ. Πλοίῳ 35, πρβλ. Ἑρμοτ. 25· πολὺν τὸν ἥλιον ἐμφαίνειν, ἐπὶ ἀνθρώπου ἡλιοκαοῦς, ὁ αὐτ. πρὸς Ἀπαίδ. 3, Ρητ. Διδασκ. 9· ― ἐν τῷ πληθ., ἡλιακαὶ ἀκτῖνες, Θεόφρ. π. Σημ. 1. 22· οὕτω θερμαί, πλήρεις ἡλίου ἡμέραι, ὡς τὸ Λατ. soles, Θουκ. 7. 87, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 5. 5, 9. 4) μεταφ., φῶς, [[χαρά]], [[εὐτυχία]], τῆς ψυχῆς ὑποκοριζόμενοι καλοῦσι Ἀρτεμίδ. 2. 36, κτλ. ΙΙ. ὡς κύριον [[ὄνομα]], Ἥλιος, ὁ θεὸς τοῦ ἡλίου, συχνὸν παρ’ Ὁμ., ἂν καὶ [[εἶναι]] [[πολλάκις]] ἀμφίβολον ἂν ἐννοεῖ τὸν ἥλιον ἢ τὸν θεὸν [[αὐτοῦ]]. ― Ὁ Wolf προτιμᾷ τὸ κύριον [[ὄνομα]], ἔτι καὶ ἐν τῷ πρὸς Ἠῶ τε Ἠέλιόν τε, [[διότι]] οἱ Ἕλληνες ὑπερηγάπων τὴν προσωποποιΐαν. Ὁ [[Ὅμηρος]] θεωρεῖ αὐτὸν υἱὸν τοῦ Ὑπερίονος. Βραδύτερον ὁ Ἥλιος ταυτίζεται [[μετὰ]] τοῦ Ἀπόλλωνος ἢ Φοίβου, Αἰσχύλ. Θήβ. 859, κτλ., πρβλ. Cic. N. D. 2. 27, κτλ. (Ὁ παλαιὸς [[τύπος]] φαίνεται ὅτι ἦτο ἀϝέλιος (ἀβέλιον· ἥλιον, Κρῆτες Ἡσύχ.)· πρβλ. τὸ ἀρχ. Λατ. Auselius (ἀνατολικὸς [[ἄνεμος]]) συγγενὲς τῷ aurora (ausosa), [[αὔως]], ἠώς. ― Ἡ ἑτέρα [[λέξις]] ἡ σημαίνουσα τὸν ἥλιον, [[σείριος]], Λατ. Sol, πιθ. ἀνήκει εἰς [[ἄλλην]] ῥίζαν, Curt. Gr. Et. ἀρ. 612).
|lstext='''ἥλιος''': ὁ, Δωρ, [[ἅλιος]] (Σοφ. Τρ. 96, Ἠλ. 824), Ἐπ. [[ἠέλιος]], ὡς ἀείποτε παρ᾿ Ὁμ. ([[πλήν]] ἐν Ὀδ. Θ. 271, [[ἔνθα]] κοινῶς ἐκλαμβάνεται ὡς κυρ. ὄν.) καὶ Ἡσ.· Δωρ. [[ἀέλιος]] παρὰ Πίνδ., Καλλ., καὶ ἐν τοῖς λυρικοῖς χωρίοις τοῦ Σοφ. καὶ Εὐρ., ἴδε [[ἀέλιος]]· (ἴδε ἐν τέλ.)· ― ὁ [[ἥλιος]]. Περὶ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὰ ῥήμ. ἀνιέναι, ἀνορούειν, καὶ (ἐν Ὀδ. Κ. 192) ἀνανέεσθαι· οἱ δὲ [[μετέπειτα]] συγγραφεῖς τὰ ἀνατέλλειν (πρβλ. [[ἀνατολή]], [[τέλλω]]), ἀνίσχειν, κτλ.· περὶ τῆς δύσεως, δῦναι, καταδῦναι, συνήθως κατὰ μετοχ. (πρβλ. [[δύσις]])· ― [[φάος]] ἠελίοιο, ὁρᾶν [[φάος]] ἠελίοιο, ζῆν, Ἰλ. Σ. 61, κτλ.· [[ὡσαύτως]], ὑπ᾿ ἠελίῳ τε καὶ οὐρανῷ ἀστερόεντι ναιετάουσι Ἰλ. Δ. 44· οὕτω, γυνὴ τῶν ὑφ᾿ ἡλίῳ ἀρίστη Εὐρ. Ἀλκ. 151· οὐκέτ᾿ εἰνι ὑφ᾿ ἡλίῳ, δὲν ζῶ πλέον, [[αὐτόθι]] 394· [[ὡσαύτως]], ὑπὸ ἡλίου ἑωρᾶτο Θουκ. 2. 102· ὑπὸ τὸν ἥλιον Δημ. 316. 16, κτλ. Ὁ Ὅμ. παριστάνει τὸν ἥλιον ὡς ἀνατέλλοντα ἐκ τοῦ Ὠκεανοῦ, ἀνερχόμενον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ [[πάλιν]] βυθιζόμενον εἰς τὸν Ὠκεανόν, Ἰλ. Η. 422, Θ, 485, Σ. 239, Ὀδ. Γ. 1, Κ. 191, Τ. 433, πρβλ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 68· νεώτεροι ποιηταὶ περιγράφουσιν αὐτὸν ὡς φερόμενον ἐκ δυσμῶν εἰς τὴν ἀνατολὴν διὰ μέσου τοῦ Ὠκεανοῦ ἐντὸς χρυσοῦ ποτηρίου, Μίμνερμ. 12, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 6· [[ἐπειδὰν]] ἥλ. τραπῇ, ἐπὶ τῶν τροπῶν τοῦ ἡλίου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 416. ― Ὁ [[ἥλιος]] παρέσχε τὸν ἀρχαιότατον τρόπον προσδιορισμοῦ τῶν σημείων τοῦ ὁρίζοντος· [[ἐντεῦθεν]], πρὸς ἠῶ τ᾿ ἠέλιόν τε, πρὸς ἀνατολάς, ἀντιθ. πρὸς ζόφον, [[διότι]] ὁ Ὅμ. ἐσημείου μόνον δύο σημεῖα, ἀνατολὴν καὶ δύσιν (ἴδε ἐν λ. [[ζόφος]]), εἴτ᾿ ἐπὶ δεξι᾿ ἴωσι πρὸς ἠῶ τ᾿ ἠέλιόν τε, εἴτ ἐπ’ ἀριστερὰ τοίγε [[ποτὶ]] ζόφον ἠερόεντα Ἰλ. Μ. 239, πρβλ. Nitzsch Ὀδ. Ι. 26· ὅσσοι ναίουσι πρὸς ἠῶ τ’ ἠέλιόν τε, ἠδ’ ὅσσοι [[μετόπισθε]] [[ποτὶ]] ζόφον Ὀδ. Ν. 240· ὁ Ἡρόδ. 7. 58 [[ὡσαύτως]] ἀντιτάσσει: πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολὰς πρὸς τὸ πρὸς ἑσπέρην, τὰ πρὸς ἠῶ τε καὶ ἥλιον ἀνατάλλοντα [[αὐτόθι]] 4. 40· οἱ ἀπ’ ἡλίου ἀνατολέων, οἱ ἐξ ἀνατολῶν.., ὁ αὐτ. 7. 70· πρβλ. [[ἀπηλιώτης]], ὁ ἐξ ἀνατολῶν [[ἄνεμος]]. Παρὰ μετγν. συγγραφ., πρὸς ἥλιον, ἦτο ἡ [[μεσημβρία]]· πρβλ. Nitzsch Ὀδ. Κ. 190. 2) [[ἡμέρα]], ὡς τὸ Λατ. sol, Σοφ. Ἠλ. 424, Πίνδ. Ο. 13. 51, Εὐρ. Ἑλ. 652, Ψευδολουκ. Φιλοπάρτ. 4. 26, κτλ.· βραδύτερον = [[ἔτος]], Ἡρῴδης παρὰ Στοβ. 591. 32, πρβλ. Sillig Catull. 5. 4., 8. 3. 8. 3) φῶς τοῦ ἡλίου, [[θερμότης]] [[αὐτοῦ]], [[ἥλιος]] πολὺς Λουκ. Πλοίῳ 35, πρβλ. Ἑρμοτ. 25· πολὺν τὸν ἥλιον ἐμφαίνειν, ἐπὶ ἀνθρώπου ἡλιοκαοῦς, ὁ αὐτ. πρὸς Ἀπαίδ. 3, Ρητ. Διδασκ. 9· ― ἐν τῷ πληθ., ἡλιακαὶ ἀκτῖνες, Θεόφρ. π. Σημ. 1. 22· οὕτω θερμαί, πλήρεις ἡλίου ἡμέραι, ὡς τὸ Λατ. soles, Θουκ. 7. 87, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 5. 5, 9. 4) μεταφ., φῶς, [[χαρά]], [[εὐτυχία]], τῆς ψυχῆς ὑποκοριζόμενοι καλοῦσι Ἀρτεμίδ. 2. 36, κτλ. ΙΙ. ὡς κύριον [[ὄνομα]], Ἥλιος, ὁ θεὸς τοῦ ἡλίου, συχνὸν παρ’ Ὁμ., ἂν καὶ [[εἶναι]] [[πολλάκις]] ἀμφίβολον ἂν ἐννοεῖ τὸν ἥλιον ἢ τὸν θεὸν [[αὐτοῦ]]. ― Ὁ Wolf προτιμᾷ τὸ κύριον [[ὄνομα]], ἔτι καὶ ἐν τῷ πρὸς Ἠῶ τε Ἠέλιόν τε, [[διότι]] οἱ Ἕλληνες ὑπερηγάπων τὴν προσωποποιΐαν. Ὁ [[Ὅμηρος]] θεωρεῖ αὐτὸν υἱὸν τοῦ Ὑπερίονος. Βραδύτερον ὁ Ἥλιος ταυτίζεται μετὰ τοῦ Ἀπόλλωνος ἢ Φοίβου, Αἰσχύλ. Θήβ. 859, κτλ., πρβλ. Cic. N. D. 2. 27, κτλ. (Ὁ παλαιὸς [[τύπος]] φαίνεται ὅτι ἦτο ἀϝέλιος (ἀβέλιον· ἥλιον, Κρῆτες Ἡσύχ.)· πρβλ. τὸ ἀρχ. Λατ. Auselius (ἀνατολικὸς [[ἄνεμος]]) συγγενὲς τῷ aurora (ausosa), [[αὔως]], ἠώς. ― Ἡ ἑτέρα [[λέξις]] ἡ σημαίνουσα τὸν ἥλιον, [[σείριος]], Λατ. Sol, πιθ. ἀνήκει εἰς [[ἄλλην]] ῥίζαν, Curt. Gr. Et. ἀρ. 612).
}}
}}
{{bailly
{{bailly