Anonymous

οὕτως: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  28 March 2021
m
Text replacement - "ὑμεῑς" to "ὑμεῖς"
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
m (Text replacement - "ὑμεῑς" to "ὑμεῖς")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ούτω (ΑΜ [[οὕτως]] και οὕτω) [[ούτος]]<br />(το [[ούτως]] συν. [[πριν]] από [[φωνήεν]], ενώ το <i>ούτω</i> [[πριν]] από [[σύμφωνο]]) (τροπ. επίρρ.) κατ' αυτό τον τρόπο, [[τοιουτοτρόπως]], [[έτσι]] («οὕτω καὶ ὑμεῑς ποιεῖτε αὐτοῖς», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ούτως]] εχόντων τών πραγμάτων» — [[κάτω]] από αυτές τις συνθήκες ή περιστάσεις, όπως έχουν τα πράγματα<br />β) «[[ούτως]] ή [[άλλως]]» — [[πάντως]], [[οπωσδήποτε]], [[έτσι]] κι [[αλλιώς]]<br />γ) «[[ούτως]] ειπείν» — [[κατά]] κάποιον τρόπο, σαν να λέμε<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. (όταν αναφέρεται σ' αυτό που ακολουθεί) ως [[εξής]] («οὕτω χρὴ ποιεῖν ἐάν...», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (μερικές φορές με συμπερ. [[έννοια]]) γι' αυτό, όθεν<br /><b>3.</b> (με επίθ. ή επίρρ.) τόσο πολύ (α. «καλὸς, οὕτω», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β) «οὐκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (με μειωτική [[δύναμη]]) [[απλώς]] μόνο<br /><b>5.</b> εκ του προχείρου, [[αμέσως]] («ἄλλ' [[οὕτως]] ἄπει;», <b>Σοφ.</b>)<br />II. ΙΔΙΑΖΟΥΣΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ: 1. με προστακτική για [[έμφαση]] («κεῑσ' [[οὕτως]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> για ευχές ή προσευχές («ὅτω νῦν [[Ζεὺς]] θείη» — [[έτσι]] να δώσει ο [[θεός]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατά]] την [[έναρξη]] διήγησης<br />III. ΘΕΣΗ: 1. συν. τίθεται [[πριν]] από τη [[λέξη]] που προσδιορίζει, [[αλλά]] στους ποιητές μερικές φορές [[μετά]] από αυτήν («[[λίην]] οὕτω», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> σπαν. στο [[τέλος]] πρότασης<br /><b>3.</b> μερικές φορές χωρίζεται από τη [[λέξη]] που προσδιορίζει («[[οὕτως]] ἔχει τι δεινόν», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=και ούτω (ΑΜ [[οὕτως]] και οὕτω) [[ούτος]]<br />(το [[ούτως]] συν. [[πριν]] από [[φωνήεν]], ενώ το <i>ούτω</i> [[πριν]] από [[σύμφωνο]]) (τροπ. επίρρ.) κατ' αυτό τον τρόπο, [[τοιουτοτρόπως]], [[έτσι]] («οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ούτως]] εχόντων τών πραγμάτων» — [[κάτω]] από αυτές τις συνθήκες ή περιστάσεις, όπως έχουν τα πράγματα<br />β) «[[ούτως]] ή [[άλλως]]» — [[πάντως]], [[οπωσδήποτε]], [[έτσι]] κι [[αλλιώς]]<br />γ) «[[ούτως]] ειπείν» — [[κατά]] κάποιον τρόπο, σαν να λέμε<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. (όταν αναφέρεται σ' αυτό που ακολουθεί) ως [[εξής]] («οὕτω χρὴ ποιεῖν ἐάν...», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (μερικές φορές με συμπερ. [[έννοια]]) γι' αυτό, όθεν<br /><b>3.</b> (με επίθ. ή επίρρ.) τόσο πολύ (α. «καλὸς, οὕτω», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β) «οὐκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (με μειωτική [[δύναμη]]) [[απλώς]] μόνο<br /><b>5.</b> εκ του προχείρου, [[αμέσως]] («ἄλλ' [[οὕτως]] ἄπει;», <b>Σοφ.</b>)<br />II. ΙΔΙΑΖΟΥΣΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ: 1. με προστακτική για [[έμφαση]] («κεῑσ' [[οὕτως]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> για ευχές ή προσευχές («ὅτω νῦν [[Ζεὺς]] θείη» — [[έτσι]] να δώσει ο [[θεός]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατά]] την [[έναρξη]] διήγησης<br />III. ΘΕΣΗ: 1. συν. τίθεται [[πριν]] από τη [[λέξη]] που προσδιορίζει, [[αλλά]] στους ποιητές μερικές φορές [[μετά]] από αυτήν («[[λίην]] οὕτω», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> σπαν. στο [[τέλος]] πρότασης<br /><b>3.</b> μερικές φορές χωρίζεται από τη [[λέξη]] που προσδιορίζει («[[οὕτως]] ἔχει τι δεινόν», <b>Σοφ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm