Anonymous

αύριο: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  28 March 2021
m
Text replacement - "αῑα" to "αῖα"
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[αὔριον]]) <b>επίρρ.</b><br />Ι. 1. την [[αμέσως]] επόμενη [[μέρα]]<br /><b>2.</b> πολύ [[σύντομα]], στο [[εγγύς]] [[μέλλον]] (<b>[[πρβλ]].</b> α) «ἐς [[αὔριον]] τὰ σπουδαῑα» — όταν επιδιώκεται η [[αναβολή]] μιας σπουδαίας συζήτησης<br />β) «τάχ' [[αὔριον]] ἔσσετ' [[ἄμεινον]]» — το [[μέλλον]] θα [[είναι]] καλύτερο<br />γ) «σήμερ'-[[αύριο]]» — πολύ [[σύντομα]]<br />δ) «γι' [[αύριο]] έχει ο Θεός» — ο [[θεός]] θα φροντίσει για το [[μέλλον]]<br />ε) «[[αύριο]] τα λέμε» — πολύ [[σύντομα]] θ' αντιστραφούν οι όροι<br />στ) «[[καλημέρα]] γι' [[αύριο]]» — [[απάντηση]] σ' αυτόν που λέει ανόητα ή απαράδεκτα πράγματα)<br />II. (το ουδ. ή το θηλ. ως ουσ.) το [[αύριο]] (AM τὴν [[ἐπαύριον]], τὴν [[αὔριον]], ἐς τὸ [[αὔριον]])<br /><b>1.</b> την αυριανή [[μέρα]]<br /><b>2.</b> στο προσεχές [[μέλλον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>αύριον</i> με [[παρέκταση]] πιθ. [[κατά]] το [[σήμερον]] <span style="color: red;"><</span> [[αύρι]] (τοπική [[πτώση]] ενός θέματος σε <i>r</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> β' συνθετικό του [[άγχαυρος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>αυσρι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> λιθ. <i>aušra</i> «[[αυγή]]», αρχ. ινδ. <i>usr</i>-<i>a</i>- «του πρωινού», με [[μετάπτωση]] του φωνήεντος της ρίζας). Πιθανή [[επίσης]] θεωρείται η [[συγγένεια]] του τ. <i>αύριον</i> με τα <i>έως</i>, <i>αύως</i>. Η λ. <i>αύριον</i> [[είναι]] ήδη γνωστή από τον Όμηρο και την Ιωνική-Αττική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αυριανός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[επαύριο]](<i>ν</i>), [[μεθαύριο]](<i>ν</i>)].
|mltxt=(AM [[αὔριον]]) <b>επίρρ.</b><br />Ι. 1. την [[αμέσως]] επόμενη [[μέρα]]<br /><b>2.</b> πολύ [[σύντομα]], στο [[εγγύς]] [[μέλλον]] (<b>[[πρβλ]].</b> α) «ἐς [[αὔριον]] τὰ σπουδαῖα» — όταν επιδιώκεται η [[αναβολή]] μιας σπουδαίας συζήτησης<br />β) «τάχ' [[αὔριον]] ἔσσετ' [[ἄμεινον]]» — το [[μέλλον]] θα [[είναι]] καλύτερο<br />γ) «σήμερ'-[[αύριο]]» — πολύ [[σύντομα]]<br />δ) «γι' [[αύριο]] έχει ο Θεός» — ο [[θεός]] θα φροντίσει για το [[μέλλον]]<br />ε) «[[αύριο]] τα λέμε» — πολύ [[σύντομα]] θ' αντιστραφούν οι όροι<br />στ) «[[καλημέρα]] γι' [[αύριο]]» — [[απάντηση]] σ' αυτόν που λέει ανόητα ή απαράδεκτα πράγματα)<br />II. (το ουδ. ή το θηλ. ως ουσ.) το [[αύριο]] (AM τὴν [[ἐπαύριον]], τὴν [[αὔριον]], ἐς τὸ [[αὔριον]])<br /><b>1.</b> την αυριανή [[μέρα]]<br /><b>2.</b> στο προσεχές [[μέλλον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>αύριον</i> με [[παρέκταση]] πιθ. [[κατά]] το [[σήμερον]] <span style="color: red;"><</span> [[αύρι]] (τοπική [[πτώση]] ενός θέματος σε <i>r</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> β' συνθετικό του [[άγχαυρος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>αυσρι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> λιθ. <i>aušra</i> «[[αυγή]]», αρχ. ινδ. <i>usr</i>-<i>a</i>- «του πρωινού», με [[μετάπτωση]] του φωνήεντος της ρίζας). Πιθανή [[επίσης]] θεωρείται η [[συγγένεια]] του τ. <i>αύριον</i> με τα <i>έως</i>, <i>αύως</i>. Η λ. <i>αύριον</i> [[είναι]] ήδη γνωστή από τον Όμηρο και την Ιωνική-Αττική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αυριανός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[επαύριο]](<i>ν</i>), [[μεθαύριο]](<i>ν</i>)].
}}
}}