Anonymous

σίλυβο: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ"
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / σίλυβον, ΝΑ, και [[σίλλυβον]] Α<br />[[λόγια]] [[ονομασία]] αγκαθωτού φυτού, κν. γνωστού [[σήμερα]] ως [[γαϊδουράγκαθο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> τὰ [[σίλλυβα]]<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>[[Πολυδ]].</b>) διακοσμημένες παρυφές ενδυμάτων ή [[άθροισμα]] ισομεγέθων νημάτων που δένονται [[μαζί]] [[σφιχτά]] στο ένα [[άκρο]] ενώ στο [[άλλο]] αφήνονται ελεύθερα, τα κρόσσια, οι θύσανοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>βο</i>-<i>ς</i> / -<i>βο</i>-<i>ν</i> (<b>πρβλ.</b> και <i>σίσυ</i>-<i>βος</i> «[[κροσσός]], ιμάς, [[θύσανος]]», <i>σίττυ</i>-<i>βον</i> «μικρό [[δέρμα]]»). Χαρακτηριστικά του τ. [[είναι]] η μορφολογική του [[ποικιλία]] και οι σημασιολογικές του εναλλαγές (<b>πρβλ.</b> [[σίλλυβον]], [[σίλλυβα]], [[σίλλυβος]]). Η Λατινική έχει αντίστοιχο τ. <i>silybum</i> «[[άκανθος]]» (<b>πρβλ.</b> [[σίλυβο]][[ν]])].
|mltxt=το / σίλυβον, ΝΑ, και [[σίλλυβον]] Α<br />[[λόγια]] [[ονομασία]] αγκαθωτού φυτού, κν. γνωστού [[σήμερα]] ως [[γαϊδουράγκαθο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> τὰ [[σίλλυβα]]<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Πολυδ.</b>) διακοσμημένες παρυφές ενδυμάτων ή [[άθροισμα]] ισομεγέθων νημάτων που δένονται [[μαζί]] [[σφιχτά]] στο ένα [[άκρο]] ενώ στο [[άλλο]] αφήνονται ελεύθερα, τα κρόσσια, οι θύσανοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. που εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>βο</i>-<i>ς</i> / -<i>βο</i>-<i>ν</i> (<b>πρβλ.</b> και <i>σίσυ</i>-<i>βος</i> «[[κροσσός]], ιμάς, [[θύσανος]]», <i>σίττυ</i>-<i>βον</i> «μικρό [[δέρμα]]»). Χαρακτηριστικά του τ. [[είναι]] η μορφολογική του [[ποικιλία]] και οι σημασιολογικές του εναλλαγές (<b>πρβλ.</b> [[σίλλυβον]], [[σίλλυβα]], [[σίλλυβος]]). Η Λατινική έχει αντίστοιχο τ. <i>silybum</i> «[[άκανθος]]» (<b>πρβλ.</b> [[σίλυβο]][[ν]])].
}}
}}