σίλυβο
From LSJ
Greek Monolingual
το / σίλυβον, ΝΑ, και σίλλυβον Α
λόγια ονομασία αγκαθωτού φυτού, κν. γνωστού σήμερα ως γαϊδουράγκαθο
αρχ.
στον πληθ. τὰ σίλλυβα
(κατά τον Ησύχ. και τον Πολυδ.) διακοσμημένες παρυφές ενδυμάτων ή άθροισμα ισομεγέθων νημάτων που δένονται μαζί σφιχτά στο ένα άκρο ενώ στο άλλο αφήνονται ελεύθερα, τα κρόσσια, οι θύσανοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. που εμφανίζει επίθημα -βο-ς / -βο-ν (πρβλ. και σίσυ-βος «κροσσός, ιμάς, θύσανος», σίττυ-βον «μικρό δέρμα»). Χαρακτηριστικά του τ. είναι η μορφολογική του ποικιλία και οι σημασιολογικές του εναλλαγές (πρβλ. σίλλυβον, σίλλυβα, σίλλυβος). Η Λατινική έχει αντίστοιχο τ. silybum «άκανθος» (πρβλ. σίλυβον)].