3,273,773
edits
m (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δεῖπνον''': τό, (ἴδε ἐν λ. [[δάπτω]])· – παρ’ Ὁμήρῳ [[ἐνίοτε]] ἡ μεσημβρινὴ [[τροφή]], Ἰλ. Λ. 85, κἑξ.· [[ἐνίοτε]] = ἄριστον, ἡ πρωινὴ δηλ. [[τροφή]], Β. 381., Κ. 578., Τ. 171, κἑξ., Ὀδ. Ο. 94, κἑξ., 500· [[ἐνίοτε]] = [[δόρπον]], ἡ ἐσπερινὴ [[τροφή]], Ρ. 176., Υ. 390, κἑξ.· πρβλ. Βουττμ. Λεξ. ἐν λ. [[δείλη]] 12. Ὁ Nitzsch (Ὀδ. Α. 124) φρονεῖ ὅτι παρ’ Ὁμήρῳ [[εἶναι]] ἡ [[κυρία]] [[τροφή]], ὁποτεδήποτε καὶ ἂν ἐλαμβάνετο. Παρὰ τοῖς παλ. Ἀττ. βεβαίως ἦτο ἡ μεσημβρινὴ ἢ ἡ | |lstext='''δεῖπνον''': τό, (ἴδε ἐν λ. [[δάπτω]])· – παρ’ Ὁμήρῳ [[ἐνίοτε]] ἡ μεσημβρινὴ [[τροφή]], Ἰλ. Λ. 85, κἑξ.· [[ἐνίοτε]] = ἄριστον, ἡ πρωινὴ δηλ. [[τροφή]], Β. 381., Κ. 578., Τ. 171, κἑξ., Ὀδ. Ο. 94, κἑξ., 500· [[ἐνίοτε]] = [[δόρπον]], ἡ ἐσπερινὴ [[τροφή]], Ρ. 176., Υ. 390, κἑξ.· πρβλ. Βουττμ. Λεξ. ἐν λ. [[δείλη]] 12. Ὁ Nitzsch (Ὀδ. Α. 124) φρονεῖ ὅτι παρ’ Ὁμήρῳ [[εἶναι]] ἡ [[κυρία]] [[τροφή]], ὁποτεδήποτε καὶ ἂν ἐλαμβάνετο. Παρὰ τοῖς παλ. Ἀττ. βεβαίως ἦτο ἡ μεσημβρινὴ ἢ ἡ μετὰ μεσημβρίαν [[τροφή]], σῖτον εἰδέναι διώρισα, – ἄριστα, δεῖπνα, δόρπα θ’ αἱρεῖσθαι τρίτα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 181· ἀλλὰ κατὰ τοὺς νεώτερους Ἀττ. χρόνους τὸ [[δόρπον]] ἐξέλιπε, καὶ τὸ [[δεῖπνον]] κατέστη ἡ μόνη μετὰ μεσημβρίαν ἢ πρὸς ἑσπέραν [[τροφή]], Λατ. coena· ὁ δὲ [[χρόνος]] καθ’ ὃν ἐγίνετο ἐποίκιλλε κατὰ τὴν συνήθειαν τῆς ἐποχῆς, [[ἄλλοτε]] μὲν ἐνωρίτερον, [[ἄλλοτε]] δὲ τοσοῦτον ἀργά, [[ὥστε]] ἠδύνατο νὰ θεωρηθῇ ὡς τὸ τῶν Γάλλων soup é· ἴδε Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτήτων ἐν λ. coena· [[συχνάκις]] κατὰ πληθ. ὡς τὸ Λατ. epulae, Σοφ. Ο. Τ. 770, Ἠλ. 203, Εὐρ. Ὀρ. 1008. – Φράσεις: ἀπὸ δείπνου, ἀμέσως μετὰ τὸ [[δεῖπνον]], ἀπὸ δ’ [[αὐτοῦ]] θωρήσσοντο Ἰλ. Θ. 54· πρβλ. ἀπὸ II. 2· – καλεῖν ἐπὶ [[δεῖπνον]], κεκλῆσθαι ἐπὶ δ. Εὔβουλ. Οἰδ. 1, Ἀδήλ. 1, κτλ.· πρβλ. [[ἄκλητος]], [[ἀσύμβολος]], κτλ.· – δ. παρασκευάζειν Φερεκρ. Δουλ. 1, Ἀδήλ. 91, κτλ.· παραθεῖναι αὐτ. 55· ποιεῖν Διονύσ. Θεσμ. 1. 4· – πρβλ. [[συμφορητός]]. 2) [[καθόλου]], [[τροφή]], ζωοτροφίαι, ἵπποισιν [[δεῖπνον]] δότε Ἰλ. Β. 383· ὄρνισι [[δεῖπνον]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 801, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |