Anonymous

διαλύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "to have" to "to have")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαλύω''': μέλλ. -λύσω, κτλ. (ἴδε λύω)· -λύω τὸ ἕν ἀπὸ τοῦ ἄλλου, [[διαχωρίζω]], Λατ. dissolvere, διαπλέκων καὶ διαλύων, συμπλέκων καὶ ἀναλύων, Ἡρόδ. 4. 67· δ. τοὺς ἀγωνιζομένους ὁ αὐτ. 8. 11· δ. τὸν σύλλογον, τὴν συνουσίαν, τὴν πανήγυριν, κτλ., ὁ αὐτ. 7. 10, 4, Θουκ. 2. 12, Πλάτ. Λυσ. 223Β, κτλ. τὴν σκηνήν εἰς κοίτην δ., [[διαλύω]] τὴν συναναστροφὴν καὶ [[ἀπέρχομαι]] εἰς τὴν κλίνην, Ξεν. Κύρ. 2, 3, 1· δ. τὴν στρατιάν, τὸ ναυτικὸν Θουκ., κλ.· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Γοργ. 457C.- Παθ., ἐπὶ συνελεύσεως, [[διαλύω]] Ἡρόδ. 1. 128, κτλ.· ἐκ τοῦ συλλόγου ὁ αὐτ. 3. 73, πρβλ. 5. 113· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. μέλλ., Θουκ. 2. 12· ἐπὶ ἀνθρώπου, [[ἀποθνήσκω]], Ξεν. Κύρ. 8.7,20. 2) [[διαλύω]] τι εἰς τὰ ἐξ ὧν σύγκειται στοιχεῖα, [[ἀναλύω]], [[καταστρέφω]], δ. καὶ ἀπολλύναι Πλάτ. Πολ. 609Α, κἐξ.· ἐξ [[ἑνός]] ἐς πολλά δ. ὁ αὐτ. Τιμ. 68D· οὕτω, δ. πολιτείαν, [[ἀρχήν]], κτλ., ὁ αὐτ. Νόμ. 945C, κτλ.· τὰς οἰκήσεις Πολύβ. 4. 65, 4· -ἐπὶ τοῦ ἡλίου, [[τήκω]] τι πεπηγός, Ξεν. Κυν. 5, 2. -Παθ., ἐξ ὧν σύγκειται καὶ εἰς ἃ διαλύεται Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 12, καὶ [[συχνάκις]]. 3) [[καταστρέφω]] τὴν φιλίαν, θέτω [[τέρμα]] εἰς αὐτήν, Λατ. dirimere, δ. σπονδὰς Θουκ. 5. 1· ὁμολογίας Ἰσοκρ. 77C· φιλίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 5, 1·-[[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διαλύσασθαι ξεινίην Ἡρόδ. 4. 154· ἀπολ., διασπῶ, [[διαλύω]] φιλίαν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 13, 5 κἑξ. 4) θέτω [[τέρμα]] εἰς ἔχθραν ἢ ἐχθροπραξίας, ἔχθραν, πόλεμον Θουκ. 4. 19., 8. 46· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, δ. ἔχθρας Ἰσαῖ 64.25· διαφορὰς Ἰσοκρ. 266 D ·πολέμους ὁ αὐτ. 76 D, πρβλ. Δημ. 44. 10· κατὰ παθ. ὑπερσ. ([[μετὰ]] μέσ. σημ.) , διελέλυσθε τὸν πόλεμον Ἰσοκρ. 301C· [[ἐντεῦθεν]], β) μετ᾽ αἰτ. προσ., διαλλάττω, συμφιλιῶ, πρὸς ἐμὲ δ᾽ αὐτὸν διαλύειν ἠξίου Δημ. 555. 1, πρβλ. 1032. 8· δ. τινὰ ἐκ διαφορᾶς Πολύβ. 1. 87, 4· οὐ γάρ ἦν ὁ διαλύσων Θουκ. 3. 83·-μέσ. ἀπολ., διαλλάττομαι, συμφιλιοῦμαι, [[παύω]] ἔριν,Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 25, κτλ.· [[πρός]] τινα Αἰσχίν. 10.4· [[περί]] τινος Λυσ. 100.43· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. μέλλ., [[ὅπως]]... μὴ διαλύσει Δημ. 583. 23. 5) [[καθόλου]], θέτω [[τέρμα]] εἴς τι, [[καταπαύω]], [[καταστρέφω]], διαβολὴν Θουκ. 1. 131· πάσας [[αὐτοῦ]] διαλύσω τὰς ἀπολογίας Δημ. 831. 24, πρβλ. 991. 20· τὸν φόβον τῶν Ἑλλήνων δ. Πλάτ. Μενεξ. 241Β·-[[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐγκλήματα δ. Θουκ. 1. 140, πρβλ. 145, Ἰσοκρ. 228D, 278B, 313C· δ. ἃ ἐψηφίσασθε, νὰ ἀναιρέσητε τὴν ἀπόφασίν σας, Λυσ.64.25· διαλύεσθαι τὰ πρὸς ἀλλήλους, διευθετῶ ἀμοιβαίας ἀξιώσεις, Ἰσοκρ. 48 D, πρβλ. Αἰσχίν. 10. 4.6) λύω δυσκολίαν, Πλάτ. Σοφ. 252D· τὴν ἀπορίαν Ἀριστ. Μεταφ. 10. 6, 5, κτλ. 7) δ. τιμάς, πληρώνω ὅλην τὴν ἀξίαν, τὴν τιμήν, Δημ. 846, ἐν τέλ.· πληρώνω, [[ἀποτίνω]], τὴν δαπάνην Ἡρόδ. 5. 30· χρήματα Δημ. 460. 19· τὰ συμβόλαια Ἀριστ. Πολ. 3. 3, 2· [[χρέος]], [[χρέα]], κτλ., Πολύβ. 32. 13, 4, κτλ.· πάντα διελέλυτο Δημ. 836. 14· οὕτω Λατ. diluere, Κικ. Off. 1. 33·- [[ὡσαύτως]] μετ᾽αἰτ. προσ., δ. τὸν ναύκληρον, ἱκανοποιῶ αὐτόν, δηλ. τὸν πληρώνω, Δημ. 1192. 24, πρβλ. 919. 10, 959, ἐν τέλ.· -κατὰ μέσ. ἢ παθ., [[διατάσσω]] νὰ πληρωθῶσι χρέη, Ἀρρ. Ἀν. 7. 10· ἀλλ᾽ [[ὡσαύτως]], πληρώνομαι, [[κάμνω]] νά με πληρώσωσι, Δίων Χρυσ. σ. 214. ΙΙ. χαλαρώνω, ἐξασθενῶ, τὸ [[σῶμα]] Ἱππ. Ἀφ. 1247· καθιστῶ τινα ἐνδοτικόν, εὐάγωγον, Λατ. relaxare, Ἀριστοφ. Εἰρ. 85.-Παθ., δ. καὶ ἀδυνατεῖν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 5, 1· ἀνάπλους διαλελυμένος, ἔκπλους [[ἄνευ]] τάξεως, Πολύβ. 16. 2, 6· διαλελυμένη [[λέξις]], χαλαρὸν [[ὕφος]], Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 9. 2) ἀπολ., χαλαρώνω, λύω, Θεόκρ. 24. 32. Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 442 καὶ 417.
|lstext='''διαλύω''': μέλλ. -λύσω, κτλ. (ἴδε λύω)· -λύω τὸ ἕν ἀπὸ τοῦ ἄλλου, [[διαχωρίζω]], Λατ. dissolvere, διαπλέκων καὶ διαλύων, συμπλέκων καὶ ἀναλύων, Ἡρόδ. 4. 67· δ. τοὺς ἀγωνιζομένους ὁ αὐτ. 8. 11· δ. τὸν σύλλογον, τὴν συνουσίαν, τὴν πανήγυριν, κτλ., ὁ αὐτ. 7. 10, 4, Θουκ. 2. 12, Πλάτ. Λυσ. 223Β, κτλ. τὴν σκηνήν εἰς κοίτην δ., [[διαλύω]] τὴν συναναστροφὴν καὶ [[ἀπέρχομαι]] εἰς τὴν κλίνην, Ξεν. Κύρ. 2, 3, 1· δ. τὴν στρατιάν, τὸ ναυτικὸν Θουκ., κλ.· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Γοργ. 457C.- Παθ., ἐπὶ συνελεύσεως, [[διαλύω]] Ἡρόδ. 1. 128, κτλ.· ἐκ τοῦ συλλόγου ὁ αὐτ. 3. 73, πρβλ. 5. 113· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. μέλλ., Θουκ. 2. 12· ἐπὶ ἀνθρώπου, [[ἀποθνήσκω]], Ξεν. Κύρ. 8.7,20. 2) [[διαλύω]] τι εἰς τὰ ἐξ ὧν σύγκειται στοιχεῖα, [[ἀναλύω]], [[καταστρέφω]], δ. καὶ ἀπολλύναι Πλάτ. Πολ. 609Α, κἐξ.· ἐξ [[ἑνός]] ἐς πολλά δ. ὁ αὐτ. Τιμ. 68D· οὕτω, δ. πολιτείαν, [[ἀρχήν]], κτλ., ὁ αὐτ. Νόμ. 945C, κτλ.· τὰς οἰκήσεις Πολύβ. 4. 65, 4· -ἐπὶ τοῦ ἡλίου, [[τήκω]] τι πεπηγός, Ξεν. Κυν. 5, 2. -Παθ., ἐξ ὧν σύγκειται καὶ εἰς ἃ διαλύεται Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 12, καὶ [[συχνάκις]]. 3) [[καταστρέφω]] τὴν φιλίαν, θέτω [[τέρμα]] εἰς αὐτήν, Λατ. dirimere, δ. σπονδὰς Θουκ. 5. 1· ὁμολογίας Ἰσοκρ. 77C· φιλίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 5, 1·-[[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, διαλύσασθαι ξεινίην Ἡρόδ. 4. 154· ἀπολ., διασπῶ, [[διαλύω]] φιλίαν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 13, 5 κἑξ. 4) θέτω [[τέρμα]] εἰς ἔχθραν ἢ ἐχθροπραξίας, ἔχθραν, πόλεμον Θουκ. 4. 19., 8. 46· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, δ. ἔχθρας Ἰσαῖ 64.25· διαφορὰς Ἰσοκρ. 266 D ·πολέμους ὁ αὐτ. 76 D, πρβλ. Δημ. 44. 10· κατὰ παθ. ὑπερσ. (μετὰ μέσ. σημ.) , διελέλυσθε τὸν πόλεμον Ἰσοκρ. 301C· [[ἐντεῦθεν]], β) μετ᾽ αἰτ. προσ., διαλλάττω, συμφιλιῶ, πρὸς ἐμὲ δ᾽ αὐτὸν διαλύειν ἠξίου Δημ. 555. 1, πρβλ. 1032. 8· δ. τινὰ ἐκ διαφορᾶς Πολύβ. 1. 87, 4· οὐ γάρ ἦν ὁ διαλύσων Θουκ. 3. 83·-μέσ. ἀπολ., διαλλάττομαι, συμφιλιοῦμαι, [[παύω]] ἔριν,Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 25, κτλ.· [[πρός]] τινα Αἰσχίν. 10.4· [[περί]] τινος Λυσ. 100.43· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. μέλλ., [[ὅπως]]... μὴ διαλύσει Δημ. 583. 23. 5) [[καθόλου]], θέτω [[τέρμα]] εἴς τι, [[καταπαύω]], [[καταστρέφω]], διαβολὴν Θουκ. 1. 131· πάσας [[αὐτοῦ]] διαλύσω τὰς ἀπολογίας Δημ. 831. 24, πρβλ. 991. 20· τὸν φόβον τῶν Ἑλλήνων δ. Πλάτ. Μενεξ. 241Β·-[[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐγκλήματα δ. Θουκ. 1. 140, πρβλ. 145, Ἰσοκρ. 228D, 278B, 313C· δ. ἃ ἐψηφίσασθε, νὰ ἀναιρέσητε τὴν ἀπόφασίν σας, Λυσ.64.25· διαλύεσθαι τὰ πρὸς ἀλλήλους, διευθετῶ ἀμοιβαίας ἀξιώσεις, Ἰσοκρ. 48 D, πρβλ. Αἰσχίν. 10. 4.6) λύω δυσκολίαν, Πλάτ. Σοφ. 252D· τὴν ἀπορίαν Ἀριστ. Μεταφ. 10. 6, 5, κτλ. 7) δ. τιμάς, πληρώνω ὅλην τὴν ἀξίαν, τὴν τιμήν, Δημ. 846, ἐν τέλ.· πληρώνω, [[ἀποτίνω]], τὴν δαπάνην Ἡρόδ. 5. 30· χρήματα Δημ. 460. 19· τὰ συμβόλαια Ἀριστ. Πολ. 3. 3, 2· [[χρέος]], [[χρέα]], κτλ., Πολύβ. 32. 13, 4, κτλ.· πάντα διελέλυτο Δημ. 836. 14· οὕτω Λατ. diluere, Κικ. Off. 1. 33·- [[ὡσαύτως]] μετ᾽αἰτ. προσ., δ. τὸν ναύκληρον, ἱκανοποιῶ αὐτόν, δηλ. τὸν πληρώνω, Δημ. 1192. 24, πρβλ. 919. 10, 959, ἐν τέλ.· -κατὰ μέσ. ἢ παθ., [[διατάσσω]] νὰ πληρωθῶσι χρέη, Ἀρρ. Ἀν. 7. 10· ἀλλ᾽ [[ὡσαύτως]], πληρώνομαι, [[κάμνω]] νά με πληρώσωσι, Δίων Χρυσ. σ. 214. ΙΙ. χαλαρώνω, ἐξασθενῶ, τὸ [[σῶμα]] Ἱππ. Ἀφ. 1247· καθιστῶ τινα ἐνδοτικόν, εὐάγωγον, Λατ. relaxare, Ἀριστοφ. Εἰρ. 85.-Παθ., δ. καὶ ἀδυνατεῖν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 5, 1· ἀνάπλους διαλελυμένος, ἔκπλους [[ἄνευ]] τάξεως, Πολύβ. 16. 2, 6· διαλελυμένη [[λέξις]], χαλαρὸν [[ὕφος]], Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 9. 2) ἀπολ., χαλαρώνω, λύω, Θεόκρ. 24. 32. Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 442 καὶ 417.
}}
}}
{{bailly
{{bailly