Anonymous

δύσκολος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσκολος''': -ον, ([[κόλον]]): Ι. ὁ ἀηδῶς ἔχων περὶ πᾶσαν τροφήν, σικχὸς (πρβλ. Ἀθην. 262Α)· [[καθόλου]], δυσκόλως εὐχαριστούμενος, [[δύστροπος]], [[ἰδιότροπος]], [[παράξενος]], Εὐρ. Βάκχ. 1251, Ἀριστοφ. Σφηξ. 942, Πλάτ., κτλ· πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 6, 2· ἐπὶ ζῴων, [[δυσπειθής]], [[ἀτίθασος]], Πλάτ. Θεαιτ. 174D· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ. δυσκόλως ἔχειν Ἰσοκρ. 67C, Δημ. 381. 29, κτλ.· δυσκολώτερον διακεῖσθαι Πλάτ. Φαίδωνι 84Ε. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἐνοχλητικῶς, καταπονῶν, δ. ἡ [[ἡνιόχησις]] ὁ αὐτ. 246Β· ἐπὶ νόσων, δύσκολοι πυρετοὶ Ἰππ. 122Η, κτλ., ἴδε Foës. Οἰκον.· [[καθόλου]], [[δυσάρεστος]], Δημ. 291. 21, Μένανδ. Βοιωτ. 2· τὸ δύσκολον Πλάτ. Νόμ. 791C. 2) [[δυσεξήγητος]], [[δυσερμήνευτος]], Ἀριστ. Σοφ. Ἐλέγχ. 25, 3, Μεταφ. 2. 4, 30· δ. ἐστι Εὐγγ. κ. Μᾶρκ. 10. 24. - Ἐπίρρ. -λως, [[μετὰ]] δυσκολίας, [[αὐτόθι]] 10. 23 κ. ἀλλ.
|lstext='''δύσκολος''': -ον, ([[κόλον]]): Ι. ὁ ἀηδῶς ἔχων περὶ πᾶσαν τροφήν, σικχὸς (πρβλ. Ἀθην. 262Α)· [[καθόλου]], δυσκόλως εὐχαριστούμενος, [[δύστροπος]], [[ἰδιότροπος]], [[παράξενος]], Εὐρ. Βάκχ. 1251, Ἀριστοφ. Σφηξ. 942, Πλάτ., κτλ· πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 6, 2· ἐπὶ ζῴων, [[δυσπειθής]], [[ἀτίθασος]], Πλάτ. Θεαιτ. 174D· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ. δυσκόλως ἔχειν Ἰσοκρ. 67C, Δημ. 381. 29, κτλ.· δυσκολώτερον διακεῖσθαι Πλάτ. Φαίδωνι 84Ε. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἐνοχλητικῶς, καταπονῶν, δ. ἡ [[ἡνιόχησις]] ὁ αὐτ. 246Β· ἐπὶ νόσων, δύσκολοι πυρετοὶ Ἰππ. 122Η, κτλ., ἴδε Foës. Οἰκον.· [[καθόλου]], [[δυσάρεστος]], Δημ. 291. 21, Μένανδ. Βοιωτ. 2· τὸ δύσκολον Πλάτ. Νόμ. 791C. 2) [[δυσεξήγητος]], [[δυσερμήνευτος]], Ἀριστ. Σοφ. Ἐλέγχ. 25, 3, Μεταφ. 2. 4, 30· δ. ἐστι Εὐγγ. κ. Μᾶρκ. 10. 24. - Ἐπίρρ. -λως, μετὰ δυσκολίας, [[αὐτόθι]] 10. 23 κ. ἀλλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly