3,274,216
edits
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βέβηλος''': -ον, (βαίνω, [[βηλός]]) ὃν ἐπιτρέπεται νὰ πατήσῃ τις, παραδεδομένος εἰς τὴν ἀνθρωπίνην χρῆσιν, Λατ. profanus, ἀντίθ. τῷ [[ἱερός]], ὡς τὸ [[βάσιμος]] τῷ [[ἄδυτος]]· καὶ πῶς β. [[ἄλσος]] ἂν ῥύοιτό με; Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 509· ἢ πρὸς βεβήλοις ἢ πρὸς ἄλσεσιν θεῶν, ἢ ἐπὶ κοινοῦ ἐδάφους ἢ…, Σοφ. Ο. Κ. 10· ἔς τε τἄβατα καὶ πρὸς βέβηλα (κοινῶς τὰ βατὰ) ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 109· καὶ βέβηλα καὶ κεκρυμμένα λόγια, δημόσια καὶ διαδιδόμενα, ἀντίθ. τῷ μυστικά, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 404· ἐν βεβήλῳ Θουκ. 4. 97· βέβηλα, φαγητά, ὧν ἐπιτρέπεται ἡ [[βρῶσις]], Ἀθήν. 65F· πρβλ. [[ὅσιος]]. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ ἡγιασμένος, [[ἀμύητος]], Λατ. profanes ([[οὕτως]], odi profanum vulgus· procul este, profani), Σοφ. Ἀποσπ. 154· ‒ [[ἀκάθαρτος]], Εὐρ. 650, Πλάτ. Συμπ. 218Β· ‒ [[ὡσαύτως]] | |lstext='''βέβηλος''': -ον, (βαίνω, [[βηλός]]) ὃν ἐπιτρέπεται νὰ πατήσῃ τις, παραδεδομένος εἰς τὴν ἀνθρωπίνην χρῆσιν, Λατ. profanus, ἀντίθ. τῷ [[ἱερός]], ὡς τὸ [[βάσιμος]] τῷ [[ἄδυτος]]· καὶ πῶς β. [[ἄλσος]] ἂν ῥύοιτό με; Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 509· ἢ πρὸς βεβήλοις ἢ πρὸς ἄλσεσιν θεῶν, ἢ ἐπὶ κοινοῦ ἐδάφους ἢ…, Σοφ. Ο. Κ. 10· ἔς τε τἄβατα καὶ πρὸς βέβηλα (κοινῶς τὰ βατὰ) ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 109· καὶ βέβηλα καὶ κεκρυμμένα λόγια, δημόσια καὶ διαδιδόμενα, ἀντίθ. τῷ μυστικά, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 404· ἐν βεβήλῳ Θουκ. 4. 97· βέβηλα, φαγητά, ὧν ἐπιτρέπεται ἡ [[βρῶσις]], Ἀθήν. 65F· πρβλ. [[ὅσιος]]. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ ἡγιασμένος, [[ἀμύητος]], Λατ. profanes ([[οὕτως]], odi profanum vulgus· procul este, profani), Σοφ. Ἀποσπ. 154· ‒ [[ἀκάθαρτος]], Εὐρ. 650, Πλάτ. Συμπ. 218Β· ‒ [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., ὁ μὴ μεμυημένος, β. τελετῆς Ἀνθ. Π. 9. 298. ‒ Ἐπίρρ. -λως, Φίλων 1. 253. ‒ Πρβλ. Ρουγκ. Τίμ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |