Anonymous

εὐθύγραμμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
mNo edit summary
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐθύγραμμος''': -ον, ὁ κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 4, 1, κ. ἀλλ.· τὸ εὐθ. ([[μετὰ]] τῆς λέξεως [[σχῆμα]] ἢ [[ἄνευ]] αὐτῆς), [[σχῆμα]] ἀποτελούμενον ἐξ εὐθειῶν γραμμῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Πρ. 2. 25, 2, Πρβλ. 16. 4, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 1: [[ἐντεῦθεν]] -[[γραμμικός]], ή, όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς τοιοῦτον [[σχῆμα]]· καὶ Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. 80. 136.
|lstext='''εὐθύγραμμος''': -ον, ὁ κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 4, 1, κ. ἀλλ.· τὸ εὐθ. (μετὰ τῆς λέξεως [[σχῆμα]] ἢ [[ἄνευ]] αὐτῆς), [[σχῆμα]] ἀποτελούμενον ἐξ εὐθειῶν γραμμῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Πρ. 2. 25, 2, Πρβλ. 16. 4, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 1: [[ἐντεῦθεν]] -[[γραμμικός]], ή, όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς τοιοῦτον [[σχῆμα]]· καὶ Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. 80. 136.
}}
}}
{{grml
{{grml