Anonymous

δοκέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δοκέω''': Ἰλ. ΙΙ. 192, Ἀττ. παρατατ. ἐδόκουν· ὁ μέλλων καὶ οἱ ἄλλοι χρόνοι [[εἶναι]] διπλοῖ. Ι) ἐκ ῥήμ. *δόκω, μέλλ. δόξω καὶ ἀόρ. α΄ ἔδοξα. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἐρμ. 208, Πίνδ. καὶ Ἀττ.· ὑπερσυντέλ.ἐδεδόχεσαν ἐν Δίωνι Κ. 44. 26. - Παθ., ἀόρ. ἐδόχθην Πολύβ., κτλ., (κατ-) Ἀντιφῶν 116. 32· πρκμ. δέδογμαι Ἡρόδ., Ἀττ. 2) οἱ ὁμαλοὶ τύποι, οἵτινες σχεδὸν μόνον παρὰ ποιηταῖς καὶ μεταγενεστέροις πεζοῖς ἀπαντῶσι, μέλλ. δοκήσω Αἰχύλ. Πρ. 386, Ἀριστοφ. Νεφ. 562, κτλ. ([[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. 4. 74)· Δωρ. δοκησῶ ἢ ᾱσῶ Θεόκρ. 1. 150· ἀόρ. ἐδόκησα, Ἐπ. δόκ-, Ὀδ. Κ. 415, Πίνδ., Τραγ., Ἀριστοφ. Βατρ. 1485· πρκμ. δεδόκηκα Αἰσχύλ. Εὐμ. 309. - Παθ. ἀόρ. ἐδοκήθην Εὐρ. Μηδ. 1417, Ἀλκ. 1161, Βάκχ. 1390· πρκμ. δεδόκημαι Πίνδ. Ν. 5. 36, Εὐρ. Μηδ. 763, Ἀριστοφ. Σφηξ. 726, [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. 7. 16 (ἐκτὸς ἂν διορθώσωμεν δέδοκται)· ἀλλὰ [[δεδοκημένος]] (ὃ ἴδε) ἀνήκει εἰς τὸ [[δέχομαι]]. (Ἐκ τῆς √ΔΟΚ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ δοκή, δόξα, κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. dasas (fama)· Λατ. dec-us, dec-or, dec-et). Ι. ἐπὶ πνευματ. ἐνεργείας, Λατ. videor mihi, [[σκέπτομαι]], [[νομίζω]], ὑποθέτω, φαντάζομαι ἀντίθ. [[φρονέω]], Σοφ. Αἴ. 942, Φερεκρ. Χειρ. 7), Ὅμ., κτλ. 1) μετ’ ἀπαρ., [[δοκέω]] νικησέμεν Ἕκτορα Ἰλ. Η. 192· οὔ σε [[δοκέω]] πείθεσθαι Ἡρόδ. 1. 8. πρβλ. 11. 27 κ. ἀλλ., Ἀντιφῶν 121. 24, κτλ.· σπαν. παραλειπομένης τῆς ἀπαρέμφ., δοκῶ… οὐδὲν [[ῥῆμα]]… κακὸν ([[εἶναι]]) Σοφ. Ἠλ. 64· τούτους τι δοκεῖτε ([[εἶναι]]) Ξεν. Ἀν. 5. 7, 26· - [[συχνάκις]] ἐν χρήσει ἐπὶ ἀνθρώπων διηγευμένων [[ὄνειρον]] ἢ ὅραμά τι, τεκεῖν δράκοντ’ ἔδοξεν, ἐφάνη αὐτῇ ὅτι [[ὄφις]] ἐγέννησε, Αἰσχύλ. Χο. 527· ἐδόκουν ἀετὸν… φέρειν, ἐνόμισα, μοὶ ἐφάνη ὅτι ἀετὸς ἔφερε…, Ἀριστοφ. Σφηξ. 15· ἔδοξ’ [[ἰδεῖν]], Λατ. visus sum videre, ἐνόμισα ὅτι εἶδον, Εὐρ. Ὀρ. 408· ἔδοξ’ ἀκοῦσαι Πλάτ. Πρωτ. 315Ε· ἔδοξ’ ἐν ὕπνῳ… οἰκεῖν ἐν Ἄργει Εὐρ. Ι. Τ. 44· - [[νομίζω]] ὅτι θὰ πράξω…, ἔχω σκοπόν, [[ὅταν]] δ’ ἀείδειν… δοκῶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 16. 2) ἀπολ., ἔχω γνώμην, [[περί]] τινος Ἡρόδ. 9. 65· ἀλλὰ συνηθέστερον, ὡς τὸ Λατ. opinor, ἐν παρενθετικαῖς φράσεσιν, ὡς δοκῶ Τραγ.· δοκῶ μόνον, Πλάτ. Παρμεν. 126Β· πῶς δοκεῖς; πρὸς διέγερσιν τῆς προσοχῆς εἴς τινα παρατήρησιν· τοῦτον, πῶς δοκεῖς; καθύβρισεν Εὐρ. Ἱππ. 446, πρβλ. Ἐκ 1160, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 8, κτλ. . πρβλ. πῶς ΙΙΙ. 5. 3) δοκῶ μοι παρ’ Ἀττ., ἀκριβῶς ὡς τὸ δοκεῖ μοι (κατωτ.), ὡς τὸ Λατ. videor mihi ἀντὶ videtur mihi, [[νομίζω]], μοὶ φαίνεται, μετ’ ἀπαρ., ἐγώ μοι [[δοκέω]] κατανοέειν τοῦτο Ἡρόδ. 2. 93, κτλ.· οὔ μοι δοκῶ, δὲν [[νομίζω]]…, Πλάτ. Θεαιτ. 158Ε· - ἀλλὰ δοκῶ μοι, [[ὡσαύτως]], εἶμαι ἀποφασισμένος, μετ’ ἀπαρ. ἐνεστ., Ἀριστοφ. Σφηξ. 177, κτλ.· μετ’ ἀπαρ. μέλλ., ὁ αὐτ. Πλούτ. 1186, κτλ.· μετ’ ἀπαρ. ἀορ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 671, κτλ.· σπανίως [[ἄνευ]] τοῦ μοι, [[ὅταν]] δ’ ἀείδειν… δοκῶ, [[ὁπόταν]], [[ὁσάκις]] νομίσω καλόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 16· γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖς ὁ αὐτ. Θήβ. 650. 4) ὡς τὸ προσποιοῦμαι, μετ’ ἀπαρ., φαίνομαι ἢ προσποιοῦμαι ὅτι δὲν [[κάμνω]] τι, Λατ. dissimulo, ὁρέων μὲν οὐδέν, δοκέων δὲ [ὁρᾶν] Ἀλκμὰν 76· [[οὔτε]] ἔδοξε μαθέειν Ἡρόδ. 1. 10· οὐδὲ γινώσκειν δοκῶν Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 30· τὰ μὲν ποιεῖν, τὰ δὲ δοκεῖν Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 19· ἤκουσι του λέγοντος, οὐ δοκῶν κλύειν Εὐρ. Μηδ. 67· πόσους δοκεῖς… ὁρῶντας… μὴ δοκεῖν ὁρᾶν ὁ αὐτ. Ἱππ. 462· πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1146, Ξεν Ἑλλ. 4. 5, 6. ΙΙ. ἐπὶ τῆς ἐνεργείας ἢ ἐπιδράσεως ἀντικειμένου τινὸς ἐπὶ τὸ [[πνεῦμα]], videor, φαίνομαι, [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ. ἐνεστ., δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν Ὀδ. Ε. 342· δόκησε δ’ ἄρα σφίσι θυμὸς ὥς [[ἔμεν]], ὡς εἰ…, ἡ καρδία των ἐφάνη ὡς ἂν…, ἐφάνη αὐτοῖς ὡς ἂν…, Ὀδ. Κ. 415· μετ’ ἀπαρ. μέλλ., φαίνομαι πιθανὸς εἴς τινα, δοκέει δέ μοι ὧδε λώϊον ἔσσεσθαι Ἰλ. Ζ. 338· μετ’ ἀπαρ. ἀορ., [[οὐδέποτε]] παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ [[συχνάκις]] παρ’ Ἀττ.· τί δ’ ἂν δοκεῖ σοι [[Πρίαμος]] (ἐνν. ποιῆσαι) Αἰσχύλ. Ἀγ. 935· φαίνομαι ἢ νομίζομαι ὅτι ἔχω πράξει, ἰδίως ἐπὶ ὑπόπτων προσώπων, Θουκ. 2. 21., 5. 16. 2) ἀπολ., φαίνομαι κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν πραγματικότητα, τὸ δοκεῖν καὶ τὴν ἀλάθειαν βιᾶται Σιμων. 76· οὐ δοκεῖν, ἀλλ’ [[εἶναι]] θέλει Αἰσχύλ. Θήβ. 592, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 527Β· - πλῆρες, τὸ δοκεῖν [[εἶναι]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 788. 3) φαίνεταί τι καλὸν εἰς ἐμέ, ἀποφασίζω, Λατ. placere, εἰ δοκεῖ σοι [[ταῦτα]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 944· τοιαῦτ’ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει ὁ αὐτ. Θήβ. 1025. 4) [[συχν]]. ἀπροσ., δοκεῖ μοι, ἐπὶ τῆς αὐτῆς [[περίπου]] ἐννοίας ἐφ’ ἧς καὶ τὸ δοκῶ μοι (ἀνωτ. Ι. 3), φαίνεται εἰς ἐμέ, [[νομίζω]], ὥς μοι δοκεῖ [[εἶναι]] ἄριστα Ἰλ. Μ. 215· πρβλ. [[δοάσσατο]]· -συχνὸν παρ’ ἅπασι τοῖς μεταγεν., ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, ὡς ἐγὼ [[νομίζω]], Wess. Ἡρόδ. 6. 95· [[συχνάκις]] κατ’ ἀπαρ. ἐν παρενθ. προτάσει, ὡς ἐμοὶ δοκέειν, κατὰ τὴν κρίσιν ἢ γνώμην μου, Ἡρόδ. 9. 113· δοκέειν ἐμοὶ ὁ αὐτ. 1. 172· ἀλλ’, ἐμοὶ δοκεῖν, τάχ’ εἴσει Αἰσχύλ. Πέρσ. 246, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ([[ἄνευ]] τοῦ μοι) Ξεν. Ἀν. 4. 5, 1. β) φαίνεταί μοι καλόν, [[εἶναι]] ἡ γνώμη μου, δοκεῖ ἡμῖν χρῆσθαι Θουκ. 4. 118, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1350, Θήβ. 1025· - ἰδίως ἐπὶ κοινῆς ἀποφάσεως, τοῖσι Ἕλλησι ἔδοξε… ἀπαιτέειν Ἡρόδ. 1. 3, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἀττ., ἔδοξεν Ἀργείοισιν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 604, πρβλ. Θήβ. 1008· ἰδίως ἐν ψηφίσμασι κ.τ.τ., ἔδοξε τῇ βουλῇ, τῷ δήμῳ Ἀριστοφ. Θεσμ. 372, Θουκ. 4. 118, κτλ., πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 76, κτλ.· τὸ δόξαν, = [[δόγμα]], ἡ [[ἀπόφασις]], Ἡρόδ. 3. 76, κτλ.· τὰ δόξαντα Σοφ. Ἠλ. 29, Δημ. 32, 11· τό σοι δοκοῦν, ἡ ἰδική σου γνώμη, Πλάτ. Πολ. 487D· παρὰ τὸ δοκοῦν ἡμῖν Θουκ. 1. 84, κτλ.· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ., δέδοκται, Λατ. visum est, Ἡρόδ. 4. 68, Τραγ., κτλ.· εἰ δεδόκηται ἐπαινῆσαι Πίνδ. Ν. 5. 36· δεδόχθω τὸ ἄτοπον τοῦτο Πλάτ. Νόμ. 799Ε, κτλ.· τοῦτ’ ἔστ’ ἐμοὶ δεδογμένον Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 1· δεδογμέν’ [ἐστὶ]… τήνδε κατθανεῖν Σοφ. Ἀντ. 576, πρβλ. Ο. Κ. 1431· δέδοκται τῇ βουλῇ, κτλ., συχνὸν ἐν Ἐπιγραφ. γ) αἰτ. ἀπόλ., δόξαν, ἀφοῦ ἀπεφασίσθη, ἐφάνη καλόν, δόξαν αὐτοῖς [[ὥστε]] διαναυμαχεῖν (δηλ. ὅτε ἔδοξεν αὐτοῖς) Θουκ. 8, 79· δόξαν δέ σφι (ἐνν. λιπέσθαι) Ἡρόδ. 2. 148· δόξαν ἡμῖν [[ταῦτα]] (ἐνν. πράττειν) Πλάτ. Πρωτ. 314C· - [[οὕτως]], [[ἰδίᾳ]] δοκῆσάν τοι τόδ’…; Εὐρ. Ἱκέτ. 129· καὶ δεδογμένον αὐτοῖς Θουκ. 1. 125, κτλ. - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], δόξαντος τούτου Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 36· δόξαντα [[ταῦτα]] [[αὐτόθι]] 3. 2, 19. 5) νομίζομαι, θεωροῦμαι…, μετ’ ἀπαρ., Πίνδ. Ο. 13. 79, ΙΙ. 6. 40· ἄξιοι ὑμῖν δοκοῦντες Θουκ. 1. 76· οἱ δοκοῦντες εἶναί τι, ἄνθρωποι· περὶ ὧν ὑπάρχει γνώμη ὅτι εἶνέ τι, Πλάτ. Γοργ. 472Α· τὸ δοκεῖν τινες [[εἶναι]]… προσειληφότες Δημ. 582. 27· ἐδόκει τις [[εἶναι]] Πλούτ. Ἀριστείδ. 1· [[οὕτως]], οἱ δοκοῦντες μόνον, Εὐρ. Ἑκ. 295· τὰ δοκοῦντα, ἀντίθ. τὰ μηδὲν [[ὄντα]], ὁ αὐτ. Τρῳ. 608· [[ἀρετὴ]] δοκοῦσα = [[δόξα]] ἀρετῆς Θουκ. 3. 10· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ., οἱ δεδογμένοι ἀνδροφόνοι, οἱ εὑρεθέντες ἔνοχοι ἀνθρωποκτονίας, Δημ. 629. 71· πρβλ. [[ἀδόκητος]] ΙΙ. (Αἱ δύο σημασίαι τοῦ [[δοκέω]] [[ἐνίοτε]] ἀντιπαραβάλλονται, τὰ ἀεὶ δοκοῦντα… τῷ δοκοῦντι [[εἶναι]] ἀληθῆ, τὰ φαινόμενα, νομιζόμενα ἀληθῆ, εἶνε ἀληθῆ δι’ ἐκεῖνον [[ὅστις]] τὰ νομίζει τοιαῦτα, Πλάτ. Θεαιτ. 158Ε· τὸ δοκοῦν ἑκάστῳ τοῦτο καὶ [[εἶναι]] τῷ δοκοῦντι [[αὐτόθι]] 162C. Πρὸς τὴν διπλῆν ταύτην σημασίαν πρβλ. Ἀγγλο-Σαξον. bencan, Παλαιο-Σκανδιν. bekkja, [[σκέπτομαι]], [[νομίζω]], πρὸς τὰ bincan, bykkja, φαίνομαι· ἴχνη δὲ τῆς δευτέρας ταύτης σημασίας παρέμειναν ἐκ τῆς ἀγγλ. methinks, methought). - Πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, 84.
|lstext='''δοκέω''': Ἰλ. ΙΙ. 192, Ἀττ. παρατατ. ἐδόκουν· ὁ μέλλων καὶ οἱ ἄλλοι χρόνοι [[εἶναι]] διπλοῖ. Ι) ἐκ ῥήμ. *δόκω, μέλλ. δόξω καὶ ἀόρ. α΄ ἔδοξα. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἐρμ. 208, Πίνδ. καὶ Ἀττ.· ὑπερσυντέλ.ἐδεδόχεσαν ἐν Δίωνι Κ. 44. 26. - Παθ., ἀόρ. ἐδόχθην Πολύβ., κτλ., (κατ-) Ἀντιφῶν 116. 32· πρκμ. δέδογμαι Ἡρόδ., Ἀττ. 2) οἱ ὁμαλοὶ τύποι, οἵτινες σχεδὸν μόνον παρὰ ποιηταῖς καὶ μεταγενεστέροις πεζοῖς ἀπαντῶσι, μέλλ. δοκήσω Αἰχύλ. Πρ. 386, Ἀριστοφ. Νεφ. 562, κτλ. ([[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. 4. 74)· Δωρ. δοκησῶ ἢ ᾱσῶ Θεόκρ. 1. 150· ἀόρ. ἐδόκησα, Ἐπ. δόκ-, Ὀδ. Κ. 415, Πίνδ., Τραγ., Ἀριστοφ. Βατρ. 1485· πρκμ. δεδόκηκα Αἰσχύλ. Εὐμ. 309. - Παθ. ἀόρ. ἐδοκήθην Εὐρ. Μηδ. 1417, Ἀλκ. 1161, Βάκχ. 1390· πρκμ. δεδόκημαι Πίνδ. Ν. 5. 36, Εὐρ. Μηδ. 763, Ἀριστοφ. Σφηξ. 726, [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. 7. 16 (ἐκτὸς ἂν διορθώσωμεν δέδοκται)· ἀλλὰ [[δεδοκημένος]] (ὃ ἴδε) ἀνήκει εἰς τὸ [[δέχομαι]]. (Ἐκ τῆς √ΔΟΚ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ δοκή, δόξα, κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. dasas (fama)· Λατ. dec-us, dec-or, dec-et). Ι. ἐπὶ πνευματ. ἐνεργείας, Λατ. videor mihi, [[σκέπτομαι]], [[νομίζω]], ὑποθέτω, φαντάζομαι ἀντίθ. [[φρονέω]], Σοφ. Αἴ. 942, Φερεκρ. Χειρ. 7), Ὅμ., κτλ. 1) μετ’ ἀπαρ., [[δοκέω]] νικησέμεν Ἕκτορα Ἰλ. Η. 192· οὔ σε [[δοκέω]] πείθεσθαι Ἡρόδ. 1. 8. πρβλ. 11. 27 κ. ἀλλ., Ἀντιφῶν 121. 24, κτλ.· σπαν. παραλειπομένης τῆς ἀπαρέμφ., δοκῶ… οὐδὲν [[ῥῆμα]]… κακὸν ([[εἶναι]]) Σοφ. Ἠλ. 64· τούτους τι δοκεῖτε ([[εἶναι]]) Ξεν. Ἀν. 5. 7, 26· - [[συχνάκις]] ἐν χρήσει ἐπὶ ἀνθρώπων διηγευμένων [[ὄνειρον]] ἢ ὅραμά τι, τεκεῖν δράκοντ’ ἔδοξεν, ἐφάνη αὐτῇ ὅτι [[ὄφις]] ἐγέννησε, Αἰσχύλ. Χο. 527· ἐδόκουν ἀετὸν… φέρειν, ἐνόμισα, μοὶ ἐφάνη ὅτι ἀετὸς ἔφερε…, Ἀριστοφ. Σφηξ. 15· ἔδοξ’ [[ἰδεῖν]], Λατ. visus sum videre, ἐνόμισα ὅτι εἶδον, Εὐρ. Ὀρ. 408· ἔδοξ’ ἀκοῦσαι Πλάτ. Πρωτ. 315Ε· ἔδοξ’ ἐν ὕπνῳ… οἰκεῖν ἐν Ἄργει Εὐρ. Ι. Τ. 44· - [[νομίζω]] ὅτι θὰ πράξω…, ἔχω σκοπόν, [[ὅταν]] δ’ ἀείδειν… δοκῶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 16. 2) ἀπολ., ἔχω γνώμην, [[περί]] τινος Ἡρόδ. 9. 65· ἀλλὰ συνηθέστερον, ὡς τὸ Λατ. opinor, ἐν παρενθετικαῖς φράσεσιν, ὡς δοκῶ Τραγ.· δοκῶ μόνον, Πλάτ. Παρμεν. 126Β· πῶς δοκεῖς; πρὸς διέγερσιν τῆς προσοχῆς εἴς τινα παρατήρησιν· τοῦτον, πῶς δοκεῖς; καθύβρισεν Εὐρ. Ἱππ. 446, πρβλ. Ἐκ 1160, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 8, κτλ. . πρβλ. πῶς ΙΙΙ. 5. 3) δοκῶ μοι παρ’ Ἀττ., ἀκριβῶς ὡς τὸ δοκεῖ μοι (κατωτ.), ὡς τὸ Λατ. videor mihi ἀντὶ videtur mihi, [[νομίζω]], μοὶ φαίνεται, μετ’ ἀπαρ., ἐγώ μοι [[δοκέω]] κατανοέειν τοῦτο Ἡρόδ. 2. 93, κτλ.· οὔ μοι δοκῶ, δὲν [[νομίζω]]…, Πλάτ. Θεαιτ. 158Ε· - ἀλλὰ δοκῶ μοι, [[ὡσαύτως]], εἶμαι ἀποφασισμένος, μετ’ ἀπαρ. ἐνεστ., Ἀριστοφ. Σφηξ. 177, κτλ.· μετ’ ἀπαρ. μέλλ., ὁ αὐτ. Πλούτ. 1186, κτλ.· μετ’ ἀπαρ. ἀορ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 671, κτλ.· σπανίως [[ἄνευ]] τοῦ μοι, [[ὅταν]] δ’ ἀείδειν… δοκῶ, [[ὁπόταν]], [[ὁσάκις]] νομίσω καλόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 16· γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖς ὁ αὐτ. Θήβ. 650. 4) ὡς τὸ προσποιοῦμαι, μετ’ ἀπαρ., φαίνομαι ἢ προσποιοῦμαι ὅτι δὲν [[κάμνω]] τι, Λατ. dissimulo, ὁρέων μὲν οὐδέν, δοκέων δὲ [ὁρᾶν] Ἀλκμὰν 76· [[οὔτε]] ἔδοξε μαθέειν Ἡρόδ. 1. 10· οὐδὲ γινώσκειν δοκῶν Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 30· τὰ μὲν ποιεῖν, τὰ δὲ δοκεῖν Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 19· ἤκουσι του λέγοντος, οὐ δοκῶν κλύειν Εὐρ. Μηδ. 67· πόσους δοκεῖς… ὁρῶντας… μὴ δοκεῖν ὁρᾶν ὁ αὐτ. Ἱππ. 462· πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1146, Ξεν Ἑλλ. 4. 5, 6. ΙΙ. ἐπὶ τῆς ἐνεργείας ἢ ἐπιδράσεως ἀντικειμένου τινὸς ἐπὶ τὸ [[πνεῦμα]], videor, φαίνομαι, μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ. ἐνεστ., δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν Ὀδ. Ε. 342· δόκησε δ’ ἄρα σφίσι θυμὸς ὥς [[ἔμεν]], ὡς εἰ…, ἡ καρδία των ἐφάνη ὡς ἂν…, ἐφάνη αὐτοῖς ὡς ἂν…, Ὀδ. Κ. 415· μετ’ ἀπαρ. μέλλ., φαίνομαι πιθανὸς εἴς τινα, δοκέει δέ μοι ὧδε λώϊον ἔσσεσθαι Ἰλ. Ζ. 338· μετ’ ἀπαρ. ἀορ., [[οὐδέποτε]] παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ [[συχνάκις]] παρ’ Ἀττ.· τί δ’ ἂν δοκεῖ σοι [[Πρίαμος]] (ἐνν. ποιῆσαι) Αἰσχύλ. Ἀγ. 935· φαίνομαι ἢ νομίζομαι ὅτι ἔχω πράξει, ἰδίως ἐπὶ ὑπόπτων προσώπων, Θουκ. 2. 21., 5. 16. 2) ἀπολ., φαίνομαι κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν πραγματικότητα, τὸ δοκεῖν καὶ τὴν ἀλάθειαν βιᾶται Σιμων. 76· οὐ δοκεῖν, ἀλλ’ [[εἶναι]] θέλει Αἰσχύλ. Θήβ. 592, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 527Β· - πλῆρες, τὸ δοκεῖν [[εἶναι]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 788. 3) φαίνεταί τι καλὸν εἰς ἐμέ, ἀποφασίζω, Λατ. placere, εἰ δοκεῖ σοι [[ταῦτα]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 944· τοιαῦτ’ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει ὁ αὐτ. Θήβ. 1025. 4) [[συχν]]. ἀπροσ., δοκεῖ μοι, ἐπὶ τῆς αὐτῆς [[περίπου]] ἐννοίας ἐφ’ ἧς καὶ τὸ δοκῶ μοι (ἀνωτ. Ι. 3), φαίνεται εἰς ἐμέ, [[νομίζω]], ὥς μοι δοκεῖ [[εἶναι]] ἄριστα Ἰλ. Μ. 215· πρβλ. [[δοάσσατο]]· -συχνὸν παρ’ ἅπασι τοῖς μεταγεν., ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, ὡς ἐγὼ [[νομίζω]], Wess. Ἡρόδ. 6. 95· [[συχνάκις]] κατ’ ἀπαρ. ἐν παρενθ. προτάσει, ὡς ἐμοὶ δοκέειν, κατὰ τὴν κρίσιν ἢ γνώμην μου, Ἡρόδ. 9. 113· δοκέειν ἐμοὶ ὁ αὐτ. 1. 172· ἀλλ’, ἐμοὶ δοκεῖν, τάχ’ εἴσει Αἰσχύλ. Πέρσ. 246, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ([[ἄνευ]] τοῦ μοι) Ξεν. Ἀν. 4. 5, 1. β) φαίνεταί μοι καλόν, [[εἶναι]] ἡ γνώμη μου, δοκεῖ ἡμῖν χρῆσθαι Θουκ. 4. 118, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1350, Θήβ. 1025· - ἰδίως ἐπὶ κοινῆς ἀποφάσεως, τοῖσι Ἕλλησι ἔδοξε… ἀπαιτέειν Ἡρόδ. 1. 3, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἀττ., ἔδοξεν Ἀργείοισιν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 604, πρβλ. Θήβ. 1008· ἰδίως ἐν ψηφίσμασι κ.τ.τ., ἔδοξε τῇ βουλῇ, τῷ δήμῳ Ἀριστοφ. Θεσμ. 372, Θουκ. 4. 118, κτλ., πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 76, κτλ.· τὸ δόξαν, = [[δόγμα]], ἡ [[ἀπόφασις]], Ἡρόδ. 3. 76, κτλ.· τὰ δόξαντα Σοφ. Ἠλ. 29, Δημ. 32, 11· τό σοι δοκοῦν, ἡ ἰδική σου γνώμη, Πλάτ. Πολ. 487D· παρὰ τὸ δοκοῦν ἡμῖν Θουκ. 1. 84, κτλ.· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ., δέδοκται, Λατ. visum est, Ἡρόδ. 4. 68, Τραγ., κτλ.· εἰ δεδόκηται ἐπαινῆσαι Πίνδ. Ν. 5. 36· δεδόχθω τὸ ἄτοπον τοῦτο Πλάτ. Νόμ. 799Ε, κτλ.· τοῦτ’ ἔστ’ ἐμοὶ δεδογμένον Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 1· δεδογμέν’ [ἐστὶ]… τήνδε κατθανεῖν Σοφ. Ἀντ. 576, πρβλ. Ο. Κ. 1431· δέδοκται τῇ βουλῇ, κτλ., συχνὸν ἐν Ἐπιγραφ. γ) αἰτ. ἀπόλ., δόξαν, ἀφοῦ ἀπεφασίσθη, ἐφάνη καλόν, δόξαν αὐτοῖς [[ὥστε]] διαναυμαχεῖν (δηλ. ὅτε ἔδοξεν αὐτοῖς) Θουκ. 8, 79· δόξαν δέ σφι (ἐνν. λιπέσθαι) Ἡρόδ. 2. 148· δόξαν ἡμῖν [[ταῦτα]] (ἐνν. πράττειν) Πλάτ. Πρωτ. 314C· - [[οὕτως]], [[ἰδίᾳ]] δοκῆσάν τοι τόδ’…; Εὐρ. Ἱκέτ. 129· καὶ δεδογμένον αὐτοῖς Θουκ. 1. 125, κτλ. - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], δόξαντος τούτου Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 36· δόξαντα [[ταῦτα]] [[αὐτόθι]] 3. 2, 19. 5) νομίζομαι, θεωροῦμαι…, μετ’ ἀπαρ., Πίνδ. Ο. 13. 79, ΙΙ. 6. 40· ἄξιοι ὑμῖν δοκοῦντες Θουκ. 1. 76· οἱ δοκοῦντες εἶναί τι, ἄνθρωποι· περὶ ὧν ὑπάρχει γνώμη ὅτι εἶνέ τι, Πλάτ. Γοργ. 472Α· τὸ δοκεῖν τινες [[εἶναι]]… προσειληφότες Δημ. 582. 27· ἐδόκει τις [[εἶναι]] Πλούτ. Ἀριστείδ. 1· [[οὕτως]], οἱ δοκοῦντες μόνον, Εὐρ. Ἑκ. 295· τὰ δοκοῦντα, ἀντίθ. τὰ μηδὲν [[ὄντα]], ὁ αὐτ. Τρῳ. 608· [[ἀρετὴ]] δοκοῦσα = [[δόξα]] ἀρετῆς Θουκ. 3. 10· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ παθ., οἱ δεδογμένοι ἀνδροφόνοι, οἱ εὑρεθέντες ἔνοχοι ἀνθρωποκτονίας, Δημ. 629. 71· πρβλ. [[ἀδόκητος]] ΙΙ. (Αἱ δύο σημασίαι τοῦ [[δοκέω]] [[ἐνίοτε]] ἀντιπαραβάλλονται, τὰ ἀεὶ δοκοῦντα… τῷ δοκοῦντι [[εἶναι]] ἀληθῆ, τὰ φαινόμενα, νομιζόμενα ἀληθῆ, εἶνε ἀληθῆ δι’ ἐκεῖνον [[ὅστις]] τὰ νομίζει τοιαῦτα, Πλάτ. Θεαιτ. 158Ε· τὸ δοκοῦν ἑκάστῳ τοῦτο καὶ [[εἶναι]] τῷ δοκοῦντι [[αὐτόθι]] 162C. Πρὸς τὴν διπλῆν ταύτην σημασίαν πρβλ. Ἀγγλο-Σαξον. bencan, Παλαιο-Σκανδιν. bekkja, [[σκέπτομαι]], [[νομίζω]], πρὸς τὰ bincan, bykkja, φαίνομαι· ἴχνη δὲ τῆς δευτέρας ταύτης σημασίας παρέμειναν ἐκ τῆς ἀγγλ. methinks, methought). - Πρβλ. Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, 84.
}}
}}
{{bailly
{{bailly