Anonymous

εἴρω: Difference between revisions

From LSJ
12 bytes removed ,  20 April 2021
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἴρω''': (Α): ἀόρ. εἶρα (ἴδε κατωτ.), [[ὡσαύτως]] ἔρσα (ἴδε [[διείρω]]): ― Παθ., μετοχ. πρκμ. ἐρμένος (ἐν-) Ἡρόδ. 4. 190· Ἐπ. [[ἐερμένος]], ἴδε κατωτ., εἰρμένος Βακχυλ. 16. 116 (ἔκδ. Blass)· ― τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] σπάνιον, πρβλ. ἀν-, δι-, ἐν-, ἐξ-, συν- είρω· (περὶ τῆς ῥίζης, ἴδε ἀείρω)· [[συνείρω]], [[συνάπτω]], [[πλέκω]], [[ὁρμαθίζω]], κοινῶς «ὁρμαθιάζω», παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ Ἐπ. παθ. πρκμ., ὅρμον... ἠλέκτροισιν ἐερμένον, «ὡρμαθιασμένον», Ὀδ. Σ. 296· καὶ παθ. ὑπερσυντ., [[μετὰ]] δ’ ἠλέκτροισιν ἔερτο Ὀδ. Ο. 460· οὕτω, περὶ στήθεσσιν ἔερτο μίτρη Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 868. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρ. ἐν τῷ ἐνεργ., στεφάνους [[εἴρην]], Λατ. coronas nectere, Πινδ. Ν. 7. 113· εἴρ. τὰ θεῖα Πλούτ. 2. 1029C· δένω, περιδένω, εἰς βρόχον εἴρας τὸν τράχηλον Ζάλευκος παρὰ Στοβ. 280. 39: ― Παθ., εἰρομένη [[λέξις]], συνεχὲς καὶ χαλαρὸν [[ὕφος]], δηλ. οὐχὶ μετ’ ἀντιθέσεων, [[ἤτοι]] [[μετὰ]] περιόδων καὶ κώλων ἀντιστοιχούντων καὶ [[οὕτως]] εἰπεῖν ἰσορροπούντων, ἀντιτίθεται τῇ κατεστραμμένῃ λέξει, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 2· πρβλ. [[συνείρω]] ΙΙ.
|lstext='''εἴρω''': (Α): ἀόρ. εἶρα (ἴδε κατωτ.), [[ὡσαύτως]] ἔρσα (ἴδε [[διείρω]]): ― Παθ., μετοχ. πρκμ. ἐρμένος (ἐν-) Ἡρόδ. 4. 190· Ἐπ. [[ἐερμένος]], ἴδε κατωτ., εἰρμένος Βακχυλ. 16. 116 (ἔκδ. Blass)· ― τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] σπάνιον, πρβλ. ἀν-, δι-, ἐν-, ἐξ-, συν- είρω· (περὶ τῆς ῥίζης, ἴδε ἀείρω)· [[συνείρω]], [[συνάπτω]], [[πλέκω]], [[ὁρμαθίζω]], κοινῶς «ὁρμαθιάζω», παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ Ἐπ. παθ. πρκμ., ὅρμον... ἠλέκτροισιν ἐερμένον, «ὡρμαθιασμένον», Ὀδ. Σ. 296· καὶ παθ. ὑπερσυντ., μετὰ δ’ ἠλέκτροισιν ἔερτο Ὀδ. Ο. 460· οὕτω, περὶ στήθεσσιν ἔερτο μίτρη Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 868. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρ. ἐν τῷ ἐνεργ., στεφάνους [[εἴρην]], Λατ. coronas nectere, Πινδ. Ν. 7. 113· εἴρ. τὰ θεῖα Πλούτ. 2. 1029C· δένω, περιδένω, εἰς βρόχον εἴρας τὸν τράχηλον Ζάλευκος παρὰ Στοβ. 280. 39: ― Παθ., εἰρομένη [[λέξις]], συνεχὲς καὶ χαλαρὸν [[ὕφος]], δηλ. οὐχὶ μετ’ ἀντιθέσεων, [[ἤτοι]] μετὰ περιόδων καὶ κώλων ἀντιστοιχούντων καὶ [[οὕτως]] εἰπεῖν ἰσορροπούντων, ἀντιτίθεται τῇ κατεστραμμένῃ λέξει, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 2· πρβλ. [[συνείρω]] ΙΙ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(1) ([[root]] ϝερ, cf. verbum), [[assumed]] pres. [[for]] fut. [[ἐρέω]], -έει, -έουσι, [[part]]. ἐρέων, ἐρέουσα, [[pass]]. perf. [[εἴρηται]], [[part]]. εἰρημένος, plup. [[εἴρητο]], fut. [[εἰρήσεται]], aor. [[part]]. dat. [[sing]]. ῥηθέντι: [[say]], [[speak]], [[declare]]; [[strictly]] [[with]] [[regard]] [[merely]] to the words said; [[announce]], [[herald]], ([[Ἠώς]]) Ζηνὶ [[φόως]] ἐρέουσα, Il. 2.49; ([[Ἑωσφόρος]]) [[φόως]] ἐρέων ἐπὶ γαῖαν, Il. 23.226.<br />(2) ([[root]] σερ, cf. sero), only [[pass]]. perf. [[part]]. [[ἐερμένος]], plup. [[ἔερτο]]: [[string]], as beads; [[μετὰ]] (adv.) δ' ἠλέκτροισιν [[ἔερτο]], at intervals ‘[[was]] [[strung]]’ [[with]] beads of [[amber]], Od. 15.460 ; [[ὅρμος]] ἠλέκτροισιν [[ἐερμένος]], Od. 18.296; γέφῦραι ἐερμέναι, ‘joined’ in [[succession]], Il. 5.89.
|auten=(1) ([[root]] ϝερ, cf. verbum), [[assumed]] pres. [[for]] fut. [[ἐρέω]], -έει, -έουσι, [[part]]. ἐρέων, ἐρέουσα, [[pass]]. perf. [[εἴρηται]], [[part]]. εἰρημένος, plup. [[εἴρητο]], fut. [[εἰρήσεται]], aor. [[part]]. dat. [[sing]]. ῥηθέντι: [[say]], [[speak]], [[declare]]; [[strictly]] [[with]] [[regard]] [[merely]] to the words said; [[announce]], [[herald]], ([[Ἠώς]]) Ζηνὶ [[φόως]] ἐρέουσα, Il. 2.49; ([[Ἑωσφόρος]]) [[φόως]] ἐρέων ἐπὶ γαῖαν, Il. 23.226.<br />(2) ([[root]] σερ, cf. sero), only [[pass]]. perf. [[part]]. [[ἐερμένος]], plup. [[ἔερτο]]: [[string]], as beads; μετὰ (adv.) δ' ἠλέκτροισιν [[ἔερτο]], at intervals ‘[[was]] [[strung]]’ [[with]] beads of [[amber]], Od. 15.460 ; [[ὅρμος]] ἠλέκτροισιν [[ἐερμένος]], Od. 18.296; γέφῦραι ἐερμέναι, ‘joined’ in [[succession]], Il. 5.89.
}}
}}
{{Slater
{{Slater