Anonymous

εἰσωπός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσωπός''': -όν, (ὤψ) θεωρῶν, βλέπων, κατὰ [[πρόσωπον]], εἰσωποὶ δ’ ἐγένοντο νεῶν οἱ Ἀχαιοί, «ἔν ὄψει τὰς [[ναῦς]] ἔβλεπον..., τουτέστιν, ὑπὸ τὴν στέγην αὐτῶν ἐγένοντο» (Σχόλ.), Ἰλ. Ο. 653· παρὰ μεταγ. [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., Ἄρατ. 79. 2) ἀπολ. τῇ ῥ’ οἵγ’ [[αὐτίκα]] νηῒ [[διέξ]] Ἀχερουσίδος [[ἄκρης]] εἰσωποὶ ἀνέμοιο νέον λήγοντος ἔκελσαν, «εἰσωποί, ἐναντίοι, ἐσώτεροι γενόμενοι» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 751.
|lstext='''εἰσωπός''': -όν, (ὤψ) θεωρῶν, βλέπων, κατὰ [[πρόσωπον]], εἰσωποὶ δ’ ἐγένοντο νεῶν οἱ Ἀχαιοί, «ἔν ὄψει τὰς [[ναῦς]] ἔβλεπον..., τουτέστιν, ὑπὸ τὴν στέγην αὐτῶν ἐγένοντο» (Σχόλ.), Ἰλ. Ο. 653· παρὰ μεταγ. [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ., Ἄρατ. 79. 2) ἀπολ. τῇ ῥ’ οἵγ’ [[αὐτίκα]] νηῒ [[διέξ]] Ἀχερουσίδος [[ἄκρης]] εἰσωποὶ ἀνέμοιο νέον λήγοντος ἔκελσαν, «εἰσωποί, ἐναντίοι, ἐσώτεροι γενόμενοι» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 751.
}}
}}
{{bailly
{{bailly