Anonymous

γίγνομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "v.s." to "v.s.")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γίγνομαι''': Ἰων. καὶ ἀπὸ τοῦ Ἀριστ. [[γίνομαι]] [ῑ], ἀλλ᾿ ἀείποτε παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττικῶν [[γίγνομαι]], πρβλ. [[γιγνώσκω]], ἐν ταῖς Ἀττικαῖς ἐπιγραφαῖς μόνον [[γίγνομαι]] [[μέχρι]] τοῦ 292 π.Χ., [[γίνομαι]] ἀπὸ τοῦ 290– 30 π. Χ., σπανιώτατον δὲ τὸ [[γίγνομαι]], κατὰ τοὺς [[μετὰ]] [[ταῦτα]] χρόνους συνηθέστερον τὸ [[γίνομαι]] (ἲδε Meisterh. 3. σ. 177, 20).― Μέλλ. γενήσομαι·― ἀόρ. ἐγενόμην (Δωρ. ἐγενάμην, Δινδ. Δημ. 255. 22), Ἰων. β΄ ἑνικ. γένευ Ἰλ. Ε. 897, γ΄ ἑνικ. γενέσκετο Ὀδ. Λ. 207· συγκεκομ. γ΄ ἑνικ. [[ἔγεντο]] Ἡσ. Θ. 283, 705, Σαπφὼ 19, Πινδ. II. 3. 153, καὶ διωρθώθη ὑπὸ Bentl. ἐν τῷ σκολίῳ παρ᾿ Ἀριστοφ. Σφηξ. 1226, Ἐπ. [[γέντο]] Ἡσ. Θ. 199, Ἐμπεδ. 207 Stein.·― πρκμ. [[γέγονα]] Ὅμ., Ἀττ.·― ὑπερσυντ. ἐγεγόνει, Πλάτ., κτλ., Ἰων. ἐγεγόνεε Ἡροδ.· πλὴν τούτων ὑπάρχουσι ποιητ. τύποι (ὡς ἐκ πρκμ. γέγαα), β΄ πληθ. γεγάᾱτε Βάβρ. 143, πρβλ. Ὁμ. Ἐπιγρ. 16· γεγάᾱσι Ἰλ. Δ. 325, [[συχν]]. ἐν τῇ Ὀδ.· γ΄ δυϊκ. ὑπερσυντ. ἐκγεγάτην [ᾰ] Ὀδ. Κ. 138· ἀπαρέμφ. [[γεγάμεν]] [ᾰ] Πίνδ. Ο. 9. 164 (ἐκ-) Ἰλ. Ε. 248, κτλ.· μετοχ. γεγαώς, -αυῖα, πληθ. -αῶτες, -αυῖαι Ὃμ., κτλ., συνῃρ. [[γεγώς]], -ῶσα Σοφ. Αἲ. 472, 1013, Εὐρ.· ὁ Πίνδ. Ο. 6. 83 ἔχει [[ὡσαύτως]] καὶ ἀπαρέμφ. [[γεγάκειν]] [ᾱ].― Ἀλλὰ τούτοις [[προσθετέον]] παθητικούς τινας τύπους ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, μέλλ. γενηθήσομαι (μόνον παρὰ Πλάτ. Παρμ. 141Ε, [[οὔτε]] γενήσεται, [[οὔτε]] γενηθήσεται, [[ἔνθα]] ὁ Schleierm, προὒτεινε γεγενήσεται,― [[διότι]] ἄλλως δὲν θὰ ὑπῆρχεν οὐδεμία διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο μελλόντων)· ἀόρ. ἐγενήθην Ἱππ. 1202Α, 1208Ε, καὶ παρὰ μεταγεν. Ἀττικ., ὡς Φιλήμ. Ἀδήλ. 39 καὶ 73, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 109· πρκμ. γεγένημαι, [[συχν]]. παρ᾿ Ἀττ. ποιηταῖς καὶ πεζοῖς· γ΄ πληθ. γεγενέανται Φιλητ. Ἀποσπ. 65· ὑπερσ. ἐγεγένητο Θουκ. 7. 18, ἀλλ.· γεγένητο ὁ αὐτ. 5. 14.― Πρβλ. [[ἐκγίγνομαι]], καὶ περὶ τῶν ἐνεργητικῶν χρόνων, ἴδε [[γείνομαι]], [[γεννάω]]. (γίγνομαι [[εἶναι]] =γιγένομαι, ἀναδιπλ. ἐκ τῆς √ΓΕΝ, πρβλ. μίμνω, μιμνήσκω· [[ἐντεῦθεν]] καὶ [[γείνομαι]], [[γεννάω]], [[γένεσις]], [[γυνή]], κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. ǵan, ǵa-ganmi (gigno), ǵay ê (γέγαα, gnascor), ǵanitâ, ǵanitrî (genitor, genetrix), ǵanus (gens)· gnâ, βραδύτερον δὲ ǵanî ([[γυνή]])· Ζενδ. zan (gigno), ghena ([[γυνή]])· Λατ. gigno, genus, genius, gnascor, gnatus, nat-ura · Γοτθ. kein-an (βλαστάνειν), us-keinam ([[ἐκφῦναι]]), quinô, quens ([[θῆλυς]]), ganus (γένος)· Παλαιο-Σκανδ. kona, kvenna, Ἀγγλο-Σαξ. cwên (quean), κτλ.). Ἡ ῥιζικὴ [[σημασία]] [[εἶναι]]: [[ἔρχομαι]] εἰς νέαν κατάστασιν ὑπάρξεως· [[ἐντεῦθεν]], Ι. ἀπολ., [[ἔρχομαι]] εἰς τὸ [[εἶναι]], [[λαμβάνω]] ὔπαρξιν, Λατ. gigni, καὶ [[ἑπομένως]], 1) ἐπὶ προσώπων, γεννῶμαι, νέον γεγαώς, νεωστὶ γεννηθείς, Ὀδ. Τ. 400· ὑπὸ Τμώλῳ γεγαῶτας, γεννηθέντας (καὶ [[ἑπομένως]] κατοικοῦντας) ὑπὸ τὸν Τμῶλον, Ἰλ. Β. 866· γιγνομέναισι [[λάχη]] τάδ᾿… ἐκράνθη, ἐνῷ ἐγεννώμεθα, κατὰ τὴν γέννησιν ἡμῶν, Αἰσχυλ. Εὐμ. 347· γεγονέναι ἔκ τινος Ἡρόδ. 7. 11, κτλ.· [[σέθεν]]… ἐξ αἵματος Αἰσχυλ. Θήβ. 142· σπανιώτερον, ἀπό τινος Ἡρόδ. 8. 22, κτλ.· τινος Εὐρ. Ἑκ. 380, κτλ.·― γεγονέναι κακῶς, [[καλῶς]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 218, Ἰσοκρ. 147Β, κτλ.· [[κάλλιον]], εὖ Ἡρόδ. 1. 146., 3. 69· τὸ μὴ γενέσθαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 395·― [[συχνάκις]] μετ᾿ ἀριθμητικῶν, ἔτεα [[τρία]] καὶ [[δέκα]] γεγονώς, Λατ. natus annos tredecim, Ἡρόδ. 1. 119· ἢ πρὸς δήλωσιν ἀμφιβολίας ἢ ἀβεβαιότητος, ἀμφὶ τὰ [[ἑκκαίδεκα]] ἔτη γενόμενος Ξεν. Κύρ. 1. 4, 16· γεγονὼς ἔτη περὶ [[πεντήκοντα]] Δημ. 564. 18· [[ὑπὲρ]] τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονώς, ἔχων ἡλικίαν ὑπερβαίνουσαν τὰ…, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 4· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., γεγονὼς πλειόνων ἐτῶν ἢ [[πεντήκοντα]] Πλάτ. Νόμ. 951C. καὶ [[συχνάκις]] παρὰ μεταγεν. πεζοῖς· σπανίως [[μετὰ]] τακτικῶν, ὀγδοηκοστὸν [[ἔτος]] γεγονώς, Λατ. annum agens octogesimum, Λουκ. Μακροβ. 22, πρβλ. Πλούτ. Φιλοπ. 18. 2) ἐπὶ πραγμάτων, παράγομαι, γιγνομένου καὶ ἀπολλυμένου Πλάτ. Πολ. 527Β, κτλ.· γίγνεσθαι διά τινος ἢ τινι [[αὐτόθι]] 392D· ὁ ἐκ τῆς χώρας γιγνόμενος [[σῖτος]] Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 13· τὰ ἐν τῷ ἀγρῷ γιγνόμενα [[αὐτόθι]] 2. 9, 4· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κερδῶν, καρποὶ οἱ ἐξ ἀγελῶν γιγν. ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 1, 2, κτλ.· τὰ ἆθλα ἀπὸ τεττάρων ταλάντων ἐγένετο, παρήχθησαν ἐκ…, δηλ. ἦσαν ἄξια τεσσάρων ταλάντων ἐγένετο, παρήχθησαν ἐκ…, δηλ. ἦσαν ἄξια τεσσάρων ταλάντων, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 2, 7· τὸ ἀπὸ τῶν αἰχμαλώτων γενόμενον [[ἀργύριον]], τὸ συναχθὲν ἀπὸ [τῶν λύτρων] τῶν αἰχμ., ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 3, 4· οἱ γιγ. δασμοί, οἱ συλλεγόμενοι φόροι, τὸ ἐκ τῶν φόρων εἰσόδημα, [[αὐτόθι]] 1. 1, 8·― ἐπὶ ποσῶν, ὁ γεγονὼς ἀριθμός, τὸ ὅλον ποσόν, Πλάτ. Ἀπολ. 36Α· ἑκατὸν [[εἴκοσι]] στατήρων γίγνονται τρισχίλιαι τριακόσιαι [[ἑξήκοντα]] δραχμαί = 120 στατ. ἀναβαίνουσιν εἰς 3360 δραχ., Δημ. 914. 14, κτλ.·― ἐπὶ τῶν διαφόρων ὡρῶν τῆς ἡμέρας, ὡς ἡ [[ἡμέρα]] ἐγένετο Θουκ. 7. 81, Ξεν., κτλ.· ἕως ἂν φῶς γένηται Πλάτ. Πρωτ. 311Α· ἅμα ἕῳ γιγνομένῃ Θουκ. 4. 32. 3) ἐπὶ συμβάντων, [[συμβαίνω]], καὶ ἐπὶ παρῳχ. χρόνων, ἔχω συμβῆ, κ.τ.τ.· γίγνεται [[ἄχος]] τινί, κτλ.· γίγνεται [[μάχη]], [[πόλεμος]], [[ἀνακωχή]], κτλ.· [[ἐκεχειρία]] γίγνεταί τισι πρὸς ἀλλήλους Θουκ. 4. 58· ἡ [[νόσος]] ἤρξατο γίγνεσθαι ὁ αὐτ. 2. 47· [[πνεῦμα]], [[ὕδωρ]], [[ὄμβρος]] γ. [[αὐτόθι]] 84, κτλ.· τὰ [[Ὀλύμπια]] γίγνεται, τραγῳδοὶ γίγνονται, ἑορτάζονται, ἄγονται, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 28, Αἰσχίν. 59. 23, κτλ.· [[ψήφισμα]], [[κρίσις]] γ., τελεῖται, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 21· πιστὰ γίγνεται, ὅρκοι γ., δίδονται ὅρκοι, ὑποσχέσεις, κτλ., [[αὐτόθι]] 7. 4, 3, Δημ. 390. 28· γίγνεταί τι ὑπό τινος Θουκ. 6. 88, κτλ.· ἒκ ἢ ἀπό τινος Ἡροδ. 1. 1, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 30· [[παρά]] τινος Πλάτ. Πολ. 614Α― ὃ μὴ γένοιτο, Λατ. quod dii prohibeant, Δημ. 381. 22., 842. 15, κτλ.·― μ. δοτ. καὶ μετοχ., γίγνεταί τί μοι βουλομένῳ, ἀσμένῳ (ἴδε ἐν λ. [[βούλομαι]], ἄσμενος)· [[οὕτως]], οὐκ ἂν ἔμοι γε ἐλπομένῳ τὰ γένοιτο, δηλ. δὲν ἠδυνάμην νὰ [[περιμένω]] τοιαῦτα πράγματα νὰ γείνωσιν, Ὀδ. Γ. 228· ἡδομένοισι ἡμῖν οἱ λόγοι γεγόνασι Ἡρόδ. 9. 46, κτλ.·― ἐπὶ θυσιῶν, οἰωνῶν, κτλ., οὐ γὰρ σφι ἐγίνετο τὰ σφάγια χρηστὰ ὁ αὐτ. 9. 61, πρβλ. 62· τὰ ἱερὰ καλὰ ἐγ. Ξεν. Ἀν 6. 2, 9· ἀλλὰ τὸ ἐπίθ. [[συχν]]. παραλείπεται, τὰ [[διαβατήρια]] ἐγ., ἦσαν εὐνοϊκά, Θουκ. 5. 55, πρβλ. Ξεν. Ἀν 6. 2. 14 κἑξ.·― κατ᾿ οὐδέτ. μετοχ., τὸ γενόμενον, τὸ συμβάν, τὸ γεγονός, τὸ [[πρᾶγμα]], Θουκ. 6. 54· τὰ γενόμενα, τὰ γεγονότα, ἡ [[ἀλήθεια]], Ξεν. Κυρ. 3. 1, 9, κτλ.· [[ὡσαύτως]], τὸ γιγνόμενον Πλάτ. Θεαιτ. 161Β, κτλ.· τὰ γεγενημένα, πρότερον συμβάντα, τὸ παρελθόν, Ξεν. Ἀν. 5. 10, 14· τὸ γενησόμενον, τὸ μέλλον, Θουκ. 1. 138·― ἐπὶ χρόνου, ὡς τρίτη ἡμέρη ἐγένετο, ὡς ἔφθασε, Ἠρόδ. 1. 113· ἕως ἂν χρόνοι γένωνται Πλάτ. Φαίδ. 108C· ἀλλὰ κατὰ πρκμ. καὶ ὑπερσ., ἔχω παρέλθει, ὡς διετὴς [[χρόνος]] ἐγεγόνεε Ἡρόδ. 2. 2· πρὶν ἓξ μῆνας γεγονέναι Πλάτ. Πρώτ. 320Α· [[ὡσαύτως]], ἐν ταῖς γιγνομέναις ἡμέραις, εἰς τὸν προσήκοντα καιρόν, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 51· [[ἐντεῦθεν]], [[τακτικός]], [[συνήθης]], τὸ γιγν. [[τίμημα]] Δημ. 726. 26, πρβλ. 992. 3·― ἀπροσ., ἐγένετο [[ὥστε]]… ἢ ὡς…, συνέβη ὣστε.., Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 10, συχνὸν ἐν τῇ Κ. Δ.· [[ὡσαύτως]], γίγνεται εὑρεῖν, [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ εὕρῃ τις, Θέογν. 639. ΙΙ. ἑπομένου κατηγορουμένου, [[ἔρχομαι]] εἴς τινα κατάστασιν, καταντῶ, Λατ. fieri, καὶ (ἐν τοῖς παρῳχ. χρόνοις), εἶμαι [[τοιοῦτος]] ἢ [[τοιοῦτος]], 1) συνοδευόμενον ὑπὸ οὐσιαστ., δηΐοισι δὲ [[χάρμα]] γ. Ἰλ. Ζ. 85, πρβλ. Θ. 282, Αἰσχύλ. Χο. 2, κτλ.· [οὖροι] [[νηῶν]] πομπῆες γιγν. Ὀδ. Δ. 362,κτλ.· πάντα δὲ γιγνόμενος πειρήσεται, στρεφόμενος κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν, [[αὐτόθι]] 417· [[ἐντεῦθεν]] παρὰ πεζοῖς, [[παντοῖος]] γ., ἑπομένου τοῦ μὴ μετ᾿ ἀπαρεμφ. , Ἡρόδ. 3. 124· οὕτω, [[παντοῖος]] γ. δεόμενος ὁ αὐτ. 7. 10, 3· καὶ οὕτω παρ᾿ ἅπασι τοῖς συγγραφεῦσι [[μετὰ]] παντοίων ὀνομάτων· σπανίως [[μετὰ]] μετοχ., μὴ προδοὺς ἡμᾶς γένῃ, ὃ ἐ. [[προδότης]] ἡμῶν, Σοφ. Αἴ. 588, πρβλ. Φ. 773, Θουκ. 3. 68, κτλ.·― μετ᾿ ἀντων., τί γένωμαι; τί νὰ γείνω;Αἰσχύλ. Θηβ. 297, πρβλ. Θεόκρ. 15. 51· οὐκ ἔχοντες ὅ τι γένωνται Θουκ. 2. 52· σπανιώτερον, οὐκ ἔχω τὶς ἂν γενοίμην Αἰσχύλ. Πρ. 905· γίγνονται πᾶν ὅ τι βούλονται Ἀριστοφ. Νεφ. 348. 2) μετ᾿ ἐπιρρ., κακῶς ἐγένετό μοι, κακῶς συνέβησαν εἰς ἐμὲ (τὰ πράγματα), Ἡρόδ. 1. 8, κτλ.· εὖ, [[καλῶς]], [[ἡδέως]] γ., «πάει καλά», ἔχει [[καλῶς]], κτλ., Ξεν. Ἀν. 1. 7, 5, κτλ.· [[δίχα]] γ., εἰς δύο διαιρεῖται, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 20· τριχῇ γ., εἶμαι εἰς [[τρία]] διῃρημένος, ὁ αὐτ. Ἀν. 6. 2. 16· γ. [[ἐμποδών]], [[ἐκποδών]], [[ἐκεῖ]], ἐγγύς, κτλ. 3) ἀκολουθούμενον ὐπὸ πλαγίων πτώσεων τῶν οὐσιαστικῶν, α) μ. γεν., γ. τῶν δικαστέων, τῶν γεραιτέρων, καθίσταμαι εἷς ἐξ αὐτῶν, Ἡρόδ. 5. 25, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 107, κτλ.·― [[πίπτω]] εἰς τὸ μερίδιόν τινος, [[ἀνήκω]] εἴς τινα, ἡ [[νίκη]] γίγνεταί τινος Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 20·― εἶμαι ἢ [[γίγνομαι]] κύριός τινος, Λατ. compos esse, sui juris esse, [[ἑαυτοῦ]] γ. Σοφ. Ο. Κ. 660, Πλάτ. Φαίδρ. 250Α, κτλ.· ὑμῶν αὐτῶν γενέσθαι Δημ. 42. 11· ([[ὡσαύτως]], ἐντὸς [[ἑαυτοῦ]] γ. Ἡρόδ. 1. 119· ἐν ἑαυτῷ γ. Ξεν. Ἀν. 1. 5, 17)· [[οὕτως]]. ἐλπίδος γίγνεσθαι Πλούτ. Φωκ. 23·― ἐπὶ πραγμάτων ἔχω τιμὴν… τόσον πωλοῦμαι, τόσον ἀξίζω, αἱ τριχίδες εἰ γενοίαθ᾿ ἑκατὸν [[τοὐβολοῦ]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 662, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 20, 33. β) [[μετὰ]] προθέσ., γ. ἀπὸ ἢ ἐκ δείπνου, ἔχω τελειώσει τὸ δεῖπνόν μου, Ἡρόδ. 2. 78, κτλ. (ἴδε ἐν λ. ἀπὸ ΙΙ, ἐκ ΙΙ. 2)· γ. ἀπό τινος, χωρίζομαι ἀπό τινος…, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 25·― γ. εἴς τι, μεταβάλλομαι εἴς τι, τὸ κακὸν γ. εἰς ἀγαθὸν Θέογν. 164· γ. εἰς τόπον, [[ἔρχομαι]] εἰς θέσιν ἢ πλησίον…, Ἡρόδ. 5. 38· (παρ᾿ Ὁμ. καὶ [[ἄνευ]] προθ., ἐμὲ χρεὼ γ. Ὀδ. Δ. 634)· οὕτω, γ. τι εἴς τινα, ἔρχεται, συμβαίνει εἴς τινα, καταλαμβάνει τινά, Ἰσαῖ. 41. 39·― γ. ἐξ ὀφθαλμῶν τινι, ἀπομακρύνεσθαι τῆς ὄψεως, τῆς ὁράσεώς τινος, Ἡρόδ. 5. 24· ἐξ ἀνθρώπων γ. ἐξαφανίζομαι ἐκ μέσου τῶν…, Παυσ. 4. 26, 6·―
|lstext='''γίγνομαι''': Ἰων. καὶ ἀπὸ τοῦ Ἀριστ. [[γίνομαι]] [ῑ], ἀλλ᾿ ἀείποτε παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττικῶν [[γίγνομαι]], πρβλ. [[γιγνώσκω]], ἐν ταῖς Ἀττικαῖς ἐπιγραφαῖς μόνον [[γίγνομαι]] [[μέχρι]] τοῦ 292 π.Χ., [[γίνομαι]] ἀπὸ τοῦ 290– 30 π. Χ., σπανιώτατον δὲ τὸ [[γίγνομαι]], κατὰ τοὺς μετὰ [[ταῦτα]] χρόνους συνηθέστερον τὸ [[γίνομαι]] (ἲδε Meisterh. 3. σ. 177, 20).― Μέλλ. γενήσομαι·― ἀόρ. ἐγενόμην (Δωρ. ἐγενάμην, Δινδ. Δημ. 255. 22), Ἰων. β΄ ἑνικ. γένευ Ἰλ. Ε. 897, γ΄ ἑνικ. γενέσκετο Ὀδ. Λ. 207· συγκεκομ. γ΄ ἑνικ. [[ἔγεντο]] Ἡσ. Θ. 283, 705, Σαπφὼ 19, Πινδ. II. 3. 153, καὶ διωρθώθη ὑπὸ Bentl. ἐν τῷ σκολίῳ παρ᾿ Ἀριστοφ. Σφηξ. 1226, Ἐπ. [[γέντο]] Ἡσ. Θ. 199, Ἐμπεδ. 207 Stein.·― πρκμ. [[γέγονα]] Ὅμ., Ἀττ.·― ὑπερσυντ. ἐγεγόνει, Πλάτ., κτλ., Ἰων. ἐγεγόνεε Ἡροδ.· πλὴν τούτων ὑπάρχουσι ποιητ. τύποι (ὡς ἐκ πρκμ. γέγαα), β΄ πληθ. γεγάᾱτε Βάβρ. 143, πρβλ. Ὁμ. Ἐπιγρ. 16· γεγάᾱσι Ἰλ. Δ. 325, [[συχν]]. ἐν τῇ Ὀδ.· γ΄ δυϊκ. ὑπερσυντ. ἐκγεγάτην [ᾰ] Ὀδ. Κ. 138· ἀπαρέμφ. [[γεγάμεν]] [ᾰ] Πίνδ. Ο. 9. 164 (ἐκ-) Ἰλ. Ε. 248, κτλ.· μετοχ. γεγαώς, -αυῖα, πληθ. -αῶτες, -αυῖαι Ὃμ., κτλ., συνῃρ. [[γεγώς]], -ῶσα Σοφ. Αἲ. 472, 1013, Εὐρ.· ὁ Πίνδ. Ο. 6. 83 ἔχει [[ὡσαύτως]] καὶ ἀπαρέμφ. [[γεγάκειν]] [ᾱ].― Ἀλλὰ τούτοις [[προσθετέον]] παθητικούς τινας τύπους ἐν χρήσει ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, μέλλ. γενηθήσομαι (μόνον παρὰ Πλάτ. Παρμ. 141Ε, [[οὔτε]] γενήσεται, [[οὔτε]] γενηθήσεται, [[ἔνθα]] ὁ Schleierm, προὒτεινε γεγενήσεται,― [[διότι]] ἄλλως δὲν θὰ ὑπῆρχεν οὐδεμία διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο μελλόντων)· ἀόρ. ἐγενήθην Ἱππ. 1202Α, 1208Ε, καὶ παρὰ μεταγεν. Ἀττικ., ὡς Φιλήμ. Ἀδήλ. 39 καὶ 73, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 109· πρκμ. γεγένημαι, [[συχν]]. παρ᾿ Ἀττ. ποιηταῖς καὶ πεζοῖς· γ΄ πληθ. γεγενέανται Φιλητ. Ἀποσπ. 65· ὑπερσ. ἐγεγένητο Θουκ. 7. 18, ἀλλ.· γεγένητο ὁ αὐτ. 5. 14.― Πρβλ. [[ἐκγίγνομαι]], καὶ περὶ τῶν ἐνεργητικῶν χρόνων, ἴδε [[γείνομαι]], [[γεννάω]]. (γίγνομαι [[εἶναι]] =γιγένομαι, ἀναδιπλ. ἐκ τῆς √ΓΕΝ, πρβλ. μίμνω, μιμνήσκω· [[ἐντεῦθεν]] καὶ [[γείνομαι]], [[γεννάω]], [[γένεσις]], [[γυνή]], κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. ǵan, ǵa-ganmi (gigno), ǵay ê (γέγαα, gnascor), ǵanitâ, ǵanitrî (genitor, genetrix), ǵanus (gens)· gnâ, βραδύτερον δὲ ǵanî ([[γυνή]])· Ζενδ. zan (gigno), ghena ([[γυνή]])· Λατ. gigno, genus, genius, gnascor, gnatus, nat-ura · Γοτθ. kein-an (βλαστάνειν), us-keinam ([[ἐκφῦναι]]), quinô, quens ([[θῆλυς]]), ganus (γένος)· Παλαιο-Σκανδ. kona, kvenna, Ἀγγλο-Σαξ. cwên (quean), κτλ.). Ἡ ῥιζικὴ [[σημασία]] [[εἶναι]]: [[ἔρχομαι]] εἰς νέαν κατάστασιν ὑπάρξεως· [[ἐντεῦθεν]], Ι. ἀπολ., [[ἔρχομαι]] εἰς τὸ [[εἶναι]], [[λαμβάνω]] ὔπαρξιν, Λατ. gigni, καὶ [[ἑπομένως]], 1) ἐπὶ προσώπων, γεννῶμαι, νέον γεγαώς, νεωστὶ γεννηθείς, Ὀδ. Τ. 400· ὑπὸ Τμώλῳ γεγαῶτας, γεννηθέντας (καὶ [[ἑπομένως]] κατοικοῦντας) ὑπὸ τὸν Τμῶλον, Ἰλ. Β. 866· γιγνομέναισι [[λάχη]] τάδ᾿… ἐκράνθη, ἐνῷ ἐγεννώμεθα, κατὰ τὴν γέννησιν ἡμῶν, Αἰσχυλ. Εὐμ. 347· γεγονέναι ἔκ τινος Ἡρόδ. 7. 11, κτλ.· [[σέθεν]]… ἐξ αἵματος Αἰσχυλ. Θήβ. 142· σπανιώτερον, ἀπό τινος Ἡρόδ. 8. 22, κτλ.· τινος Εὐρ. Ἑκ. 380, κτλ.·― γεγονέναι κακῶς, [[καλῶς]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 218, Ἰσοκρ. 147Β, κτλ.· [[κάλλιον]], εὖ Ἡρόδ. 1. 146., 3. 69· τὸ μὴ γενέσθαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 395·― [[συχνάκις]] μετ᾿ ἀριθμητικῶν, ἔτεα [[τρία]] καὶ [[δέκα]] γεγονώς, Λατ. natus annos tredecim, Ἡρόδ. 1. 119· ἢ πρὸς δήλωσιν ἀμφιβολίας ἢ ἀβεβαιότητος, ἀμφὶ τὰ [[ἑκκαίδεκα]] ἔτη γενόμενος Ξεν. Κύρ. 1. 4, 16· γεγονὼς ἔτη περὶ [[πεντήκοντα]] Δημ. 564. 18· [[ὑπὲρ]] τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονώς, ἔχων ἡλικίαν ὑπερβαίνουσαν τὰ…, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 4· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., γεγονὼς πλειόνων ἐτῶν ἢ [[πεντήκοντα]] Πλάτ. Νόμ. 951C. καὶ [[συχνάκις]] παρὰ μεταγεν. πεζοῖς· σπανίως μετὰ τακτικῶν, ὀγδοηκοστὸν [[ἔτος]] γεγονώς, Λατ. annum agens octogesimum, Λουκ. Μακροβ. 22, πρβλ. Πλούτ. Φιλοπ. 18. 2) ἐπὶ πραγμάτων, παράγομαι, γιγνομένου καὶ ἀπολλυμένου Πλάτ. Πολ. 527Β, κτλ.· γίγνεσθαι διά τινος ἢ τινι [[αὐτόθι]] 392D· ὁ ἐκ τῆς χώρας γιγνόμενος [[σῖτος]] Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 13· τὰ ἐν τῷ ἀγρῷ γιγνόμενα [[αὐτόθι]] 2. 9, 4· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κερδῶν, καρποὶ οἱ ἐξ ἀγελῶν γιγν. ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 1, 2, κτλ.· τὰ ἆθλα ἀπὸ τεττάρων ταλάντων ἐγένετο, παρήχθησαν ἐκ…, δηλ. ἦσαν ἄξια τεσσάρων ταλάντων ἐγένετο, παρήχθησαν ἐκ…, δηλ. ἦσαν ἄξια τεσσάρων ταλάντων, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 2, 7· τὸ ἀπὸ τῶν αἰχμαλώτων γενόμενον [[ἀργύριον]], τὸ συναχθὲν ἀπὸ [τῶν λύτρων] τῶν αἰχμ., ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 3, 4· οἱ γιγ. δασμοί, οἱ συλλεγόμενοι φόροι, τὸ ἐκ τῶν φόρων εἰσόδημα, [[αὐτόθι]] 1. 1, 8·― ἐπὶ ποσῶν, ὁ γεγονὼς ἀριθμός, τὸ ὅλον ποσόν, Πλάτ. Ἀπολ. 36Α· ἑκατὸν [[εἴκοσι]] στατήρων γίγνονται τρισχίλιαι τριακόσιαι [[ἑξήκοντα]] δραχμαί = 120 στατ. ἀναβαίνουσιν εἰς 3360 δραχ., Δημ. 914. 14, κτλ.·― ἐπὶ τῶν διαφόρων ὡρῶν τῆς ἡμέρας, ὡς ἡ [[ἡμέρα]] ἐγένετο Θουκ. 7. 81, Ξεν., κτλ.· ἕως ἂν φῶς γένηται Πλάτ. Πρωτ. 311Α· ἅμα ἕῳ γιγνομένῃ Θουκ. 4. 32. 3) ἐπὶ συμβάντων, [[συμβαίνω]], καὶ ἐπὶ παρῳχ. χρόνων, ἔχω συμβῆ, κ.τ.τ.· γίγνεται [[ἄχος]] τινί, κτλ.· γίγνεται [[μάχη]], [[πόλεμος]], [[ἀνακωχή]], κτλ.· [[ἐκεχειρία]] γίγνεταί τισι πρὸς ἀλλήλους Θουκ. 4. 58· ἡ [[νόσος]] ἤρξατο γίγνεσθαι ὁ αὐτ. 2. 47· [[πνεῦμα]], [[ὕδωρ]], [[ὄμβρος]] γ. [[αὐτόθι]] 84, κτλ.· τὰ [[Ὀλύμπια]] γίγνεται, τραγῳδοὶ γίγνονται, ἑορτάζονται, ἄγονται, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 28, Αἰσχίν. 59. 23, κτλ.· [[ψήφισμα]], [[κρίσις]] γ., τελεῖται, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 21· πιστὰ γίγνεται, ὅρκοι γ., δίδονται ὅρκοι, ὑποσχέσεις, κτλ., [[αὐτόθι]] 7. 4, 3, Δημ. 390. 28· γίγνεταί τι ὑπό τινος Θουκ. 6. 88, κτλ.· ἒκ ἢ ἀπό τινος Ἡροδ. 1. 1, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 30· [[παρά]] τινος Πλάτ. Πολ. 614Α― ὃ μὴ γένοιτο, Λατ. quod dii prohibeant, Δημ. 381. 22., 842. 15, κτλ.·― μ. δοτ. καὶ μετοχ., γίγνεταί τί μοι βουλομένῳ, ἀσμένῳ (ἴδε ἐν λ. [[βούλομαι]], ἄσμενος)· [[οὕτως]], οὐκ ἂν ἔμοι γε ἐλπομένῳ τὰ γένοιτο, δηλ. δὲν ἠδυνάμην νὰ [[περιμένω]] τοιαῦτα πράγματα νὰ γείνωσιν, Ὀδ. Γ. 228· ἡδομένοισι ἡμῖν οἱ λόγοι γεγόνασι Ἡρόδ. 9. 46, κτλ.·― ἐπὶ θυσιῶν, οἰωνῶν, κτλ., οὐ γὰρ σφι ἐγίνετο τὰ σφάγια χρηστὰ ὁ αὐτ. 9. 61, πρβλ. 62· τὰ ἱερὰ καλὰ ἐγ. Ξεν. Ἀν 6. 2, 9· ἀλλὰ τὸ ἐπίθ. [[συχν]]. παραλείπεται, τὰ [[διαβατήρια]] ἐγ., ἦσαν εὐνοϊκά, Θουκ. 5. 55, πρβλ. Ξεν. Ἀν 6. 2. 14 κἑξ.·― κατ᾿ οὐδέτ. μετοχ., τὸ γενόμενον, τὸ συμβάν, τὸ γεγονός, τὸ [[πρᾶγμα]], Θουκ. 6. 54· τὰ γενόμενα, τὰ γεγονότα, ἡ [[ἀλήθεια]], Ξεν. Κυρ. 3. 1, 9, κτλ.· [[ὡσαύτως]], τὸ γιγνόμενον Πλάτ. Θεαιτ. 161Β, κτλ.· τὰ γεγενημένα, πρότερον συμβάντα, τὸ παρελθόν, Ξεν. Ἀν. 5. 10, 14· τὸ γενησόμενον, τὸ μέλλον, Θουκ. 1. 138·― ἐπὶ χρόνου, ὡς τρίτη ἡμέρη ἐγένετο, ὡς ἔφθασε, Ἠρόδ. 1. 113· ἕως ἂν χρόνοι γένωνται Πλάτ. Φαίδ. 108C· ἀλλὰ κατὰ πρκμ. καὶ ὑπερσ., ἔχω παρέλθει, ὡς διετὴς [[χρόνος]] ἐγεγόνεε Ἡρόδ. 2. 2· πρὶν ἓξ μῆνας γεγονέναι Πλάτ. Πρώτ. 320Α· [[ὡσαύτως]], ἐν ταῖς γιγνομέναις ἡμέραις, εἰς τὸν προσήκοντα καιρόν, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 51· [[ἐντεῦθεν]], [[τακτικός]], [[συνήθης]], τὸ γιγν. [[τίμημα]] Δημ. 726. 26, πρβλ. 992. 3·― ἀπροσ., ἐγένετο [[ὥστε]]… ἢ ὡς…, συνέβη ὣστε.., Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 10, συχνὸν ἐν τῇ Κ. Δ.· [[ὡσαύτως]], γίγνεται εὑρεῖν, [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ εὕρῃ τις, Θέογν. 639. ΙΙ. ἑπομένου κατηγορουμένου, [[ἔρχομαι]] εἴς τινα κατάστασιν, καταντῶ, Λατ. fieri, καὶ (ἐν τοῖς παρῳχ. χρόνοις), εἶμαι [[τοιοῦτος]] ἢ [[τοιοῦτος]], 1) συνοδευόμενον ὑπὸ οὐσιαστ., δηΐοισι δὲ [[χάρμα]] γ. Ἰλ. Ζ. 85, πρβλ. Θ. 282, Αἰσχύλ. Χο. 2, κτλ.· [οὖροι] [[νηῶν]] πομπῆες γιγν. Ὀδ. Δ. 362,κτλ.· πάντα δὲ γιγνόμενος πειρήσεται, στρεφόμενος κατὰ πᾶσαν διεύθυνσιν, [[αὐτόθι]] 417· [[ἐντεῦθεν]] παρὰ πεζοῖς, [[παντοῖος]] γ., ἑπομένου τοῦ μὴ μετ᾿ ἀπαρεμφ. , Ἡρόδ. 3. 124· οὕτω, [[παντοῖος]] γ. δεόμενος ὁ αὐτ. 7. 10, 3· καὶ οὕτω παρ᾿ ἅπασι τοῖς συγγραφεῦσι μετὰ παντοίων ὀνομάτων· σπανίως μετὰ μετοχ., μὴ προδοὺς ἡμᾶς γένῃ, ὃ ἐ. [[προδότης]] ἡμῶν, Σοφ. Αἴ. 588, πρβλ. Φ. 773, Θουκ. 3. 68, κτλ.·― μετ᾿ ἀντων., τί γένωμαι; τί νὰ γείνω;Αἰσχύλ. Θηβ. 297, πρβλ. Θεόκρ. 15. 51· οὐκ ἔχοντες ὅ τι γένωνται Θουκ. 2. 52· σπανιώτερον, οὐκ ἔχω τὶς ἂν γενοίμην Αἰσχύλ. Πρ. 905· γίγνονται πᾶν ὅ τι βούλονται Ἀριστοφ. Νεφ. 348. 2) μετ᾿ ἐπιρρ., κακῶς ἐγένετό μοι, κακῶς συνέβησαν εἰς ἐμὲ (τὰ πράγματα), Ἡρόδ. 1. 8, κτλ.· εὖ, [[καλῶς]], [[ἡδέως]] γ., «πάει καλά», ἔχει [[καλῶς]], κτλ., Ξεν. Ἀν. 1. 7, 5, κτλ.· [[δίχα]] γ., εἰς δύο διαιρεῖται, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 20· τριχῇ γ., εἶμαι εἰς [[τρία]] διῃρημένος, ὁ αὐτ. Ἀν. 6. 2. 16· γ. [[ἐμποδών]], [[ἐκποδών]], [[ἐκεῖ]], ἐγγύς, κτλ. 3) ἀκολουθούμενον ὐπὸ πλαγίων πτώσεων τῶν οὐσιαστικῶν, α) μ. γεν., γ. τῶν δικαστέων, τῶν γεραιτέρων, καθίσταμαι εἷς ἐξ αὐτῶν, Ἡρόδ. 5. 25, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 107, κτλ.·― [[πίπτω]] εἰς τὸ μερίδιόν τινος, [[ἀνήκω]] εἴς τινα, ἡ [[νίκη]] γίγνεταί τινος Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 20·― εἶμαι ἢ [[γίγνομαι]] κύριός τινος, Λατ. compos esse, sui juris esse, [[ἑαυτοῦ]] γ. Σοφ. Ο. Κ. 660, Πλάτ. Φαίδρ. 250Α, κτλ.· ὑμῶν αὐτῶν γενέσθαι Δημ. 42. 11· ([[ὡσαύτως]], ἐντὸς [[ἑαυτοῦ]] γ. Ἡρόδ. 1. 119· ἐν ἑαυτῷ γ. Ξεν. Ἀν. 1. 5, 17)· [[οὕτως]]. ἐλπίδος γίγνεσθαι Πλούτ. Φωκ. 23·― ἐπὶ πραγμάτων ἔχω τιμὴν… τόσον πωλοῦμαι, τόσον ἀξίζω, αἱ τριχίδες εἰ γενοίαθ᾿ ἑκατὸν [[τοὐβολοῦ]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 662, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 20, 33. β) μετὰ προθέσ., γ. ἀπὸ ἢ ἐκ δείπνου, ἔχω τελειώσει τὸ δεῖπνόν μου, Ἡρόδ. 2. 78, κτλ. (ἴδε ἐν λ. ἀπὸ ΙΙ, ἐκ ΙΙ. 2)· γ. ἀπό τινος, χωρίζομαι ἀπό τινος…, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 25·― γ. εἴς τι, μεταβάλλομαι εἴς τι, τὸ κακὸν γ. εἰς ἀγαθὸν Θέογν. 164· γ. εἰς τόπον, [[ἔρχομαι]] εἰς θέσιν ἢ πλησίον…, Ἡρόδ. 5. 38· (παρ᾿ Ὁμ. καὶ [[ἄνευ]] προθ., ἐμὲ χρεὼ γ. Ὀδ. Δ. 634)· οὕτω, γ. τι εἴς τινα, ἔρχεται, συμβαίνει εἴς τινα, καταλαμβάνει τινά, Ἰσαῖ. 41. 39·― γ. ἐξ ὀφθαλμῶν τινι, ἀπομακρύνεσθαι τῆς ὄψεως, τῆς ὁράσεώς τινος, Ἡρόδ. 5. 24· ἐξ ἀνθρώπων γ. ἐξαφανίζομαι ἐκ μέσου τῶν…, Παυσ. 4. 26, 6·―
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[γίγνομαι]], Ion., Aeol. en koine [[γίνομαι]], imperf. ἐγιγνόμην / ἐγινόμην, poët. γιγνόμην; aor. [[ἐγενόμην]], Dor. (ἐ)γενόμαν, Ion. iter. 3 sing. [[γενέσκετο]], ep. Ion. 2 sing. [[γένεο]] en [[γένευ]], athem. ep. en poët. 3 sing. [[ἔγεντο]] en [[γέντο]], Ion. imperat. γενεῦ; θη - aor. ἐγενήθην (geen pass. bet.); perf. [[γέγονα]], ep. 2 plur. [[γεγάατε]], 3 plur. γεγόνασι, ep. [[γεγάασι]], later γέγοναν, inf. γεγονέναι, ep. [[γεγάμεν]], Dor. [[γεγάκειν]], ptc. γεγονώς -υῖα -ός, ep. γεγαώς -αυῖα (-αῶτες -αυῖαι), poët. [[γεγώς]] -ῶσα (-ῶτες, dual. -ῶτε), plqperf. 3 sing. [[ἐγεγόνει]], Ion. -όνεε; perf. ook [[γεγένημαι]], ptc. γεγενημένος, plqperf. med. (ἐ)γεγένητο; fut. [[γενήσομαι]], θη - fut. 3 sing. γενηθήσεται<br /><b class="num">1.</b> gebruikt als zelfstandig werkwoord, ontstaan<br /><b class="num">2.</b> geboren worden, van pers. ; perf. geboren zijn, kind zijn van:; νέον γεγαώς pas geboren Od. 4.144; πατρὸς ἐκ ταὐτοῦ [[γεγώς]] kind van dezelfde vader Eur. IA 406; κάλλιόν τι γεγόνασι zij zijn van veel betere komaf Hdt. 1.146.1; γεγονυῖαν εὖ een hooggeboren vrouw Hdt. 3.69.2; γέγονας [[κακῶς]] jij bent van lage komaf Aristoph. Eq. 218; met ἐκ + gen., [[ἀπό]] + gen.:; ἐκ... Διοκλῆος διδυμάονε παῖδε γενέσθην Diocles had tweelingzonen gekregen (uit D. waren... voortgekomen) Il. 5.548; ook met alleen gen.:; ἐσθλῶν [[γενέσθαι]] een edele afkomst hebben Eur. Hec. 380; uitbr. van leeftijd:; ἔτεα [[τρία]] καὶ [[δέκα]] … γεγονώς dertien jaar oud Hdt. 1.119.2; τοῖς [[ὑπὲρ]] τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονόσι degenen die de leeftijd voor militaire dienst gepasseerd zijn Xen. Cyr. 1.2.4; zelden met rangtelw. : τέταρτον καὶ ὀγδοηκοστὸν [[ἔτος]] γεγονώς op zijn vierentachtigste Luc. 60.22.<br /><b class="num">3.</b> in wording zijn, worden, ontstaan (abs. tegenover [[εἶναι]] 'zijn, bestaan') :. εἰ γὰρ ἔγεντ ’, [[οὐκ]] ἔστ ’, οὐδ ’ [[εἴ ποτε]] μέλλει [[ἔσεσθαι]] want als het werd, is het niet, zelfs niet als het ooit zal zijn Parm. B 8.20; τῇ μὲν γίγνονται... [[ταύτῃ]] δ ’ αἰὲν ἔασιν ἀκίνητοι in dit opzicht zijn zij in wording... in dat opzicht zijn zij eeuwig onbeweeglijk Emped. B 17.11; [[τοὐναντίον]] γίγνεσθαι τε καὶ [[εἶναι]] worden en zijn zijn tegengesteld Plat. Phaed. 102e.<br /><b class="num">4.</b> ontstaan, groeien, resulteren: van planten e.d.:; ὅσσά τε... ἄνθεα γίγνεται ὥρῃ in zo groten getale als er bloemen opkomen in de lente Il. 2.468; ὁ ἐκ τῆς χώρας γιγνόμενος [[σῖτος]] het voedsel dat van het land komt Xen. Mem. 3.6.13; van zaken en abstracta:; τὰ ἀπὸ τύχης γιγνόμενα ἀγαθά goede dingen die toevallig ontstaan Aristot. Rh. 1390b14; van natuurverschijnselen:; ὡς δὲ τρίτη [[ἡμέρη]] … ἐγένετο toen de derde dag was aangebroken Hdt. 1.113.2; [[ἅμα]] δὲ ἕῳ γιγνομένῃ bij het aanbreken van de dag Thuc. 4.32.2; ὡς ἡ... [[ἡμέρα]] ἐγένετο toen het dag werd Thuc. 7.81.1; van hoeveelheden :. [[ψήφων]] τὸν γεγονότα ἀριθμόν het uiteindelijke aantal stemmen Plat. Ap. 36a; τοὺς γιγνομένους δασμούς de binnenkomende belasting Xen. An. 1.1.8; ἐν ταῖς γιγνομέναις ἡμέραις ἀφικνεῖται hij arriveert in de tijd die er voor staat Xen. Cyr. 5.4.51; τὸ ἀπὸ [[τῶν]] αἰχμαλώτων [[ἀργύριον]] [[γενόμενον]] de opbrengst van de verkoop van de krijgsgevangenen Xen. An. 5.3.4.<br /><b class="num">5.</b> zich voordoen, plaatsvinden, gebeuren:; ἀλλὰ τά γ ’ [[οὐκ]] ἐγένοντο maar die dingen gebeurden niet Il. 3.176; [[ἴδμεν]] δ ’ [[ὅσσα]] γένηται ἐπὶ χθονί wij weten alles wat er op aarde gebeurt Od. 12.191; ἡ [[νόσος]] πρῶτον ἤρξατο [[γενέσθαι]] de ziekte begon zich voor het eerst te manifesteren Thuc. 2.47.3; τὰ [[Ὀλύμπια]] γίγνεται de Olympische Spelen vinden plaats Xen. Hell. 7.4.28; ἐγίγνονθ ’ οἱ ὅρκοι de eden werden afgelegd Dem. 19.158; van tijd ; ὡς... διέτης [[χρόνος]] [[ἐγεγόνεε]] toen er twee jaren waren verstreken Hdt. 2.2.3; [[ἕως]] ἂν δή τινες χρόνοι γένωνται totdat er een bepaalde periode verstreken is Plat. Phaed. 108c; vaak ptc. n. subst.:; τὸ γιγνόμενον wat er gebeurt Plat. Tht. 161b; τὸ [[γενόμενον]] of τὰ [[γενόμενα]] de gebeurtenis(sen), feit(en); τὸ [[γενησόμενον]] de toekomst Thuc. 1.138.3; [[διήγησις]] … ἢ γεγονότων ἢ ὄντων ἢ μελλόντων een vertelling van gebeurtenissen uit verleden, heden of toekomst Plat. Resp. 392d; τὰ [[γεγενημένα]] het verleden Xen. An. 6.2.14; vaste uidr.:; ὃ [[μήτε]] γένοιτο wat niet moge gebeuren (d.w.z. wat god verhoede) Dem. 10.27; met ἐκ + gen. of [[ὑπό]] + gen. door toedoen van:; τὰ [[γενόμενα]] ἐξ ἀνθρώπων wat door toedoen van mensen gebeurd is Hdt. proem.; τὰ ὑπ ’ [[αὐτοῦ]] γιγνόμενα de resultaten daarvan Plat. Tht. 200e; met dat. en ptc.:; [[οὐκ]] ἂν [[ἐμοί]] γε ἐλπομένῳ τὰ γένοιτο hoewel ik het wel hoop, zal dat vast niet gebeuren Od. 3.228; ἡδομένοισι [[ἡμῖν]] οἱ λόγοι γεγόνασι uw woorden zijn tot ons genoegen Hdt. 9.46.3; met dat. en inf.:; [[λαβεῖν]] μοι γένοιτο αὐτόν moge het mij lukken hem te pakken Xen. Cyr. 6.3.11; met [[ὥστε]] en inf.. : οὐδ ’ ἂν [[γενέσθαι]] [[ὥστε]]... τοὺς βασιλέας [[ἔξω]] Σπάρτης [[εἶναι]] en dat het niet kon gebeuren dat de koningen buiten Sparta waren Xen. Hell. 5.3.10.<br /><b class="num">6.</b> gebruikt als koppelwerkwoord, met pred. bep. worden<br /><b class="num">7.</b> met nom. worden (in een bepaalde toestand komen), bij verleden tijden zijn:; αἴ [[κέν]] τι [[φόως]] Δαναοῖσι γένηαι om te zien of je de redding voor de Trojanen wordt Il. 8.282; πάντα... γιγνόμενος alle gedaanten aannemend Od. 4.417; παντοίη ἐγίνετο zij deed al het mogelijke Hdt. 3.124.2; εἴ [[τις]]... κωλυτὴς γίγνοιτο τῆς διαβάσεως voor het geval iemand een obstakel voor de oversteek zou worden Thuc. 3.23.2; met pron. (vaak interrog.) ; τί γένωμαι; wat moet er van mij worden? Aeschl. Sept. 297; οὐδ ’ [[ἔχω]] [[τίς]] ἂν γενοίμαν ik weet niet wat er van mij zal worden Aeschl. PV 905; met pred. ptc..; ἱκνοῦμαι μὴ προδοὺς [[ἡμᾶς]] γένῃ ik smeek je ons niet in de steek te laten (geen verrader te worden) Sph. Ai. 588; μή … ἀπαρνηθεὶς γένῃ weiger toch niet (word niet weigerachtig) Plat. Soph. 217c; later met adj. ter omschrijving van pass.:; ἁπαλὸς γ. zacht worden NT Mt. 24.32; ἀπειθὴς γ. ongehoorzaam worden NT Act. Ap. 26.19; resultatief met subst. of adj. blijken te zijn :. κακὸν [[Τρώεσσι]] γένοντο zij bleken een ramp voor de Trojanen Il. 5.63; οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος γίγνεται niets blijkt heerlijker te zijn dan het eigen vaderland Od. 9.35; θαυμάσιον... καὶ ἄλογον γίγνεται het blijkt een wonderlijke en rare conclusie te zijn Plat. Grg. 496a; ὀλίγοι γὰρ γίγνονται πρὸς πολλούς zij blijken met weinigen tegenover velen te zijn Aristot. Pol. 1304b5.<br /><b class="num">8.</b> met gen. één van de... worden, deel gaan uitmaken van:; [[γενόμενον]] [[τῶν]] βασιληίων δικαστέων toen hij een van de koninklijke rechters geworden was Hdt. 5.25.1; [[τῶν]] γεραιτέρων γίγνονται zij gaan deel uitmaken van de senioren Xen. Cyr. 1.2.15; (eigendom) zijn van :. ἡ [[νίκη]] Ἀγησιλάου ἐγεγένητο de overwinning was van Agesilaus Xen. Hell. 4.3.20; ἐκπλήττονται καὶ οὐκέθ ’ αὑτῶν γίγνονται zij raken buiten zichzelf en staan niet meer onder controle van zichzelf (d.w.z. zijn zichzelf niet meer meester) Plat. Phaedr. 250a.<br /><b class="num">9.</b> met dat. ten deel vallen:; Πηλείωνι δ ’ [[ἄχος]] γένετο verdriet overmande de zoon van Peleus Il. 1.188; τῷ δικαίῳ παρὰ [[θεῶν]]... μισθοὶ καὶ δῶρα γίγνεται de rechtvaardige krijgt van de goden loon en geschenken Plat. Resp. 614a; zie ook onder 2e.<br /><b class="num">10.</b> met prep. (in een bepaalde toestand) komen of (ge)raken, (terecht) komen:; ἀπὸ δείπνου γ. van tafel komen Hdt. 2.78; δι ’ ἔχθρας γ. τινι met iemand in onmin geraken Aristoph. Ran. 1412; [[εἰς]] οὐδὲν γ. vernietigd worden NT Act. Ap. 5.36; ἐκ θυσίης γ. van het offer komen Hdt. 1.50.2; γ. ἐξ ὀφθαλμῶν τινι uit iemands zicht verdwijnen Hdt. 5.24.3; ἐν ἑαυτῷ γ. tot zichzelf komen, zich beheersen Xen. An. 1.5.17 = ἐντὸς [[ἑωυτοῦ]] γ. Hdt. 1.119.6; ἐν πολέμῳ γ. in een oorlog belanden Thuc. 1.78.1; ἐν καιρῷ γ. van pas komen Xen. Hell. 4.3.2; ἐπ ’ ἐλπίδος γ. hoop krijgen Plut. Sol. 14.4; ἐπὶ ποταμῷ γ. bij een rivier aankomen Hdt. 1.189.1; [[ἐπί]] τινι γ. in iemands macht komen Xen. An. 3.1.13; [[κατά]] τινα γ. in de buurt van iem. komen Xen. Cyr. 7.1.14; καθ ’ ἓν γ. zich verenigen Thuc. 3.10.5; καθ ’ αὑτοὺς γ. op zichzelf komen te staan Dem. 10.52; ἢν [[μετὰ]] [[τοῦ]] θείου γένωμαι indien ik met de godheid verenigd word Xen. Cyr. 8.7.27; παρ ’ ἀμφοτέροις τοῖς πράγμασι γ. bij de gebeurtenissen aan beide zijden aanwezig zijn Thuc. 5.26; [[παρά]] τι γ. afhangen van iets Dem. 18.232; περὶ τὸ συμβουλευειν γ. bezig zijn met advies geven Isocr. 3.12; πρὸ ὁδοῦ γ. op weg gaan Il. 4.382; πρὸς [[ἡμέων]] γίνεσθε kiest onze kant Hdt. 8.22; πρὸς τῇ καρδίᾳ γ. bij het hart komen Plat. Phaed. 118a; πρὸς ἡμέραν ἐγίγνετο het liep tegen de ochtend Xen. Hell. 2.4.6; γ. [[ὑπό]] τινι in iemands macht komen Hdt. 7.11.3; [[ἕως]] ὑπὸ ταῖς μηχαναῖς ἐγένοντο totdat ze onder de dekking van de gevechtstorens kwamen Xen. Cyr. 7.1.34; in NT vaak καὶ ἐγένετο of ἐγένετο δέ en onafh. hoofdzin :. ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθεν [[δόγμα]] en het gebeurde in die dagen dat er een bevel uitging NT Luc. 2.1.<br /><b class="num">11.</b> met adv. (op een bepaalde manier) zijn, (in een bepaalde toestand) komen:; σὺ δ ’ [[ἡμῖν]] μηδὲν ἐμποδὼν γένῃ jij moet ons niet in de weg staan Eur. Hec. 372; εἰ ἐκποδὼν γένοιντο als ze uit de weg geruimd zouden zijn Xen. Hell. 6.5.38; [[ἐπειδὰν]] [[τοῦ]] … σώματος [[δίχα]] γένηται wanneer zij (de ziel) zich van het lichaam scheidt Xen. Cyr. 8.7.20; γίγνεται τὸ [[στράτευμα]] [[τρίχα]] het leger raakte in drie delen gesplitst Xen. An. 6.2.16; met εὖ of [[κακῶς]] (vgl. 2c) goed/slecht gaan:; ἂν δὲ εὖ γένηταί τι als het goed verloopt Xen. An. 1.7.5; onpers. met dat. : εὖ [[σοι]] γένοιτο het ga u goed Eur. Alc. 627; [[χρῆν]] γὰρ Κανδαύλῃ [[γενέσθαι]] [[κακῶς]] het moest Kandaules slecht vergaan Hdt. 1.8.2.
|elnltext=[[γίγνομαι]], Ion., Aeol. en koine [[γίνομαι]], imperf. ἐγιγνόμην / ἐγινόμην, poët. γιγνόμην; aor. [[ἐγενόμην]], Dor. (ἐ)γενόμαν, Ion. iter. 3 sing. [[γενέσκετο]], ep. Ion. 2 sing. [[γένεο]] en [[γένευ]], athem. ep. en poët. 3 sing. [[ἔγεντο]] en [[γέντο]], Ion. imperat. γενεῦ; θη - aor. ἐγενήθην (geen pass. bet.); perf. [[γέγονα]], ep. 2 plur. [[γεγάατε]], 3 plur. γεγόνασι, ep. [[γεγάασι]], later γέγοναν, inf. γεγονέναι, ep. [[γεγάμεν]], Dor. [[γεγάκειν]], ptc. γεγονώς -υῖα -ός, ep. γεγαώς -αυῖα (-αῶτες -αυῖαι), poët. [[γεγώς]] -ῶσα (-ῶτες, dual. -ῶτε), plqperf. 3 sing. [[ἐγεγόνει]], Ion. -όνεε; perf. ook [[γεγένημαι]], ptc. γεγενημένος, plqperf. med. (ἐ)γεγένητο; fut. [[γενήσομαι]], θη - fut. 3 sing. γενηθήσεται<br /><b class="num">1.</b> gebruikt als zelfstandig werkwoord, ontstaan<br /><b class="num">2.</b> geboren worden, van pers. ; perf. geboren zijn, kind zijn van:; νέον γεγαώς pas geboren Od. 4.144; πατρὸς ἐκ ταὐτοῦ [[γεγώς]] kind van dezelfde vader Eur. IA 406; κάλλιόν τι γεγόνασι zij zijn van veel betere komaf Hdt. 1.146.1; γεγονυῖαν εὖ een hooggeboren vrouw Hdt. 3.69.2; γέγονας [[κακῶς]] jij bent van lage komaf Aristoph. Eq. 218; met ἐκ + gen., [[ἀπό]] + gen.:; ἐκ... Διοκλῆος διδυμάονε παῖδε γενέσθην Diocles had tweelingzonen gekregen (uit D. waren... voortgekomen) Il. 5.548; ook met alleen gen.:; ἐσθλῶν [[γενέσθαι]] een edele afkomst hebben Eur. Hec. 380; uitbr. van leeftijd:; ἔτεα [[τρία]] καὶ [[δέκα]] … γεγονώς dertien jaar oud Hdt. 1.119.2; τοῖς [[ὑπὲρ]] τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονόσι degenen die de leeftijd voor militaire dienst gepasseerd zijn Xen. Cyr. 1.2.4; zelden met rangtelw. : τέταρτον καὶ ὀγδοηκοστὸν [[ἔτος]] γεγονώς op zijn vierentachtigste Luc. 60.22.<br /><b class="num">3.</b> in wording zijn, worden, ontstaan (abs. tegenover [[εἶναι]] 'zijn, bestaan') :. εἰ γὰρ ἔγεντ ’, [[οὐκ]] ἔστ ’, οὐδ ’ [[εἴ ποτε]] μέλλει [[ἔσεσθαι]] want als het werd, is het niet, zelfs niet als het ooit zal zijn Parm. B 8.20; τῇ μὲν γίγνονται... [[ταύτῃ]] δ ’ αἰὲν ἔασιν ἀκίνητοι in dit opzicht zijn zij in wording... in dat opzicht zijn zij eeuwig onbeweeglijk Emped. B 17.11; [[τοὐναντίον]] γίγνεσθαι τε καὶ [[εἶναι]] worden en zijn zijn tegengesteld Plat. Phaed. 102e.<br /><b class="num">4.</b> ontstaan, groeien, resulteren: van planten e.d.:; ὅσσά τε... ἄνθεα γίγνεται ὥρῃ in zo groten getale als er bloemen opkomen in de lente Il. 2.468; ὁ ἐκ τῆς χώρας γιγνόμενος [[σῖτος]] het voedsel dat van het land komt Xen. Mem. 3.6.13; van zaken en abstracta:; τὰ ἀπὸ τύχης γιγνόμενα ἀγαθά goede dingen die toevallig ontstaan Aristot. Rh. 1390b14; van natuurverschijnselen:; ὡς δὲ τρίτη [[ἡμέρη]] … ἐγένετο toen de derde dag was aangebroken Hdt. 1.113.2; [[ἅμα]] δὲ ἕῳ γιγνομένῃ bij het aanbreken van de dag Thuc. 4.32.2; ὡς ἡ... [[ἡμέρα]] ἐγένετο toen het dag werd Thuc. 7.81.1; van hoeveelheden :. [[ψήφων]] τὸν γεγονότα ἀριθμόν het uiteindelijke aantal stemmen Plat. Ap. 36a; τοὺς γιγνομένους δασμούς de binnenkomende belasting Xen. An. 1.1.8; ἐν ταῖς γιγνομέναις ἡμέραις ἀφικνεῖται hij arriveert in de tijd die er voor staat Xen. Cyr. 5.4.51; τὸ ἀπὸ [[τῶν]] αἰχμαλώτων [[ἀργύριον]] [[γενόμενον]] de opbrengst van de verkoop van de krijgsgevangenen Xen. An. 5.3.4.<br /><b class="num">5.</b> zich voordoen, plaatsvinden, gebeuren:; ἀλλὰ τά γ ’ [[οὐκ]] ἐγένοντο maar die dingen gebeurden niet Il. 3.176; [[ἴδμεν]] δ ’ [[ὅσσα]] γένηται ἐπὶ χθονί wij weten alles wat er op aarde gebeurt Od. 12.191; ἡ [[νόσος]] πρῶτον ἤρξατο [[γενέσθαι]] de ziekte begon zich voor het eerst te manifesteren Thuc. 2.47.3; τὰ [[Ὀλύμπια]] γίγνεται de Olympische Spelen vinden plaats Xen. Hell. 7.4.28; ἐγίγνονθ ’ οἱ ὅρκοι de eden werden afgelegd Dem. 19.158; van tijd ; ὡς... διέτης [[χρόνος]] [[ἐγεγόνεε]] toen er twee jaren waren verstreken Hdt. 2.2.3; [[ἕως]] ἂν δή τινες χρόνοι γένωνται totdat er een bepaalde periode verstreken is Plat. Phaed. 108c; vaak ptc. n. subst.:; τὸ γιγνόμενον wat er gebeurt Plat. Tht. 161b; τὸ [[γενόμενον]] of τὰ [[γενόμενα]] de gebeurtenis(sen), feit(en); τὸ [[γενησόμενον]] de toekomst Thuc. 1.138.3; [[διήγησις]] … ἢ γεγονότων ἢ ὄντων ἢ μελλόντων een vertelling van gebeurtenissen uit verleden, heden of toekomst Plat. Resp. 392d; τὰ [[γεγενημένα]] het verleden Xen. An. 6.2.14; vaste uidr.:; ὃ [[μήτε]] γένοιτο wat niet moge gebeuren (d.w.z. wat god verhoede) Dem. 10.27; met ἐκ + gen. of [[ὑπό]] + gen. door toedoen van:; τὰ [[γενόμενα]] ἐξ ἀνθρώπων wat door toedoen van mensen gebeurd is Hdt. proem.; τὰ ὑπ ’ [[αὐτοῦ]] γιγνόμενα de resultaten daarvan Plat. Tht. 200e; met dat. en ptc.:; [[οὐκ]] ἂν [[ἐμοί]] γε ἐλπομένῳ τὰ γένοιτο hoewel ik het wel hoop, zal dat vast niet gebeuren Od. 3.228; ἡδομένοισι [[ἡμῖν]] οἱ λόγοι γεγόνασι uw woorden zijn tot ons genoegen Hdt. 9.46.3; met dat. en inf.:; [[λαβεῖν]] μοι γένοιτο αὐτόν moge het mij lukken hem te pakken Xen. Cyr. 6.3.11; met [[ὥστε]] en inf.. : οὐδ ’ ἂν [[γενέσθαι]] [[ὥστε]]... τοὺς βασιλέας [[ἔξω]] Σπάρτης [[εἶναι]] en dat het niet kon gebeuren dat de koningen buiten Sparta waren Xen. Hell. 5.3.10.<br /><b class="num">6.</b> gebruikt als koppelwerkwoord, met pred. bep. worden<br /><b class="num">7.</b> met nom. worden (in een bepaalde toestand komen), bij verleden tijden zijn:; αἴ [[κέν]] τι [[φόως]] Δαναοῖσι γένηαι om te zien of je de redding voor de Trojanen wordt Il. 8.282; πάντα... γιγνόμενος alle gedaanten aannemend Od. 4.417; παντοίη ἐγίνετο zij deed al het mogelijke Hdt. 3.124.2; εἴ [[τις]]... κωλυτὴς γίγνοιτο τῆς διαβάσεως voor het geval iemand een obstakel voor de oversteek zou worden Thuc. 3.23.2; met pron. (vaak interrog.) ; τί γένωμαι; wat moet er van mij worden? Aeschl. Sept. 297; οὐδ ’ [[ἔχω]] [[τίς]] ἂν γενοίμαν ik weet niet wat er van mij zal worden Aeschl. PV 905; met pred. ptc..; ἱκνοῦμαι μὴ προδοὺς [[ἡμᾶς]] γένῃ ik smeek je ons niet in de steek te laten (geen verrader te worden) Sph. Ai. 588; μή … ἀπαρνηθεὶς γένῃ weiger toch niet (word niet weigerachtig) Plat. Soph. 217c; later met adj. ter omschrijving van pass.:; ἁπαλὸς γ. zacht worden NT Mt. 24.32; ἀπειθὴς γ. ongehoorzaam worden NT Act. Ap. 26.19; resultatief met subst. of adj. blijken te zijn :. κακὸν [[Τρώεσσι]] γένοντο zij bleken een ramp voor de Trojanen Il. 5.63; οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος γίγνεται niets blijkt heerlijker te zijn dan het eigen vaderland Od. 9.35; θαυμάσιον... καὶ ἄλογον γίγνεται het blijkt een wonderlijke en rare conclusie te zijn Plat. Grg. 496a; ὀλίγοι γὰρ γίγνονται πρὸς πολλούς zij blijken met weinigen tegenover velen te zijn Aristot. Pol. 1304b5.<br /><b class="num">8.</b> met gen. één van de... worden, deel gaan uitmaken van:; [[γενόμενον]] [[τῶν]] βασιληίων δικαστέων toen hij een van de koninklijke rechters geworden was Hdt. 5.25.1; [[τῶν]] γεραιτέρων γίγνονται zij gaan deel uitmaken van de senioren Xen. Cyr. 1.2.15; (eigendom) zijn van :. ἡ [[νίκη]] Ἀγησιλάου ἐγεγένητο de overwinning was van Agesilaus Xen. Hell. 4.3.20; ἐκπλήττονται καὶ οὐκέθ ’ αὑτῶν γίγνονται zij raken buiten zichzelf en staan niet meer onder controle van zichzelf (d.w.z. zijn zichzelf niet meer meester) Plat. Phaedr. 250a.<br /><b class="num">9.</b> met dat. ten deel vallen:; Πηλείωνι δ ’ [[ἄχος]] γένετο verdriet overmande de zoon van Peleus Il. 1.188; τῷ δικαίῳ παρὰ [[θεῶν]]... μισθοὶ καὶ δῶρα γίγνεται de rechtvaardige krijgt van de goden loon en geschenken Plat. Resp. 614a; zie ook onder 2e.<br /><b class="num">10.</b> met prep. (in een bepaalde toestand) komen of (ge)raken, (terecht) komen:; ἀπὸ δείπνου γ. van tafel komen Hdt. 2.78; δι ’ ἔχθρας γ. τινι met iemand in onmin geraken Aristoph. Ran. 1412; [[εἰς]] οὐδὲν γ. vernietigd worden NT Act. Ap. 5.36; ἐκ θυσίης γ. van het offer komen Hdt. 1.50.2; γ. ἐξ ὀφθαλμῶν τινι uit iemands zicht verdwijnen Hdt. 5.24.3; ἐν ἑαυτῷ γ. tot zichzelf komen, zich beheersen Xen. An. 1.5.17 = ἐντὸς [[ἑωυτοῦ]] γ. Hdt. 1.119.6; ἐν πολέμῳ γ. in een oorlog belanden Thuc. 1.78.1; ἐν καιρῷ γ. van pas komen Xen. Hell. 4.3.2; ἐπ ’ ἐλπίδος γ. hoop krijgen Plut. Sol. 14.4; ἐπὶ ποταμῷ γ. bij een rivier aankomen Hdt. 1.189.1; [[ἐπί]] τινι γ. in iemands macht komen Xen. An. 3.1.13; [[κατά]] τινα γ. in de buurt van iem. komen Xen. Cyr. 7.1.14; καθ ’ ἓν γ. zich verenigen Thuc. 3.10.5; καθ ’ αὑτοὺς γ. op zichzelf komen te staan Dem. 10.52; ἢν μετὰ [[τοῦ]] θείου γένωμαι indien ik met de godheid verenigd word Xen. Cyr. 8.7.27; παρ ’ ἀμφοτέροις τοῖς πράγμασι γ. bij de gebeurtenissen aan beide zijden aanwezig zijn Thuc. 5.26; [[παρά]] τι γ. afhangen van iets Dem. 18.232; περὶ τὸ συμβουλευειν γ. bezig zijn met advies geven Isocr. 3.12; πρὸ ὁδοῦ γ. op weg gaan Il. 4.382; πρὸς [[ἡμέων]] γίνεσθε kiest onze kant Hdt. 8.22; πρὸς τῇ καρδίᾳ γ. bij het hart komen Plat. Phaed. 118a; πρὸς ἡμέραν ἐγίγνετο het liep tegen de ochtend Xen. Hell. 2.4.6; γ. [[ὑπό]] τινι in iemands macht komen Hdt. 7.11.3; [[ἕως]] ὑπὸ ταῖς μηχαναῖς ἐγένοντο totdat ze onder de dekking van de gevechtstorens kwamen Xen. Cyr. 7.1.34; in NT vaak καὶ ἐγένετο of ἐγένετο δέ en onafh. hoofdzin :. ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθεν [[δόγμα]] en het gebeurde in die dagen dat er een bevel uitging NT Luc. 2.1.<br /><b class="num">11.</b> met adv. (op een bepaalde manier) zijn, (in een bepaalde toestand) komen:; σὺ δ ’ [[ἡμῖν]] μηδὲν ἐμποδὼν γένῃ jij moet ons niet in de weg staan Eur. Hec. 372; εἰ ἐκποδὼν γένοιντο als ze uit de weg geruimd zouden zijn Xen. Hell. 6.5.38; [[ἐπειδὰν]] [[τοῦ]] … σώματος [[δίχα]] γένηται wanneer zij (de ziel) zich van het lichaam scheidt Xen. Cyr. 8.7.20; γίγνεται τὸ [[στράτευμα]] [[τρίχα]] het leger raakte in drie delen gesplitst Xen. An. 6.2.16; met εὖ of [[κακῶς]] (vgl. 2c) goed/slecht gaan:; ἂν δὲ εὖ γένηταί τι als het goed verloopt Xen. An. 1.7.5; onpers. met dat. : εὖ [[σοι]] γένοιτο het ga u goed Eur. Alc. 627; [[χρῆν]] γὰρ Κανδαύλῃ [[γενέσθαι]] [[κακῶς]] het moest Kandaules slecht vergaan Hdt. 1.8.2.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj