Anonymous

εἰνοσίφυλλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰνοσίφυλλος''': -ον, (ἔνοσις) ὁ [[μετὰ]] σειομένου φυλλώματος, «εἰνοσίφυλλον· σύνδενδρον, κινησίφυλλον· ἔνοσις γὰρ ἡ [[κίνησις]]· καὶ ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος [[σύνδενδρος]]» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Β. 632, κτλ.
|lstext='''εἰνοσίφυλλος''': -ον, (ἔνοσις) ὁ μετὰ σειομένου φυλλώματος, «εἰνοσίφυλλον· σύνδενδρον, κινησίφυλλον· ἔνοσις γὰρ ἡ [[κίνησις]]· καὶ ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος [[σύνδενδρος]]» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Β. 632, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly