Anonymous

δύο: Difference between revisions

From LSJ
8 bytes removed ,  20 April 2021
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 15: Line 15:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δύο''': [[ὡσαύτως]] δύω παρ’ Ἐπ. καὶ ἐλεγ. ποιηταῖς, ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ., Πόρσ. Ὀρ. 1550· γεν. καὶ δοτ. δυοῖν [[[εἶναι]] μονοσύλλαβον ἐν Σοφ. Ο. Τ. 640, πρβλ. [[δώδεκα]] ἀντὶ δυώδ-] παρὰ μεταγεν. Ἀττ. [[ὡσαύτως]] δυεῖν, ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] ἀποκλείεται ἤδη ἀπὸ τῶν ἀρίστων ἐκδόσεων τῶν δοκίμων Ἀττικῶν, ὡς Εὐρ. Ἠλ. 536, Θουκ. 1. 20, ἴδε Ellendt Λεξ. Σοφ. λ. δύο ἐν τέλ.·- παρὰ μεταγεν. [[ὡσαύτως]] δοτ. πληθ. δυσὶ (ἐν Θουκ. 8. 101, ἀντὶ δυσὶν ἡμέραις [[γραπτέον]] δυοῖν ἡμέραιν), κοινὸν [[ὅμως]] [[μετὰ]] τοὺς χρόνους τοῦ Ἀλεξάνδρου, Ἀριστ. Πολ. 3. 6, 7, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 150, καὶ συχνὸν ἐν Ἐπιγραφαῖς, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 210·- Ἐν ταῖς Ἀττικ. ἐπιγραφαῖς τὸ δυοῖν εἶνε ἐν χρήσει [[μέχρι]] τοῦ 329 π. Χ., τὸ δυεῖν ἀπὸ τοῦ 329 [[μέχρι]] τοῦ 229 π. Χ., τὸ δὲ δυσὶ ἀπὸ τοῦ τέλους τῆς 3ης ἑκατονταετ. π. Χ., Meisterh. σ. 157. - Οἱ Ἰων. τύποι δυῶν (Ἡρόδ. 1. 94, 130, κτλ.), δυοῖσι (1. 32., 7. 104) θεωροῦνται ἀμφίβολοι ὑπὸ τοῦ Δινδ. - Ἐν χρήσει ἀκλίτως, ὡς τὸ [[ἄμφω]], παρ’ Ὁμ. ([[ὅστις]] δὲν ἔχει γενικὴν ἢ δοτικὴν δυοῖν), τῶν δύο μοιράων Ἰλ. Κ. 253· δύω κανόνεσσι Ν. 407, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἡρόδ. καὶ Ἀττ., δύο νεῶν Ἡρόδ. 8. 82· δύο ζεύγεσι 3. 130· δύο νεῶν Θουκ. 3. 89· δύο πλέθρων Ξεν. Ἀν. 1. 3, 23, κτλ.· ἀλλ’ οὐχὶ οὕτω παρὰ Τραγ. (τὸ [[χωρίον]] Εὐρ. Ἀνδρ. 692 δὲν παρουσιάζει ἐξαίρεσιν), καὶ σπάνιον παρὰ Κωμ., Ἀλεξ. Κνιδ. 1, Δαμοξ. Συντρ. 1. 3. (Ἐκ τῆς √ΔΥ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ δὶς (ἀντὶ δυὶς ἢ δϝίς), δεύτερος (ἀντὶ δϝέτερος), δοιοί, δισσός, δία, δίχα, δι-[[πλόος]]· πρβλ. Σανσκρ. dva, dvàu (dyo), dvis (bis), dvitîyas ([[δεύτερος]]), vi- (ve-, dis-)· Ζενδ. dva (duo), κτλ.· Λατ. duo, bis (ἀντὶ duis, πρβλ. Ζενδ. bi-tya ([[δεύτερος]])), bini (ἀντὶ duini), dis- καὶ ve-, du-plex, du-bius· Γοτθ. tvai, vi-thra (contra), twistass ([[διχοστασία]])· Παλαιο-Σκανδιν. tveir, tvi- (bis)· Ἀγγλο-Σαξ. twâ (two, twain), tvennr (twin), κτλ.· Παλαιο-Γερμ. zwuo (Γερμ. zwei), κτλ.). Ἰλ. Α. 16, κτλ.·- παρ’ Ὁμ. δύο καὶ δύω (κατὰ τὴν χρείαν τοῦ μέτρου) [[συχνάκις]] συνάπτονται πληθυντικοῖς ὀνόμασιν, ὡς δύο δ’ ἄνδρες, κτλ.· παρὰ Τραγ. [[ὡσαύτως]] τὸ δύο [[ἐνίοτε]] ἀπαντᾷ [[μετὰ]] πληθ. ὀνομάτων, τὸ δὲ δυοῖν σπανίως, ἴδε Elmsl. Μηδ. 798·- δύο [[ἐνίοτε]], τῷ = ἡμετέρῳ «ἕνα δυό», Λατ. vel duo vel nemo, ὀλίγοι, Θεόκρ. 14. 45· πληρέστερον, ἕνα καὶ δύο Ἰλ. Β. 346· δύ’ ἢ [[τρεῖς]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 829· εἰς δύο, δύοδύο, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 17· σὺν δύο, δύο [[ὁμοῦ]], Ἰλ. Κ. 224, Ἡρόδ. 4. 66· δύο ποιεῖν τὴν πόλιν, διασπᾶν, διαιρεῖν εἰς δύο, Ἀριστ. Πολ. 5. 9, 10.
|lstext='''δύο''': [[ὡσαύτως]] δύω παρ’ Ἐπ. καὶ ἐλεγ. ποιηταῖς, ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ., Πόρσ. Ὀρ. 1550· γεν. καὶ δοτ. δυοῖν [[[εἶναι]] μονοσύλλαβον ἐν Σοφ. Ο. Τ. 640, πρβλ. [[δώδεκα]] ἀντὶ δυώδ-] παρὰ μεταγεν. Ἀττ. [[ὡσαύτως]] δυεῖν, ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] ἀποκλείεται ἤδη ἀπὸ τῶν ἀρίστων ἐκδόσεων τῶν δοκίμων Ἀττικῶν, ὡς Εὐρ. Ἠλ. 536, Θουκ. 1. 20, ἴδε Ellendt Λεξ. Σοφ. λ. δύο ἐν τέλ.·- παρὰ μεταγεν. [[ὡσαύτως]] δοτ. πληθ. δυσὶ (ἐν Θουκ. 8. 101, ἀντὶ δυσὶν ἡμέραις [[γραπτέον]] δυοῖν ἡμέραιν), κοινὸν [[ὅμως]] μετὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἀλεξάνδρου, Ἀριστ. Πολ. 3. 6, 7, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 150, καὶ συχνὸν ἐν Ἐπιγραφαῖς, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 210·- Ἐν ταῖς Ἀττικ. ἐπιγραφαῖς τὸ δυοῖν εἶνε ἐν χρήσει [[μέχρι]] τοῦ 329 π. Χ., τὸ δυεῖν ἀπὸ τοῦ 329 [[μέχρι]] τοῦ 229 π. Χ., τὸ δὲ δυσὶ ἀπὸ τοῦ τέλους τῆς 3ης ἑκατονταετ. π. Χ., Meisterh. σ. 157. - Οἱ Ἰων. τύποι δυῶν (Ἡρόδ. 1. 94, 130, κτλ.), δυοῖσι (1. 32., 7. 104) θεωροῦνται ἀμφίβολοι ὑπὸ τοῦ Δινδ. - Ἐν χρήσει ἀκλίτως, ὡς τὸ [[ἄμφω]], παρ’ Ὁμ. ([[ὅστις]] δὲν ἔχει γενικὴν ἢ δοτικὴν δυοῖν), τῶν δύο μοιράων Ἰλ. Κ. 253· δύω κανόνεσσι Ν. 407, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἡρόδ. καὶ Ἀττ., δύο νεῶν Ἡρόδ. 8. 82· δύο ζεύγεσι 3. 130· δύο νεῶν Θουκ. 3. 89· δύο πλέθρων Ξεν. Ἀν. 1. 3, 23, κτλ.· ἀλλ’ οὐχὶ οὕτω παρὰ Τραγ. (τὸ [[χωρίον]] Εὐρ. Ἀνδρ. 692 δὲν παρουσιάζει ἐξαίρεσιν), καὶ σπάνιον παρὰ Κωμ., Ἀλεξ. Κνιδ. 1, Δαμοξ. Συντρ. 1. 3. (Ἐκ τῆς √ΔΥ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ δὶς (ἀντὶ δυὶς ἢ δϝίς), δεύτερος (ἀντὶ δϝέτερος), δοιοί, δισσός, δία, δίχα, δι-[[πλόος]]· πρβλ. Σανσκρ. dva, dvàu (dyo), dvis (bis), dvitîyas ([[δεύτερος]]), vi- (ve-, dis-)· Ζενδ. dva (duo), κτλ.· Λατ. duo, bis (ἀντὶ duis, πρβλ. Ζενδ. bi-tya ([[δεύτερος]])), bini (ἀντὶ duini), dis- καὶ ve-, du-plex, du-bius· Γοτθ. tvai, vi-thra (contra), twistass ([[διχοστασία]])· Παλαιο-Σκανδιν. tveir, tvi- (bis)· Ἀγγλο-Σαξ. twâ (two, twain), tvennr (twin), κτλ.· Παλαιο-Γερμ. zwuo (Γερμ. zwei), κτλ.). Ἰλ. Α. 16, κτλ.·- παρ’ Ὁμ. δύο καὶ δύω (κατὰ τὴν χρείαν τοῦ μέτρου) [[συχνάκις]] συνάπτονται πληθυντικοῖς ὀνόμασιν, ὡς δύο δ’ ἄνδρες, κτλ.· παρὰ Τραγ. [[ὡσαύτως]] τὸ δύο [[ἐνίοτε]] ἀπαντᾷ μετὰ πληθ. ὀνομάτων, τὸ δὲ δυοῖν σπανίως, ἴδε Elmsl. Μηδ. 798·- δύο [[ἐνίοτε]], τῷ = ἡμετέρῳ «ἕνα δυό», Λατ. vel duo vel nemo, ὀλίγοι, Θεόκρ. 14. 45· πληρέστερον, ἕνα καὶ δύο Ἰλ. Β. 346· δύ’ ἢ [[τρεῖς]] Ἀριστοφ. Εἰρ. 829· εἰς δύο, δύοδύο, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 17· σὺν δύο, δύο [[ὁμοῦ]], Ἰλ. Κ. 224, Ἡρόδ. 4. 66· δύο ποιεῖν τὴν πόλιν, διασπᾶν, διαιρεῖν εἰς δύο, Ἀριστ. Πολ. 5. 9, 10.
}}
}}
{{bailly
{{bailly