Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εἰσάλλομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσάλλομαι''': μέλλ. εἰσᾰλοῦμαι ἀόρ. β΄ ([[μετὰ]] τύπου παθ. ὑπερσυντ.) [[ἐσᾶλτο]]· ἀποθ.: ― εἰσπηδῶ, εἰσορμῶ, [[ἐσήλατο]] [[τεῖχος]] Ἀχαιῶν Ἰλ. Μ. 438· πύλας καὶ [[τεῖχος]] [[ἐσᾶλτο]] Ν. 679, πρβλ. Μ. 466, Πινδ. Ο. 8. 50· βραδύτερον, ἐσάλλ. ἐς τὸ πῦρ Ἡρόδ. 2. 66· εἰσήλατο εἰς τὰ τείχη δι. γρ. ἐν Ξεν. Κύρ. 7. 4, 4, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 695· ἀσκὸν εἰς [[μέσον]] καταθέντες εἰσάλλεσθε Εὔβουλος ἐν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτον 1130· ἐπὶ κρατί μοι [[πότμος]] εἰσήλατο Σοφ. Ἀντ. 1345· πρβλ. [[ἐνάλλομαι]].
|lstext='''εἰσάλλομαι''': μέλλ. εἰσᾰλοῦμαι ἀόρ. β΄ (μετὰ τύπου παθ. ὑπερσυντ.) [[ἐσᾶλτο]]· ἀποθ.: ― εἰσπηδῶ, εἰσορμῶ, [[ἐσήλατο]] [[τεῖχος]] Ἀχαιῶν Ἰλ. Μ. 438· πύλας καὶ [[τεῖχος]] [[ἐσᾶλτο]] Ν. 679, πρβλ. Μ. 466, Πινδ. Ο. 8. 50· βραδύτερον, ἐσάλλ. ἐς τὸ πῦρ Ἡρόδ. 2. 66· εἰσήλατο εἰς τὰ τείχη δι. γρ. ἐν Ξεν. Κύρ. 7. 4, 4, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 695· ἀσκὸν εἰς [[μέσον]] καταθέντες εἰσάλλεσθε Εὔβουλος ἐν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτον 1130· ἐπὶ κρατί μοι [[πότμος]] εἰσήλατο Σοφ. Ἀντ. 1345· πρβλ. [[ἐνάλλομαι]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly