Anonymous

καταγελάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
mNo edit summary
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταγελάω''': μέλλ. -άσομαι: παθ. πρκμ. -γεγέλασμαι:-ὡς καὶ νῦν, περιγελῶ, [[ἐμπαίζω]], [[μετὰ]] γεν., Ἡρόδ. 5. 68, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1081, Ἀνδοκ. 33. 6, Πλάτ., κλ.· ἀλλὰ παρ’ Ἡροδ. [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., π.χ. 3. 37, 38, 155., 4. 79, πρβλ. Schweigh. εἰς 7. 9, καὶ ἴδε [[καταείδω]]: -ἀπολ., γελῶ ἐμπαικτικῶς, περιγελῶ, Εὐρ. Ι. Α. 372, Ἀριστοφ. Ἱππ. 161, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 13, Δημ. 563. 28 (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ), [[ἔνθα]] ἴδε Βουττμ. 2) μετ’αἰτ., [[σκώπτω]], [[χλευάζω]] τινά, Εὐρ. Βάκχ. 286, Ἑβδ. (Σειράχ. 7. 11):-Παθ., καταγελωμένην μέγα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1271, Ἀριστοφ. Ἀχ. 680· τὸ εὔηθες καταγελασθὲν ἠφανίσθη Θουκ. 3. 83· τὸ καταγελᾶσθαι μὲν πολὺ αἴσχιστόν ἐστι Μένανδρ. ἐν «Ἐπιτρέπουσιν» 3· πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 3C, κ. ἀλλ.
|lstext='''καταγελάω''': μέλλ. -άσομαι: παθ. πρκμ. -γεγέλασμαι:-ὡς καὶ νῦν, περιγελῶ, [[ἐμπαίζω]], μετὰ γεν., Ἡρόδ. 5. 68, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1081, Ἀνδοκ. 33. 6, Πλάτ., κλ.· ἀλλὰ παρ’ Ἡροδ. [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ., π.χ. 3. 37, 38, 155., 4. 79, πρβλ. Schweigh. εἰς 7. 9, καὶ ἴδε [[καταείδω]]: -ἀπολ., γελῶ ἐμπαικτικῶς, περιγελῶ, Εὐρ. Ι. Α. 372, Ἀριστοφ. Ἱππ. 161, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 13, Δημ. 563. 28 (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ), [[ἔνθα]] ἴδε Βουττμ. 2) μετ’αἰτ., [[σκώπτω]], [[χλευάζω]] τινά, Εὐρ. Βάκχ. 286, Ἑβδ. (Σειράχ. 7. 11):-Παθ., καταγελωμένην μέγα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1271, Ἀριστοφ. Ἀχ. 680· τὸ εὔηθες καταγελασθὲν ἠφανίσθη Θουκ. 3. 83· τὸ καταγελᾶσθαι μὲν πολὺ αἴσχιστόν ἐστι Μένανδρ. ἐν «Ἐπιτρέπουσιν» 3· πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 3C, κ. ἀλλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly