3,277,091
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ: ἀόρ. κατέβᾰλον, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. [[κάββαλε]]. Ρίπτω [[καταρρίπτω]], [[ἀνατρέπω]], κατὰ πρηνὲς βαλέειν Πριάμοιο [[μέλαθρον]] Ἰλ. Β. 414· ἐς μέσσον κ. τι Ο. 357· ἐνὶ πόντῳ Ἡσ. Θ. 189· ἐπ’ ἀκτῆς Ἰλ. Ψ. 125· ἐπὶ χθονὶ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 462, κτλ.· κ. τινὰ [[ἐνθάδε]] Ὀδ. Ζ. 172· κ. τὰ οἰκήματα, τὰ ἀγάλματα Ἡρόδ. 1. 17., 8. 109· κ. τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 41· ἀπ’ ἐλπίδος Πλάτ. Εὐθύφρων 15Ε· κ. ἐς τὸ μηδέν, καταβιβάζειν εἰς τὸ μηδέν, ἀντίθετον τῷ ἐξᾶραι [[ὑψοῦ]], Ἡρόδ. 9. 79, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 202. 2) [[καταβάλλω]] δι’ ὅπλου, [[φονεύω]], Ἰλ. Β. 692, Ἡρόδ. 4. 64, κτλ.· ἢ διὰ κτυπήματος, κ. πατάξας Λυσ. 136. 22· ἰδίως ἐπὶ σφαγῆς θυμάτων, θύω, καὶ σφάγια πρὸ δορὸς καταβάλοις Εὐρ. Ὀρ. 1603, Ἰσοκρ. 19Α· κ. [[θῦμα]] δαίμοσιν Εὐρ. Βάκχ. 1246. 3) [[ῥίπτω]], [[φέρω]] εἴς τινα κατάστασιν, κ. τινὰ ἐς ξυμφορὰς ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 606· εἰς ἀπορίαν, εἰς ἀπιστίαν Πλάτ. Φίληβ. 15Ε, Φαίδ. 88C, κτλ. 4) [[ῥίπτω]] [[μακράν]], [[ἀπορρίπτω]], Ἰσοκρ. 238Α, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 4· μεταφ., λησμονῶ, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.·― καταβ. εἴς τι, [[ῥίπτω]] [[ἐπάνω]] εἴς τι, Πλάτ. Νόμ. 960Ε, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 5, ἐν τέλ.: ― κ. ἑαυτόν, Λατ. se abjicere, Πλουτ. Καῖσ. 38· [[ἐντεῦθεν]], καταβεβλημένοι, ἐγκαταλελειμμένοι ἄνθρωποι, Λατ. homines projectae audaciae, Ἰσοκρ. 234Β. ― Ἐπίρρ. [[καταβεβλημένως]], | |lstext='''καταβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ: ἀόρ. κατέβᾰλον, Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. [[κάββαλε]]. Ρίπτω [[καταρρίπτω]], [[ἀνατρέπω]], κατὰ πρηνὲς βαλέειν Πριάμοιο [[μέλαθρον]] Ἰλ. Β. 414· ἐς μέσσον κ. τι Ο. 357· ἐνὶ πόντῳ Ἡσ. Θ. 189· ἐπ’ ἀκτῆς Ἰλ. Ψ. 125· ἐπὶ χθονὶ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 462, κτλ.· κ. τινὰ [[ἐνθάδε]] Ὀδ. Ζ. 172· κ. τὰ οἰκήματα, τὰ ἀγάλματα Ἡρόδ. 1. 17., 8. 109· κ. τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 41· ἀπ’ ἐλπίδος Πλάτ. Εὐθύφρων 15Ε· κ. ἐς τὸ μηδέν, καταβιβάζειν εἰς τὸ μηδέν, ἀντίθετον τῷ ἐξᾶραι [[ὑψοῦ]], Ἡρόδ. 9. 79, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 202. 2) [[καταβάλλω]] δι’ ὅπλου, [[φονεύω]], Ἰλ. Β. 692, Ἡρόδ. 4. 64, κτλ.· ἢ διὰ κτυπήματος, κ. πατάξας Λυσ. 136. 22· ἰδίως ἐπὶ σφαγῆς θυμάτων, θύω, καὶ σφάγια πρὸ δορὸς καταβάλοις Εὐρ. Ὀρ. 1603, Ἰσοκρ. 19Α· κ. [[θῦμα]] δαίμοσιν Εὐρ. Βάκχ. 1246. 3) [[ῥίπτω]], [[φέρω]] εἴς τινα κατάστασιν, κ. τινὰ ἐς ξυμφορὰς ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 606· εἰς ἀπορίαν, εἰς ἀπιστίαν Πλάτ. Φίληβ. 15Ε, Φαίδ. 88C, κτλ. 4) [[ῥίπτω]] [[μακράν]], [[ἀπορρίπτω]], Ἰσοκρ. 238Α, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 4· μεταφ., λησμονῶ, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.·― καταβ. εἴς τι, [[ῥίπτω]] [[ἐπάνω]] εἴς τι, Πλάτ. Νόμ. 960Ε, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 5, ἐν τέλ.: ― κ. ἑαυτόν, Λατ. se abjicere, Πλουτ. Καῖσ. 38· [[ἐντεῦθεν]], καταβεβλημένοι, ἐγκαταλελειμμένοι ἄνθρωποι, Λατ. homines projectae audaciae, Ἰσοκρ. 234Β. ― Ἐπίρρ. [[καταβεβλημένως]], μετὰ περιφρονήσεως, ὁ αὐτ. περὶ Ἀντιδ. § 326. ΙΙ. ἐπὶ ἠπιωτέρας σημασίας, ἀφίνω νὰ πέσῃ, ἀπὸ ἓο κάββαλεν υἱὸν Ἰλ. Ε. 343· [[κάββαλε]] νεβρόν, ἐπὶ ἀετοῦ, Θ. 249· [[καταβιβάζω]], ἐπὶ κυνός, οὔατα κάββαλεν [[ἄμφω]] Ὀδ. Ρ. 302· ὡς ναυτικὸς ὅρος, κ. ἱστία Θέογν. 671· τἀκάτια Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 2· [[ὡσαύτως]], κατ’ ὀφθαλμοὺς βαλεῖ Αἰσχύλ. Χο. 575· τὰς ὀφρῦς κ. Εὐρ. Κύκλ. 167 (πρβλ. [[ὀφρύς]])·― [[ἐγκαταλείπω]] χρηματικὴν ἀπαίτησιν, ἐᾶν καταβαλόντα ἐν ὑπωμοσίᾳ Δημ. 260, ἐν τέλ.· ― περὶ τοῦ ἴουλον... καταβάλλων ἐν Θεοκρ. 15. 85, ἴδε ἐν λ. [[ἴουλος]]. 2) τοποθετῶ, Λατ. deponere, [[κρεῖον]] μέγα κάββαλεν ἐν πυρὸς αὐγῆ, μέγα κρεοδόχον [[ἀγγεῖον]] ἔβαλεν [[ἐπάνω]] εἰς τὴν φλόγα τοῦ [[πυρός]], Ἰλ. Ι. 206, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 165, Σφ. 727, κτλ. 3) [[καταβιβάζω]], ἰδίως εἰς τὴν παραλίαν, κ. σιτία Ἡρόδ. 7. 25,― [[ἔνθα]] ἕτεροι ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς σημαῖνον, ἀποθηκεύω, [[ἐπισωρεύω]], 4) [[φέρω]], δίδω εἰσόδημα, καταβάλλει ἡ [[λίμνη]] ἐπ’ ἡμέραν ἑκάστην [[τάλαντον]] ἀργυρίου ἐκ τῶν ἰχθύων Ἡρόδ. 2. 149· τὰς ἐπικαρπίας τῇ πόλει Ἀνδοκ. 12. 29. β) ὡς καὶ νῦν, [[ἀποτίνω]], πληρώνω, [[τἀργύριον]] Θουκ. 1. 27· καββαλὼν τριώβολον Ἀμειψίας ἐν «Μοιχοῖς» 1· ἀρραβῶνα Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 223· τιμήν τινι ὑπέρ τινος Πλάτ. Νόμ. 932D, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 25· καταβαλών σοι δραχμὴν τῶν βοτρύων, διὰ τὰ σταφύλια, Φιλόστρ. 661· κ. ζημίαν, ἀποτίνειν [[πρόστιμον]], Δημ. 724. 4 (πρβλ. καταβολὴ ΙΙ. 2). - Παθ., τὰ προσκαταβλήματα… διὰ τὸν τοῦ νόμου φόβον καταβάλλεται Δημ. 731. 7. 5) [[ῥίπτω]] τινὰ εἴς τινα τόπον καὶ [[κατακλείω]] αὐτὸν [[ἐκεῖ]], συλλαβόντες δὲ σφεας κατέβαλον ἐς ἑρκτὴν Ἡρόδ. 4. 146. 6) [[παρέχω]], δίδω μαρτυρίαν Δημ. 921. 4· καταθέτω ἔγγραφον, Πλάτ. Σοφιστ. 232D· καὶ ἐν τῷ μέσ., τῶν νόμων οὐκ ἐώντων… ψευδεῖς γραφὰς εἰς τὰ δημόσια γράμματα καταβάλλεσθαι, «γραφὴ» παρὰ Δημ. 243. 25. 7) [[ῥίπτω]] σπόρον, [[σπείρω]], εἰς ποίαν γῆν ποῖον [[σπέρμα]] [[καταβλητέον]] Πλάτ. Θεαίτ. 149Ε· καὶ ἐν τῷ Παθ., Πλούτ. 2. 905E· - μεταφ., [[σπέρμα]] κ. τοιούτων πραγμάτων Δημ. 748. 13· κατέβαλον φάτιν, διέδοσαν φήμην, Λατ. spargere voces, Ἡρόδ. 1. 122, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 758. 8) βάλλω ὡς θεμέλιον, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τὴν τῆς ναυπηγίας ἀρχὴν καταβαλλόμενος Πλάτ. Νόμ. 803A· καταβαλλομένα μέγαν οἶτον Εὐρ. Ἑλ. 164· Ἀρίστιππος τὴν Κυρηναϊκὴν φιλοσοφίαν κατεβάλλετο Στράβ. 837· [[τοὐπτάνιον]] ὀρθῶς καταβαλέσθαι Σωσίπατρ. ἐν «Καταψευδομένῳ» 1. 39· καινὴν νομοθεσίαν Διόδ. 12. 20· αἵρεσιν Πλούτ. 2. 329A· φλυαρίας Γαλην. -Παθ., [[ὅταν]] δὲ κρηπὶς μὴ καταβληθῇ… ὀρθῶς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1261· [[ὡσαύτως]], καταβεβλημέναι μαθήσεις, θεμελιώδεις, βάσιμοι, τακτικαί, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 2, 6· τὰ κ. παιδεύματα [[αὐτόθι]] 8. 3, 11. 9) μετ’ ἀπαρ., γάμον καταβάλλομ’ ἀείδειν, ἄρχομαι ψάλλων περὶ…, Καλλ. Ἀποσπ. 169. ΙΙΙ. Παθ., «[[πλαγιάζω]]», κατακλίνομαι, εἰς εὐνὰν Θεόκρ. 18. 11. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |