3,274,314
edits
m (Text replacement - "v.s." to "v.s.") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λᾰλέω''': μέλλ. ήσω. (Ἐκ τῆς √ΛΑΛ παράγονται καὶ αἱ λέξ. λάλος, λάλη, λαλάζω, λαλιά, λάλαξ, λαλαγή, [[λαλαγέω]], πρβλ. Λατ. lall-are, Γερμ. lall-en, Ἀγγλ. lull, lull-aby, Loll-ard. - Πάντα [[ταῦτα]] φαίνοντα προελθόντα ἐξ ὀνοματοποιΐας). Ὁμιλῶ, [[λέγω]] (πολλά), φλυαρῶ, Σοφ. Ἀποσπ. 667, Ἀριστοφ., κτλ.· ἕπου καὶ μὴ λάλει Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1058, πρβλ. Σφ. 1135· λαλεῖς... ἀμελήσας ἀποκρίνεσθαι Πλάτ. Εὐθύδ. 287D· λ. τινι, ὁμιλῶ [[πρός]] τινα, λαλῶν ἐν ὁδοῖς σεαυτῷ Ἀριστοφ. Ἱππ. 348, πρβλ. Φιλήμ. ἐν «Ἀπόλιδι» 1· λαλεῖν τι καὶ ληρεῖν πρὸς αὑτοὺς [[ἡδέως]] Ἄλεξ. ἐν «Αἰσώπῳ» 1. 10· λαλεῖν [[περί]] τινος Φερεκρ. ἐν «Ἀγαθοῖς» 2, Ἀριστοφ. Λυσ. 627· ὑπέρ τινος Ποσείδ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 3· - ἀντίθ. τῷ [[λέγω]], ὡς, λαλεῖν ἄριστος, ἀδυνατώτατος λέγειν Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 8· λαλῶν μέν..., λέγων δέ..., Δημ. 553. 5 (ἂν ἡ γραφὴ ὀρθή)· πάππα, λαλεῖν τι ἡμῖν [[ὅπως]] ἂν ἡμᾶς [[ὕπνος]] λάβῃ Θεοφρ. Χαρακτῆρ. 7· - καὶ οὕτω, β) [[καθόλου]], ὁμιλῶ, [[λέγω]], διηγοῦμαι, Σοφ. Φιλ. 110· καινὴν διάλεκτον λ. Ἀντιφάν. ἐν «Ὀβρίμῳ» 1· Ἀττικιστὶ λ. Ἄλεξ. ἐν «Πρωτοπόρῳ» 1. γ) μεταφ., [[ζωγραφία]] λαλοῦσα (ἐπὶ ποιήσεως), ἀντίθετ. τῷ [[ποίησις]] σιωπῶσα (ἐπὶ ζωγραφίας), Σιμων. παρὰ Πλουτ. 2. 346F. 2) ὁμιλῶ [[περί]] τινος, τινα Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 5. 2· ἀλλάλαις λαλέοντι τεὸν γάμον αἱ κυπάρισσοι Θεόκρ. 27. 57. - Παθ., [[πρᾶγμα]] κατ’ ἀγορὰν λαλούμενον Ἀριστοφ. Θεσμ. 578. 3) παρὰ μεταγενεστ. ἀκριβῶς ὡς τὸ [[λέγω]], λαλεῖ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου Ἀριστ. Προβλ. 11. 1· [[πρός]] τινα Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 22, πρβλ. Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 3, κτλ.· ἀπολ., ἐλάλησεν ὁ κωφὸς Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 33. - Παθ., λαληθήσεταί σοι τί σε δεῖ ποιεῖν, θά σοι λεχθῇ..., Πράξ. Ἀποστόλ. θ΄, 6. ΙΙ. [[ἐνίοτε]] τίθεται ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν ζῴων ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἔναρθρον λόγον ὡς ἐπὶ πιθήκων, λαλοῦσι μὲν οὗτοι, φράζουσι δὲ οὔ Πλούτ. 2. 909Α· [[οὕτως]] ἐπὶ ἀκρίδων, καὶ ἀκρίδες ὧδε λαλεῦντι Θεόκρ. 5. 34· οὕτω, μεσημβρίας λαλεῖν [[τέττιξ]] (ἐξυπακ. εἰμί) Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 6· ἐπὶ τῆς χελιδόνος, ᾄδω, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 114· - [[ὡσαύτως]], ἀνθρωπίνως λ. Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 1. 46. ΙΙΙ. ἐπὶ μουσικῶν ἤχων, ἐν αὐλοῦ ἢ σάλπιγγος λ. Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 19· ἐπὶ τῆς ἠχοῦς Δίων Κ. 74. 14· [[ὡσαύτως]] | |lstext='''λᾰλέω''': μέλλ. ήσω. (Ἐκ τῆς √ΛΑΛ παράγονται καὶ αἱ λέξ. λάλος, λάλη, λαλάζω, λαλιά, λάλαξ, λαλαγή, [[λαλαγέω]], πρβλ. Λατ. lall-are, Γερμ. lall-en, Ἀγγλ. lull, lull-aby, Loll-ard. - Πάντα [[ταῦτα]] φαίνοντα προελθόντα ἐξ ὀνοματοποιΐας). Ὁμιλῶ, [[λέγω]] (πολλά), φλυαρῶ, Σοφ. Ἀποσπ. 667, Ἀριστοφ., κτλ.· ἕπου καὶ μὴ λάλει Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1058, πρβλ. Σφ. 1135· λαλεῖς... ἀμελήσας ἀποκρίνεσθαι Πλάτ. Εὐθύδ. 287D· λ. τινι, ὁμιλῶ [[πρός]] τινα, λαλῶν ἐν ὁδοῖς σεαυτῷ Ἀριστοφ. Ἱππ. 348, πρβλ. Φιλήμ. ἐν «Ἀπόλιδι» 1· λαλεῖν τι καὶ ληρεῖν πρὸς αὑτοὺς [[ἡδέως]] Ἄλεξ. ἐν «Αἰσώπῳ» 1. 10· λαλεῖν [[περί]] τινος Φερεκρ. ἐν «Ἀγαθοῖς» 2, Ἀριστοφ. Λυσ. 627· ὑπέρ τινος Ποσείδ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 3· - ἀντίθ. τῷ [[λέγω]], ὡς, λαλεῖν ἄριστος, ἀδυνατώτατος λέγειν Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 8· λαλῶν μέν..., λέγων δέ..., Δημ. 553. 5 (ἂν ἡ γραφὴ ὀρθή)· πάππα, λαλεῖν τι ἡμῖν [[ὅπως]] ἂν ἡμᾶς [[ὕπνος]] λάβῃ Θεοφρ. Χαρακτῆρ. 7· - καὶ οὕτω, β) [[καθόλου]], ὁμιλῶ, [[λέγω]], διηγοῦμαι, Σοφ. Φιλ. 110· καινὴν διάλεκτον λ. Ἀντιφάν. ἐν «Ὀβρίμῳ» 1· Ἀττικιστὶ λ. Ἄλεξ. ἐν «Πρωτοπόρῳ» 1. γ) μεταφ., [[ζωγραφία]] λαλοῦσα (ἐπὶ ποιήσεως), ἀντίθετ. τῷ [[ποίησις]] σιωπῶσα (ἐπὶ ζωγραφίας), Σιμων. παρὰ Πλουτ. 2. 346F. 2) ὁμιλῶ [[περί]] τινος, τινα Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 5. 2· ἀλλάλαις λαλέοντι τεὸν γάμον αἱ κυπάρισσοι Θεόκρ. 27. 57. - Παθ., [[πρᾶγμα]] κατ’ ἀγορὰν λαλούμενον Ἀριστοφ. Θεσμ. 578. 3) παρὰ μεταγενεστ. ἀκριβῶς ὡς τὸ [[λέγω]], λαλεῖ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου Ἀριστ. Προβλ. 11. 1· [[πρός]] τινα Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 22, πρβλ. Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 3, κτλ.· ἀπολ., ἐλάλησεν ὁ κωφὸς Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 33. - Παθ., λαληθήσεταί σοι τί σε δεῖ ποιεῖν, θά σοι λεχθῇ..., Πράξ. Ἀποστόλ. θ΄, 6. ΙΙ. [[ἐνίοτε]] τίθεται ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν ζῴων ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἔναρθρον λόγον ὡς ἐπὶ πιθήκων, λαλοῦσι μὲν οὗτοι, φράζουσι δὲ οὔ Πλούτ. 2. 909Α· [[οὕτως]] ἐπὶ ἀκρίδων, καὶ ἀκρίδες ὧδε λαλεῦντι Θεόκρ. 5. 34· οὕτω, μεσημβρίας λαλεῖν [[τέττιξ]] (ἐξυπακ. εἰμί) Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 6· ἐπὶ τῆς χελιδόνος, ᾄδω, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 114· - [[ὡσαύτως]], ἀνθρωπίνως λ. Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 1. 46. ΙΙΙ. ἐπὶ μουσικῶν ἤχων, ἐν αὐλοῦ ἢ σάλπιγγος λ. Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 19· ἐπὶ τῆς ἠχοῦς Δίων Κ. 74. 14· [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχ. αἰτ., μάγαδιν λαλήσω μικρὸν ἅμα σοι καὶ μέγαν, θά σοι λαλήσω, παίξω αὐλὸν κτλ., Ἀναξανδρ. ἐν «Ὁπλομάχῳ» 1. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |