Anonymous

λαός: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  20 April 2021
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "v.s." to "v.s.")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[λαός]], Α ιων. τ. [[ληός]], αττ. τ. [[λεώς]], Μ και λᾱς, ὁ, και λᾱς, οἱ<br /><b>1.</b> [[σύνολο]] ατόμων που αποτελούν μια [[κοινότητα]], ένα [[φύλο]], μια [[φυλή]] ή ένα [[έθνος]], λόγω κοινής καταγωγής, ιστορίας, πολιτιστικών παραδόσεων, [[συχνά]] και κοινής θρησκείας ή γλώσσας (α. «[[μικρός]] [[λαός]] και πολεμά [[δίχως]] [[σπαθιά]] και βόλια», Γ. Ρίτσος<br />β. «ο [[ελληνικός]] [[λαός]]»)<br /><b>2.</b> ο [[πληθυσμός]] μιας χώρας, μιας περιοχής ή ενός οικιστικού κέντρου (α. «ο [[λαός]] της Σάμου υποδέχθηκε τον πρωθυπουργό» β. «πᾱς Καδμείων [[λεώς]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πλήθος]] ανθρώπων (α. «ο [[λαός]] ήταν συγκεντρωμένος στην [[πλατεία]] από [[νωρίς]] το [[πρωί]]» β. «λαοὶ δὲ περίτρεσαν ἀγροιῶται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τα λαϊκά στρώματα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα ανώτερα ως [[προς]] τον πλούτο, την κοινωνική [[αναγνώριση]] και την [[πολιτική]] [[δύναμη]], οι λαϊκές μάζες («ο [[λαός]] υποφέρει»)<br /><b>2.</b> οι πολίτες ενός κράτους που έχουν το [[δικαίωμα]] του εκλέγειν<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[φωνή]] λαού [[οργή]] Θεού» — η λαϊκή [[εξέγερση]] μπορεί να επιφέρει θεομηνίες<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(για ηγεμόνα) το [[σύνολο]] τών υπηκόων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[οπαδός]], [[πιστός]] θρησκείας<br /><b>2.</b> (για εκκλησιαστικό αξιωματούχο) [[ποίμνιο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «λίος [[λαός]]» — οι κατώτερες λαϊκές ή στρατιωτικές τάξεις<br />β) «λᾱς τῶν ἁρμάτων» — οπλίτες<br />γ) «χοντρὸς [[λαός]]» — [[άξεστος]] [[κόσμος]], όχλος<br />(μσν. -αρχ.)<br /><b>1.</b> στρατιωτική [[δύναμη]], [[στρατός]] («ὁ μὲν [[μετὰ]] λαὸν Ἀχαιῶν ἤι, ὁ δ' ἐς Τρώων ὅμαδον κίε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην ΠΔ) οι Εβραίοι ιδιώτες, σε [[αντιδιαστολή]] με τους ιερείς και τους λευίτες<br /><b>3.</b> (στην ΚΔ) α) οι Ιουδαίοι, σε [[αντιδιαστολή]] με τους αλλοφύλους<br />β) οι χριστιανοί, σε [[αντιδιαστολή]] με τους εθνικούς<br /><b>4.</b> οι λαϊκοί, σε [[αντιδιαστολή]] με τους κληρικούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαία λ. άγνωστης ετυμολογίας. Ο τ. <i>λα</i>(<i>F</i>)<i>ός</i> ήταν πιθ. [[περιληπτικός]] όρος, όπως οι αρχ. άνω γερμ. <i>liuti</i>, αγγλοσαξ. <i>l</i><i>ē</i><i>ode</i>. Ο τ. έχει συνδεθεί με τον χεττ. <i>lahha</i> «[[πόλεμος]]». Ο αττ. τ. [[λεώς]] έχει προέλθει από τον ιων. τ. [[ληός]] με [[αντιμεταχώρηση]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νᾶός</i> > [[νηός]] > [[νεώς]]). Ο μσν. τ. <i>λᾶς</i> <span style="color: red;"><</span> [[λαός]] με [[αποβολή]] ([[έκκρουση]]) του -<i>ο</i>- και με το ισχυρότερο [[φωνήεν]] -<i>α</i>-. Ο πληθ. τ. <i>λαοί</i> στην ελληνιστική περίοδο και αργότερα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τα γένη, τους ανθρώπους, σε [[αντίθεση]] με τους ηγέτες, τους αρχηγούς. Ο τ. <i>λαοί</i> απαντά και σε αιγυπτιακούς παπύρους, όπου διακρίνει τους [[απλούς]] ανθρώπους (λαϊκούς) από τους ιερείς. Στη Μυκηναϊκή η λ. [[λαός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>rawaketa</i> = <i>laFaγέτας</i> «[[ηγέτης]] του στρατού») είχε [[μάλλον]] στρατιωτική σημ., σε [[αντίθεση]] με τη λ. [[δῆμος]], που είχε [[πολιτική]] σημ. Με τη σημερινή της σημ. η [[έννοια]] του λαού αντιδιαστέλλεται [[προς]] την [[έννοια]] του έθνους: ο όρος [[έθνος]] τονίζει περισσότερο το κρατικό - πολιτικό [[στοιχείο]] μιας κοινότητας, ενώ ο όρος [[λαός]] το γλωσσικό -πολιτιστικό.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λαϊκός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λαότητα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ.</b> <i>λαο</i>-. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αγησίλαος]], [[αρχέλαος]], [[ζευξίλεως]], [[φιλόλαος]].
|mltxt=ο (AM [[λαός]], Α ιων. τ. [[ληός]], αττ. τ. [[λεώς]], Μ και λᾱς, ὁ, και λᾱς, οἱ<br /><b>1.</b> [[σύνολο]] ατόμων που αποτελούν μια [[κοινότητα]], ένα [[φύλο]], μια [[φυλή]] ή ένα [[έθνος]], λόγω κοινής καταγωγής, ιστορίας, πολιτιστικών παραδόσεων, [[συχνά]] και κοινής θρησκείας ή γλώσσας (α. «[[μικρός]] [[λαός]] και πολεμά [[δίχως]] [[σπαθιά]] και βόλια», Γ. Ρίτσος<br />β. «ο [[ελληνικός]] [[λαός]]»)<br /><b>2.</b> ο [[πληθυσμός]] μιας χώρας, μιας περιοχής ή ενός οικιστικού κέντρου (α. «ο [[λαός]] της Σάμου υποδέχθηκε τον πρωθυπουργό» β. «πᾱς Καδμείων [[λεώς]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πλήθος]] ανθρώπων (α. «ο [[λαός]] ήταν συγκεντρωμένος στην [[πλατεία]] από [[νωρίς]] το [[πρωί]]» β. «λαοὶ δὲ περίτρεσαν ἀγροιῶται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τα λαϊκά στρώματα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα ανώτερα ως [[προς]] τον πλούτο, την κοινωνική [[αναγνώριση]] και την [[πολιτική]] [[δύναμη]], οι λαϊκές μάζες («ο [[λαός]] υποφέρει»)<br /><b>2.</b> οι πολίτες ενός κράτους που έχουν το [[δικαίωμα]] του εκλέγειν<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[φωνή]] λαού [[οργή]] Θεού» — η λαϊκή [[εξέγερση]] μπορεί να επιφέρει θεομηνίες<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(για ηγεμόνα) το [[σύνολο]] τών υπηκόων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[οπαδός]], [[πιστός]] θρησκείας<br /><b>2.</b> (για εκκλησιαστικό αξιωματούχο) [[ποίμνιο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «λίος [[λαός]]» — οι κατώτερες λαϊκές ή στρατιωτικές τάξεις<br />β) «λᾱς τῶν ἁρμάτων» — οπλίτες<br />γ) «χοντρὸς [[λαός]]» — [[άξεστος]] [[κόσμος]], όχλος<br />(μσν. -αρχ.)<br /><b>1.</b> στρατιωτική [[δύναμη]], [[στρατός]] («ὁ μὲν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν ἤι, ὁ δ' ἐς Τρώων ὅμαδον κίε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην ΠΔ) οι Εβραίοι ιδιώτες, σε [[αντιδιαστολή]] με τους ιερείς και τους λευίτες<br /><b>3.</b> (στην ΚΔ) α) οι Ιουδαίοι, σε [[αντιδιαστολή]] με τους αλλοφύλους<br />β) οι χριστιανοί, σε [[αντιδιαστολή]] με τους εθνικούς<br /><b>4.</b> οι λαϊκοί, σε [[αντιδιαστολή]] με τους κληρικούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαία λ. άγνωστης ετυμολογίας. Ο τ. <i>λα</i>(<i>F</i>)<i>ός</i> ήταν πιθ. [[περιληπτικός]] όρος, όπως οι αρχ. άνω γερμ. <i>liuti</i>, αγγλοσαξ. <i>l</i><i>ē</i><i>ode</i>. Ο τ. έχει συνδεθεί με τον χεττ. <i>lahha</i> «[[πόλεμος]]». Ο αττ. τ. [[λεώς]] έχει προέλθει από τον ιων. τ. [[ληός]] με [[αντιμεταχώρηση]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νᾶός</i> > [[νηός]] > [[νεώς]]). Ο μσν. τ. <i>λᾶς</i> <span style="color: red;"><</span> [[λαός]] με [[αποβολή]] ([[έκκρουση]]) του -<i>ο</i>- και με το ισχυρότερο [[φωνήεν]] -<i>α</i>-. Ο πληθ. τ. <i>λαοί</i> στην ελληνιστική περίοδο και αργότερα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τα γένη, τους ανθρώπους, σε [[αντίθεση]] με τους ηγέτες, τους αρχηγούς. Ο τ. <i>λαοί</i> απαντά και σε αιγυπτιακούς παπύρους, όπου διακρίνει τους [[απλούς]] ανθρώπους (λαϊκούς) από τους ιερείς. Στη Μυκηναϊκή η λ. [[λαός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>rawaketa</i> = <i>laFaγέτας</i> «[[ηγέτης]] του στρατού») είχε [[μάλλον]] στρατιωτική σημ., σε [[αντίθεση]] με τη λ. [[δῆμος]], που είχε [[πολιτική]] σημ. Με τη σημερινή της σημ. η [[έννοια]] του λαού αντιδιαστέλλεται [[προς]] την [[έννοια]] του έθνους: ο όρος [[έθνος]] τονίζει περισσότερο το κρατικό - πολιτικό [[στοιχείο]] μιας κοινότητας, ενώ ο όρος [[λαός]] το γλωσσικό -πολιτιστικό.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λαϊκός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λαότητα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ.</b> <i>λαο</i>-. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αγησίλαος]], [[αρχέλαος]], [[ζευξίλεως]], [[φιλόλαος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm